Οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ, κατέκτησαν την εξουσία και ο αντίκτυπος γίνεται αντιληπτός από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον ως και το Πεκίνο.

Όλοι ανησυχούν για το ίδιο ακριβώς πράγμα: πώς θα επηρεάσει την τρομοκρατία η άνοδος των τζιχαντιστών στο Αφγανιστάν.

Και οι φόβοι μόνο αβάσιμοι δεν είναι. Από τις απομακρυσμένες επαρχίες του Αφγανιστάν ως και τα online φόρουμ των εξτρεμιστών, οι υποστηρικτές της Αλ Κάιντα δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους για την «ιστορική νίκη», όπως γράφουν, των Ταλιμπάν.

Λένε μάλιστα πως η ταπεινωτική αποχώρηση των ίδιων δυνάμεων που είχαν διώξει τόσο τους Ταλιμπάν όσο και τους παραστρατιωτικούς της Αλ Κάιντα πριν από 20 χρόνια λειτουργεί ως άνεμος στα πανιά τους.

Τα αντιδυτικά αισθήματα των τζιχαντιστών οξύνονται ξανά και οι μυστικές υπηρεσίες έχουν αρχίσει ήδη να προειδοποιούν για τον ορατό κίνδυνο που είναι προ των πυλών.

Πόσο μάλλον που βλέψεις έχει τώρα στο Αφγανιστάν και το Ισλαμικό Κράτος, που ψάχνει νέα βάση μετά την ήττα του μαύρου χαλιφάτου σε Ιράκ και Συρία.

Η διαφαινόμενη άνοδος της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας

Δυτικοί στρατηγοί, πολιτικοί και αξιωματούχοι δεν κρύβουν τα λόγια τους. Ανησυχούν πολύ για την «αναπόφευκτη», όπως παρατηρούν, επιστροφή της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν, τώρα που την εξουσία έχουν στα χέρια τους οι φονταμενταλιστές.

Ο βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά την επείγουσα συνάντηση με τους επιτελείς του, προειδοποίησε πως τα έθνη της Δύσης οφείλουν να συνασπιστούν για να αποτρέψουν να γίνει το Αφγανιστάν αυτό που όλα δείχνουν ότι θα γίνει, ένας παράδεισος για τις τρομοκρατικές ομάδες του ακραίου Ισλάμ.

Την ίδια στιγμή, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να «χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ώστε να συντρίψει την παγκόσμια τρομοκρατική απειλή στο Αφγανιστάν».

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κυμάνθηκε και ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, Mark Milley, εκδίδοντας δική του προειδοποίηση για το Κογκρέσο. Ο κορυφαίος αμερικανός στρατηγός διαμήνυσε σε όλους τους τόνους πως η κατάρρευση της αφγανικής κυβέρνησης και η επιστροφή των Ταλιμπάν μπορεί να επιταχύνει την απειλή της τρομοκρατίας.

Είπε όμως και κάτι ακόμα, εξίσου ανησυχητικό. Πως οι αναφορές που έχει από τις μυστικές υπηρεσίες για πιθανή άνοδο της τρομοκρατίας σε βάθος διετίας οφείλουν τώρα να επικαιροποιηθούν. Προς το συντομότερο, αλίμονο.

«Μεσαίου κινδύνου» είχε κριθεί τον Ιούνιο η πιθανότητα της επαναδραστηριοποίησης τρομοκρατικών οργανώσεων στο Αφγανιστάν, καθώς είχε εκτιμηθεί πως θα χρειαζόταν 2 χρόνια για να γίνουν και πάλι επιχειρησιακά λειτουργικές.

Την Αλ Κάιντα φοβούνται όλοι και δεν το κρύβουν. Η Αλ Κάιντα ήταν εξάλλου ο λόγος που πυροδότησε την πολεμική παρέμβαση των Αμερικανών πριν από 20 χρόνια.

