«Η γονιδιακή μελέτη των όγκων θα είναι το “καινούριο πράγμα” στην ιατρική την επόμενη πενταετία», λέει ο Στυλιανός Αντωναράκης, ένας παγκοσμίως διακεκριμένος επιστήμονας. Ο γενετιστής, που καθιέρωσε την παγκόσμια ημέρα για το σύνδρομο Down, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στο περιθώριο της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα μοριακής βιολογίας και γενετικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

«Μπορεί κανείς να διαγνώσει πάρα πολλές κληρονομικές αρρώστιες κάνοντας μία εμβρυική διάγνωση, για τις άλλες ασθένειες όμως που είναι πολύ συχνές και έχουμε προδιαθέσεις όλοι μας, δεν είμαστε σε θέση να έχουμε σαφή διάγνωση της προδιάθεσης».

Ο διεθνώς καταξιωμένος Έλληνας επιστήμονας αναφέρθηκε στις δυνατότητες της γενετικής ιατρικής και στο ρόλο που θα διαδραματίσει στην επόμενη πενταετία στον τομέα της ογκολογίας. «Υπάρχουν διαγνωστικές μέθοδοι για να γνωρίζει μία γυναίκα με αρκετή βεβαιότητα εάν θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού στη ζωή της. Αυτό που αλλάζει στα επόμενα 2-4 χρόνια είναι οι διαγνώσεις που θα κάνει κανείς για τους όγκους. Όλοι οι καρκίνοι είναι γενετικές-γονιδιωματικές αρρώστιες αυτών των καρκινικών κυττάρων, έτσι λοιπόν πάρα πολλά κέντρα σε όλο τον κόσμο μελετάνε σήμερα το γονιδίωμα των καρκινικών κυττάρων. Ποιες επιπρόσθετες διαφορές-μεταλλαγές υπάρχουν σ’ αυτά τα κύτταρα έτσι ώστε να μπορέσει κανείς να κατηγοριοποιήσει διαγνωστικά τον όγκο και να καθορίσει ακριβή θεραπεία ή, εάν η πρώτη θεραπεία δεν πιάσει, να καθορίσει τη δεύτερη ή την τρίτη».

Ο σημαντικός ερευνητής επισημαίνει πως η γονιδιακή μελέτη των όγκων θα είναι το «καινούριο πράγμα» στην ιατρική την επόμενη πενταετία, καθώς στις κληρονομικές ασθένειες είχε και έχει τη σημασία της την οποία ο ιατρικός κόσμος γνωρίζει.

Ερωτηθείς για το κατά πόσο είναι εφικτή η γενετική χαρτογράφηση ενός ανθρώπου ώστε γνωρίζοντας τη γονιδιακή του ταυτότητα να προλάβει τις εν δυνάμει απειλές της υγείας του, ο κ. Αντωναράκης εξηγεί πως «τα γενετικά τεστ είναι ακόμα στην αρχή της εφαρμογής τους. Ενώ τα εργαστήρια μπορεί να κάνουν πολλά γενετικά τεστ, στην εφαρμογή τους είναι ακόμα δύσκολα διότι θέλουν μία υποδομή η οποία είναι πολυδάπανη. Επίσης θέλουν μία γνώση εξειδικευμένη. Υπάρχει πάντα το μεγάλο ερώτημα ποια από τα εκατομμύρια διαφορές στο γονιδιακό υλικό του καθενός μας, είναι η μία, δύο ή δέκα μεταλλαγές που έχουν σχέση με τις ασθένειες. Αυτό θέλει και υπολογιστική πολύ σοβαρή και μια ανάλυση πάρα πολύ ειδική».

Ο κ. Αντωναράκης εκτιμά πως οι Έλληνες επιστήμονες δεν υστερούν καθόλου σε γνώση και εμπειρία, διευκρινίζει όμως ότι «για να κάνει κανείς έρευνα ή μια προχωρημένη ιατρική χρειάζεται μια υποδομή υλικοτεχνική και εκεί ίσως αρκετές χώρες είναι πίσω, όχι μόνο η Ελλάδα. Αυτό θέλει μία πολιτική βούληση στον τομέα της υγείας. Τα πανεπιστήμια κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά στο να παράγουν νέους επιστήμονες με άριστη γνώση. Αυτό όμως που λίγο υστερεί είναι η υποδομή της υγείας».

Ο επαναπατρισμός δεν είναι στα άμεσα σχέδιά του καθώς, όπως δηλώνει, η καριέρα του είναι στην ιατρική έρευνα και το καταλληλότερο μέρος για να τη συνεχίσει είναι εκεί όπου έχει δημιουργήσει το κατάλληλο επιστημονικά περιβάλλον.

Ο καθηγητής κ. Αντωναράκης, διευθυντής γενετικής ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Γενεύης, τα τελευταία 23 χρόνια, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και κάτοχος του μεταλλίου του Τάγματος του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ένας άνθρωπος προσηνής, με θετική ενέργεια και ουσιαστική αγάπη για το επιστημονικό του αντικείμενο, απευθυνόμενος στους νέους Έλληνες επιστήμονες τούς παροτρύνει: να έχουν μεγάλα όνειρα, να θέσουν ως στόχο το ν’ απαντήσουν σε ένα πολύ σοβαρό ερώτημα που είναι αναπάντητο και να μην ασχοληθούν με μικροερωτήματα. Εξηγεί πως, κυρίως για έναν επιστήμονα, εάν ο στόχος δεν είναι τελείως καθαρός, τότε δεν θα βρει τίποτα στην έρευνά του «γιατί η επιστήμη προχωράει με μια υπόθεση και μια ερώτηση. Εάν η υπόθεση δεν είναι καλή και η ερώτηση δεν είναι καλή τότε η απάντηση που θα δοθεί είναι ίσως άχρηστη».

«Θα πρέπει να γίνουν οι καλύτεροι απ’ τους καλύτερους. Θα πρέπει να είναι άνθρωποι που θα περπατήσουν πάνω στο νερό για να ανταποκριθούν στο διεθνή ανταγωνισμό. Η επιστήμη είναι πάρα πολύ ανταγωνιστική. Σα να τρέχει κανείς στους Ολυμπιακούς Αγώνες και όποιος δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό πρέπει να κάνει κάτι άλλο».