Σε μια Ελλάδα που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στις οικονομικές δυσκολίες και τις κοινωνικές πιέσεις, η κατοχή ακινήτου συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα λίγα σταθερά σημεία αναφοράς για τον πολίτη. Το σπίτι, οικόπεδο ή οποιαδήποτε μορφή ακίνητης περιουσίας δεν είναι απλώς ένας οικονομικός πόρος. Είναι ασφάλεια, προσδοκία, κύρος – πολλές φορές ακόμη και ελπίδα.
Η πρόσφατη πανελλαδική έρευνα της Focus Bari για την αγορά ακινήτων, που παρουσιάστηκε στο 2ο Real Estate Market Round Table, ανέδειξε με σαφήνεια το διττό πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας: από τη μία πλευρά η έντονη οικονομική δυσφορία, από την άλλη η εμμονή – ή καλύτερα, η πίστη – στην αξία της ιδιοκτησίας. Παρότι το 33% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες και το 50% απλώς «τα φέρνει βόλτα», σχεδόν 1 στους 5 Έλληνες δηλώνει πρόθυμος να αποκτήσει ακίνητο μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Η έρευνα δεν σκιαγραφεί απλώς οικονομικές τάσεις, αλλά αναδεικνύει κοινωνικές στάσεις. Ο Έλληνας επιμένει στην κατοχή ακινήτου όχι γιατί αγνοεί τις δυσκολίες – τις βιώνει καθημερινά – αλλά επειδή αναγνωρίζει ότι σε ένα περιβάλλον διαρκούς αβεβαιότητας, το ακίνητο παραμένει ένα χειροπιαστό μέσο σταθερότητας. Είναι ένα στοιχείο ταυτότητας και προσωπικής επιτυχίας, ένα μέσο διασφάλισης για το μέλλον των παιδιών.
Στεγαστική πραγματικότητα: Ιδιοκτησία με όρους ανάγκης, όχι πολυτέλειας
Η ιδιοκατοίκηση παραμένει κυρίαρχη: το 68% δηλώνει ότι κατέχει ακίνητο, αν και μόνο το 53% δηλώνει ότι πρόκειται για κύρια κατοικία. Στην άλλη πλευρά, το 35% ζει σε ενοίκιο – ποσοστό υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο – κυρίως άνθρωποι με χαμηλότερα εισοδήματα ή περιορισμένες επιλογές. Το γεγονός ότι το 15% κατοικεί χωρίς να πληρώνει ούτε ενοίκιο ούτε να έχει στην κυριότητά του το ακίνητο, μαρτυρά και μορφές στέγασης που στηρίζονται σε οικογενειακές σχέσεις ή κοινωνικές συνθήκες ανάγκης.
Καθώς αυξάνεται το εισόδημα, παρατηρείται διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο ακινήτων. Από την κύρια κατοικία, αρκετοί μετακινούνται σε εξοχικά, επενδυτικά ή κληρονομημένα ακίνητα. Ο μέσος αριθμός ακινήτων ανά ιδιοκτήτη φτάνει τα 1,8, ενώ μόνο το 33% αξιοποιεί την ακίνητη περιουσία για να εξασφαλίσει εισόδημα – κυρίως μέσω μακροχρόνιων μισθώσεων. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, αν και δημοφιλείς τα προηγούμενα χρόνια, παραμένουν περιορισμένες (5%) λόγω αβεβαιότητας και ρυθμιστικών κινδύνων.
Η ακίνητη περιουσία δεν είναι στατική. Σχεδόν 1 στους 2 ιδιοκτήτες προχώρησε σε ανακαινίσεις την τελευταία πενταετία, δίνοντας έμφαση στο μπάνιο, την κουζίνα και την ενεργειακή απόδοση (μονώσεις, κουφώματα, Η/Μ εγκαταστάσεις). Όσοι επένδυσαν στην αναβάθμιση είδαν άμεσα αποτελέσματα: το μέσο ετήσιο εισόδημα από ακίνητα σχεδόν διπλασιάστηκε γι’ αυτούς σε σχέση με όσους δεν έκαναν καμία παρέμβαση.
Η συντήρηση δεν αφορά μόνο την οικονομική απόδοση. Είναι επίσης θέμα ποιότητας ζωής και προστασίας αξίας – ειδικά όταν το 54% των κατοικιών κατασκευάστηκε πριν το 1980. Η πλειονότητα των ελληνικών κατοικιών κινείται στη μεσαία κατηγορία τετραγωνικών, με μέσο όρο τα 89,8 τ.μ., αντικατοπτρίζοντας τον μέσο όρο ενός νοικοκυριού που ζει μετρημένα, αλλά προσπαθεί να διατηρήσει ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Οικονομικά, η κατοχή ή η ενοικίαση ακινήτου συνεπάγεται ένα αυξανόμενο βάρος. Το 30% των ιδιοκτητών έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο, με μέση μηνιαία δόση τα 500 ευρώ. Παράλληλα, 6 στους 10 πολίτες συμφωνούν απόλυτα ότι τα ενοίκια είναι εξαιρετικά υψηλά σε σχέση με τα εισοδήματα. Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων δημιουργεί ένα περιβάλλον στεγαστικής πίεσης που απειλεί την κοινωνική συνοχή, καθώς η στέγη σταδιακά μετατρέπεται από βασικό ανθρώπινο δικαίωμα σε δυσεύρετο αγαθό.
Η κρατική παρέμβαση θεωρείται απαραίτητη. Το 72% των πολιτών ζητά από την Πολιτεία να προχωρήσει σε κίνητρα για την αξιοποίηση των αδρανών ακινήτων. Πρόκειται για μια πρόταση που θα μπορούσε να φέρει στην επιφάνεια χιλιάδες ανεκμετάλλευτες κατοικίες, βοηθώντας στην αποσυμπίεση της αγοράς και στην προσφορά πιο προσιτών λύσεων στέγασης.
Παρά τις υψηλές αποδόσεις που προσφέρει η αγορά ακινήτων, ο Έλληνας ιδιοκτήτης παραμένει συγκρατημένος όταν πρόκειται να αποχωριστεί την περιουσία του. Μόνο 15% δηλώνει ότι θα πουλούσε εάν η αξία αυξανόταν πάνω από 20%. Για την πλειοψηφία, το ακίνητο είναι φορτισμένο με συναισθηματικό βάρος – οικογενειακές ρίζες, μνήμες, σκληρή δουλειά – που δύσκολα μετατρέπεται σε απλή χρηματική αξία.
Παράλληλα, η επένδυση σε ακίνητα δεν θεωρείται αυτονόητη. Μόνο 1 στους 3 τη χαρακτηρίζει «ασφαλή», ενώ το 42% τη θεωρεί μεσαίου ρίσκου και 8% υψηλού. Η βραχυχρόνια μίσθωση – αν και συνδεδεμένη με τον τουρισμό – προκαλεί επιφυλάξεις στο 42% των ερωτηθέντων, κυρίως λόγω της ασταθούς φύσης των εσόδων.