Μόνο που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να διασκεδάσει τις αντιδράσεις για τη χαοτική, όπως αποδείχτηκε, απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν σε αυτή τη βάση, πως η αποστολή για το ξεχέρσωμα της Αλ Κάιντα από τη χώρα ολοκληρώθηκε με επιτυχία και μάλιστα «χρόνια πριν», όπως το είπε ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν.

Ο Οσάμα μπιν Λάντεν είναι νεκρός και κάποιοι μικροθύλακες της τρομοκρατικής οργάνωσης δεν αποτελούν πια πονοκέφαλο. Πόσο μάλλον που, όπως δήλωσε αργότερα στο CNN o Μπλίνκεν, υπάρχουν πια σύγχρονες μέθοδοι παρακολούθησης των τρομοκρατών που δεν απαιτούν στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν.

Κάτι ανάλογο είπε και το Πεντάγωνο, πως μπορούν να πλήξουν πλέον κάθε στόχο με μαχητικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα drones χωρίς να χρειάζεται να βρίσκονται στη χώρα. Άλλο βέβαια αυτό και άλλο η παρακολούθηση των πλοκαμιών της τρομοκρατίας. Δεν είναι εύκολο να αποτρέψεις τη δημιουργία τρομοκρατικών ομάδων χωρίς φυσική παρουσία.

Και σήμερα οι ΗΠΑ δεν έχουν στρατιωτικές βάσεις σε καμία από τις 6 χώρες με τις οποίες συνορεύει το Αφγανιστάν.

Είναι όμως η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία συνώνυμο της ανόδου της τρομοκρατίας; Μια ματιά στο πρόσφατο παρελθόν ίσως αποκαλύψει μια απάντηση…

Αναζήτηση νομιμότητας και αναγνώρισης

Την τελευταία φορά που κυβέρνησαν οι Ταλιμπάν το Αφγανιστάν, το διάστημα 1996-2001, η χώρα ήταν παρίας στη γεωστρατηγική ατζέντα. Μόλις 3 χώρες την αναγνώριζαν (Σαουδική Αραβία, Πακιστάν και ΗΑΕ), καθώς οι Ταλιμπάν παρείχαν ασφαλές καταφύγιο στον Οσάμα μπιν Λάντεν και την Αλ Κάιντά του.

Πριν το μεγαλύτερο χτύπημα της οργάνωσης την 11η Σεπτεμβρίου 2001, υπολογίζεται πως 20.000 άνθρωποι στρατολογήθηκαν απ’ όλο τον κόσμο και πέρασαν από τα στρατόπεδα εκπαίδευσης των τρομοκρατών στο Αφγανιστάν.

«Πανεπιστήμιο τρομοκρατίας» αποκαλούσαν χαρακτηριστικά το Αφγανιστάν εκείνη την εποχή, καθώς εκπαίδευε τους τρομοκράτες της επόμενης γενιάς.

Σήμερα όμως οι Ταλιμπάν είναι μια άλλη ιστορία. Θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους νόμιμους κυβερνήτες της χώρας, του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν, όπως το ονομάζουν χαρακτηριστικά, και αναζητούν τη νομιμοποίηση του ζυγού τους σε διπλωματικό επίπεδο.

Ήδη προσπαθούν να πείσουν την οικουμένη πως επανήλθαν στα πράγματα για να επιβάλουν την τάξη και την ψυχραιμία και να σώσουν τη χώρα από τις δυνάμεις κατοχής και τη διαφθορά που άφησαν πίσω τους.

Στις αποτυχημένες, όπως αποδείχτηκε, ειρηνευτικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα στην Ντόχα του Κατάρ, ξεκαθαρίστηκε στους Ταλιμπάν ότι η πολυπόθητη αναγνώρισή τους θα έρθει διεθνώς μόνο αν αποσυνδεθούν πλήρως από την Αλ Κάιντα.

Το έχουμε κάνει ήδη, απάντησαν οι μεσολαβητές των Ταλιμπάν. Μόνο που δεν το έχουν κάνει, όπως μας είπε σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, παραπέμποντας στις πολύ στενές σχέσεις, φυλετικές ή και γαμήλιες, ανάμεσα στις δύο ομάδες.

Αλλά και στην ταχύτατη ανακατάληψη του Αφγανιστάν πρόσφατα υπήρξαν πολλές αναφορές για «ξένους μαχητές» στις δυνάμεις των Ταλιμπάν. Όπου «ξένος» εδώ, ο μη Αφγανός.

Και την ίδια στιγμή υπάρχει και η πρόδηλη διγλωσσία των Ταλιμπάν. Την ώρα που οι εκπρόσωποί τους προβαίνουν σε καθησυχαστικές δηλώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών, τους αντιφρονούντες και τους συνεργάτες των Αμερικανών, στους δρόμους λαμβάνουν χώρα βάρβαρες πράξεις εκδίκησης.

Η Δύση και οι τζιχαντιστές

Αν πιστέψουμε τις δηλώσεις τους, ο στόχος των Ταλιμπάν είναι μόνο το Αφγανιστάν. Όπως έχουν δηλώσει επανειλημμένως, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κυβερνήσουν τη χώρα μέσω της δικής τους εκδοχής της Σαρία. Εντός των συνόρων.

Τι γίνεται όμως με τους άλλους φονταμενταλιστές, αυτούς που συνεχίζουν να υπάρχουν στο Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάιντα; Ίσως έχουν άλλες φιλοδοξίες. Ακόμα και αν οι Ταλιμπάν θελήσουν να τους ελέγξουν ή περιορίσουν, υφίστανται ισχυροί θύλακες στο Αφγανιστάν που δύσκολα θα καμφθούν.

Ειδικός λόγος έχει γίνει μάλιστα για την επαρχία του Κουνάρ. Είναι γνωστό ότι εκεί υπάρχουν κάπου μεταξύ 200-500 μαχητές της Αλ Κάιντα και η κατάληψη της περιοχής από τους Ταλιμπάν τούς έχει λύσει τα χέρια. Η Αλ Κάιντα έχει ισχυρή παρουσία εκεί και δεν αποκλείεται να θελήσει να την επεκτείνει.

Ακόμα εφιαλτικότερο για τη Δύση είναι το γεγονός ότι οι παλιοί σύμμαχοί της στο Αφγανιστάν δεν υπάρχουν πια. Για 20 ολόκληρα χρόνια, οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης μάθαιναν τα νέα από την NDS, την υπηρεσία πληροφοριών του Αφγανιστάν.

Ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών παρείχε κατασκοπεία στους Αμερικανούς και τους Άγγλους. Μόνο που πλέον αυτά δεν υφίστανται, το απόλυτο σκοτάδι έπεσε ξαφνικά στο Αφγανιστάν για τις μυστικές υπηρεσίες.

Και βέβαια στην εξίσωση της αβεβαιότητας οφείλει να προστεθεί και το Πακιστάν. Αν θα επιτρέψει ή θα αποτρέψει δηλαδή τη μετακίνηση των Ταλιμπάν και των άλλων εξτρεμιστών από και προς το Αφγανιστάν. Οι κινήσεις του θα είναι άλλο ένα κλειδί για τη διευκόλυνση ή αποτροπή της τρομοκρατίας.

Η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν και η ταχύτατη προέλαση των Ταλιμπάν σήμανε ευρύτερο συναγερμό. Ακόμα και οι Κινέζοι μίλησαν, διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών, Wang Yi, πως το πιο πιεστικότερο πρόβλημα είναι «η διατήρηση της σταθερότητας και η αποτροπή του πολέμου και του χάους».

Αυτό προφανώς δεν συνέβη και τώρα η Δύση θα έχει να αντιπαρατεθεί με μια νέα απειλή που αναδύεται, να μην ξαναγίνει το Αφγανιστάν ένα νέο φυτώριο για τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία…