Υπολογίζεται ότι ο αστικός πληθυσμός αυξάνεται κατά περίπου 200.000 ανθρώπους ημερησίως. Ως εκ τούτου εικάζεται ότι, μέχρι το 2050, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικούν σε πόλεις. Η αστικοποίηση δεν είναι όμως κάτι καινούργιο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ξεκίνησε με τους πρώτους αστικούς οικισμούς, χιλιάδες χρόνια πριν και έκτοτε συνεχίζεται με όλο και αυξανόμενους ρυθμούς.

Παρά την απαισιοδοξία που άρχισε να κυριαρχεί γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα σχετικά με τη ζωή στην πόλη, τα δεδομένα των τελευταίων ετών αποδεικνύουν, για ακόμη μία φορά, ότι η αστικοποίηση καλά κρατεί. Γιατί όμως οι άνθρωποι συνεχίζουν και «στριμώχνονται» στα μεγάλα αστικά κέντρα; Τι είναι αυτό που προσφέρει η ζωή στις πόλεις, που δεν μπορεί να προσφέρει η επαρχία; Πώς, αλλά και σε ποιους τομείς, έχει διαμορφώσει η αστικοποίηση την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού;

Για να απαντήσει κανείς στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν και να μελετήσει κάποιες από τις σημαντικότερες πόλεις της ιστορίας. Αυτές που έχουν να πουν κάτι όχι μόνο για την εποχή τους, αλλά και για την αστική συνθήκη γενικότερα. Να εξερευνήσει τον αντίκτυπο των μεγάλων αστικών κέντρων στην παγκόσμια οικονομία, τεχνολογία, τέχνη και πολιτική. Ίσως μέσα από τη διερεύνηση του πώς και που ζούμε θα μπορέσει η ανθρωπότητα, να κατανοήσει μεγάλο μέρος της ιστορίας της και των όσων ζούμε στην εποχή μας.

Το συγκεκριμένο ταξίδι δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από την πρώτη πόλη του κόσμου, την Ουρούκ (σημερινό Ιράκ), που χρονολογείται από τα 4.000 π.Χ. Εντυπωσιακή από χιλιόμετρα μακρυά, η Ουρούκ αντιπροσώπευε για την εποχή της τον θρίαμβο της ανθρωπότητας επί της φύσης. Όπως γίνεται κατανοητό και από το Έπος του Γκιγκλαμές, ο σχηματισμός των πόλεων δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη του ανθρώπου να κάνει τον τόπο των ονείρων του πραγματικότητα. Στην ουσία οι πόλεις αποτελούν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης δημιουργίας, αφού σε κάθε νέα τους προσπάθεια, οι άνθρωποι εμπλούτιζαν τις πόλεις με εγκαταστάσεις που υπερέβαιναν την χρηστική τους αξίας και μετατρεπόταν σε μέρη απόλαυσης και κοινωνικοποίησης.

Προχωρώντας στο χρόνο, σε πιο οικείες για τους δυτικούς πόλεις, όπως η Αρχαία Ρώμη, μπορούμε να το δούμε αυτό στην πράξη. Τα δημόσια αυτοκρατορικά λουτρά ήταν κάτι περισσότερο από απλά μέρη για να καθαριστεί κανείς. Πέρα του καθαρισμού τους, οι αρχαίοι Ρωμαίοι επισκεπτόταν τα λουτρά προκειμένου να μιλήσουν για την πολιτική, να συνάψουν επαγγελματικές συμφωνίες, να κουτσομπολέψουν, να πιούν, να φάνε, να κάνουν σεξ και γενικά να βιώσουν μία αστική εμπειρία.

Τα χρόνια μπορεί να έχουν περάσει και τα λουτρά να έχουν χάσει την παλαιά τους αίγλη, ωστόσο η λειτουργία τους, ως χώροι συγκέντρωσης, απλά έχει βρει αλλού πράξη. Χίλια χρόνια αργότερα, Λονδίνο, Παρίσι και άλλες μεγαλουπόλεις έχουν τη δική τους εκδοχή τέτοιων χώρων συνάντησης. Ο λόγος για τις καφετέριες και τις λέσχες, οι οποίες προσφέρουν μία ζωτικής σημασίας λειτουργία για τις πόλεις, αφού παρέχουν το κίνητρο και την τοποθεσία για αυθόρμητες συναντήσεις και την εμφάνιση άτυπων δικτύων μεταξύ των κατοίκων.

Και αν αναρωτηθεί κανείς, ποια είναι η άξια αυτών των χώρων για την εξέλιξη της ανθρωπότητας πέρα από τη διασκέδαση που φαινομενικά προσφέρουν, τότε δεν χρειάζεται παρά να ταξιδέψουμε στην Αρχαία Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην Αρχαία Αγορά. Η Αρχαία Αγορά αποτελούσε το επίκεντρο του δημόσιου βίου και θεωρείται ο χώρος όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία. Χτισμένη στη καρδιά της πόλης, γύρω της ανεγέρθηκαν τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια και αναπτύχθηκε μεταξύ άλλων έντονη πολιτική, δικαστική και πολιτιστική δραστηριότητα, γεγονός που αντικατοπτρίζει την εξελικτική πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έως και σήμερα, οι κεντρικές πλατείες σε όλο τον κόσμο αποτελούν χώρους όπου οι πολίτες χαλαρώνουν, συζητούν και διεξάγουν πλήθος δημοσίων εκδηλώσεων αλλά και συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας.

Με τις πόλεις να γίνονται όλο και μεγαλύτερες, τόσο σε έκταση όσο και πληθυσμό, δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου. Γεγονός, που οδηγούσε ακόμη περισσότερο κόσμο στις πόλεις, που δελεάζονταν από τις οικονομικές ευκαιρίες που υποσχόταν η αστικοποίηση. Λόγω της στρατηγικής της θέσης, η Λισαβόνα αποτελούσε την πρωτεύουσα του παγκόσμιου εμπορίου στα τέλη του 15ου αιώνα και ως εκ τούτου ήταν μία από τις πλουσιότερες πόλεις του κόσμου. Ο πλούτος που έπεφτε σαν βροχή στη πόλη, λόγω του εμπορίου με την Ασία, τη Βραζιλία και την Αφρική ήταν τόσο μεγάλος που γέννησε την περίφημη ρήση του Καρόλου «Αν ήμουν βασιλιάς της Λισαβόνας σύντομα θα κυβερνούσα όλο τον κόσμο».

Διαχρονικά τα πλούτη έχουν ενεργήσει ως η πιο ισχυρή δύναμη οικοδόμησης πόλεων στον κόσμο και αυτό δεν γίνεται πουθενά πιο αντιληπτό από το Άμστερνταμ τη δεκαετία του 1600. Η πολυάριθμη μετανάστευση Εβραίων από τη Λισαβόνα μετέτρεψε το Άμστερνταμ σε μείζονα παγκόσμια μητρόπολη μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα. Ξαφνικά, από μία ελάχιστα υποσχόμενη ελώδης πόλη, το Άμστερνταμ μετατράπηκε σε μία από τις πιο πετυχημένες. Η έντονη αστικοποίηση που παρατηρήθηκε στην περιοχή οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε αντίστοιχες καινοτομίες και εξελίξεις ιδιαίτερα στον χρηματοοικονομικό τομέα.

Έτσι λοιπόν, το 1602 δημιουργήθηκε η πρώτη επίσημα εισηγμένη εταιρεία στον κόσμο (Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών), η οποία και μετατράπηκε σε μία αυτοκρατορία από μόνη της, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση, με στόχο την κερδοφορία.

Οι εξελίξεις για την οικονομία ήταν τεράστιες. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα είδος εμπορικής αστικοποίησης, με την κυβέρνηση να συνδέει εταιρείες, τράπεζες και εμπόρους για να δημιουργήσει την πρώτη αγορά κινητών αξιών στον κόσμο και τις συνακόλουθες πρωτοπόρες χρηματοοικονομικές τεχνικές, πολλές από τις οποίες θεωρούμε πλέον αυτονόητες (το σύστημα επιταγών, άμεσων χρεώσεων και μεταφορά μεταξύ λογαριασμών).

Εάν το Άμστερνταμ υπήρξε προάγγελος ενός νέου είδους πόλης βασισμένης στον οικονομικό καπιταλισμό και ατομικισμό, το Λονδίνο, το Μάντσεστερ και το Λος Άντζελες θα εκτόξευαν τα πράγματα στα ύψη τα επόμενα χρόνια.

Μαζί με την αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα αυξανόταν και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Οι άνθρωποι είχαν χρήματα για να ξοδέψουν. Από τη στιγμή που είχαν εξασφαλίσει τα βασικά αγαθά, άρχισαν να ξοδεύουν τα χρήματα τους σε προϊόντα και δραστηριότητες αναψυχής (μόδα, λογοτεχνία, θέατρο κτλ).

Κατά συνέπεια η οικονομική άνθηση που σημειώνεται στις πόλεις ως αποτέλεσμα της μαζικής συνάθροισης, αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη της ψυχαγωγίας και της τέχνης. Από τη δεκαετία του 1720 και έπειτα άρχισαν να ανοίγουν όλο και περισσότερα θέατρα στη τότε μητρόπολη του κόσμου, το Λονδίνο. Παράλληλα, τα σκηνικά άρχισαν να γίνονται πιο περίπλοκα και τεχνολογικά προηγμένα. Ο ανταγωνισμός οδηγούσε σε εξελίξεις και καινοτομίες προκειμένου να προσελκύσουν όλο και περισσότερο κόσμο.

Οι καινοτομίες λόγω της αστικοποίησης όμως δεν αρκούνται μόνο στη ψυχαγωγία. Αν οι μεγαλουπόλεις παλιότερων ετών έχουν να επιδείξουν μνημεία και πανέμορφη αρχιτεκτονική, αυτό που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα αστικά κέντρα είναι το πόσο «έξυπνα» και τεχνολογικά προηγμένα είναι. Οικοδόμοι των πόλεων του 21ου αιώνα αποτελούν οι παγκόσμιοι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως η Google, η Huawei, η Microsoft και η Apple. Οι πόλεις του μέλλοντος χρησιμοποιούν μεγάλα δεδομένα και τεχνητή νοημοσύνη που τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται σε πραγματικό χρόνο στον εντοπισμό του εγκλήματος και των ατυχημάτων, στην ρύθμιση της κυκλοφορίας, στον έλεγχο των επιπέδων ρύπανσης κτλ. Η πιο έξυπνη πόλη της Ευρώπης, το Σανταντέρ είναι εξοπλισμένη με 200.000 αισθητήρες που παρακολουθούν τις δραστηριότητες της αστικής κοινότητας.

Όσα πλεονεκτήματα και να έχει προσφέρει η αστικοποίηση, η μαζική συνάθροιση ανθρώπων έχει δημιουργήσει και ορισμένα προβλήματα, ειδικά στο φυσικό περιβάλλον. Η απάντηση των πόλεων έρχεται με την υιοθέτηση “πράσινων” πρακτικών και με την αναδιαμόρφωση του αστικού τοπίου σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Πλέον, το Μεξικό έχει δημιουργήσει πάνω από 21 στρέμματα κήπων σε ταράτσες. Ακόμη και η πυκνοκατοικημένη Σιγκαπούρη έχει καταφέρει να δημιουργήσει χώρους πρασίνου 1.600 στρεμμάτων ψηλά στον ουρανό, σε τοίχους, δώματα και μπαλκόνια. Η Σεούλ μετέτρεψε έναν τεράστιο και πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο σε έναν πεζοδρομημένο και ανυψωμένο κήπο, μήκους ενός χιλιομέτρου με 24.000 φυτά και δέντρα. Παράλληλα, πόλεις όπως το Σαν Ντιέγκο και η Φρανκφούρτη θα έχουν καταφέρει, σε μερικά χρόνια, να καλύπτουν το 100% της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Οι πόλεις λοιπόν είναι ευπροσάρμοστα συστήματα, τα οποία έχουν μάθει να επιβιώνουν και να εξελίσσονται. Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή για την ανθρωπότητα. Αναμφισβήτητα, το παρελθόν και το μέλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η μελέτη των πόλεων μπορεί να βοηθήσει σε τεράστιο βαθμό να αποφύγουμε τα λάθη που έγιναν κατά την αστικοποίηση των πιο ώριμων πόλεων.

Η ιστορία των πόλεων και οι συναρπαστικές πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από τη μελέτη της αστικοποίησης δεν τελειώνουν. Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να κάνει μία αρχή, καλό θα ήταν να ξεκινήσει από το Metropolis του Ben Wilson. Σε κάτι λίγο παραπάνω από 500 σελίδες, ο Wilson καταφέρνει να χωρέσει, με ευφυέστατο τρόπο, την ιστορία ορισμένων από τις σημαντικότερες πόλεις της ανθρωπότητας. Αναδεικνύει και αναλύει τα γεγονότα που σημάδεψαν την αστική ζωή με γλαφυρό τρόπο και ενίοτε με χιούμορ. Παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες, ζωντανή περιγραφή γεγονότων και ανέκδοτων ιστοριών, ο συγγραφέας καταφέρνει μία υπέροχη περιήγηση που φέρνει στο προσκήνιο τα επιτεύγματα της αστικοποίησης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας:

«Η ιστορία είναι ένας ζωτικός τρόπος να ανοίξουμε τα μάτια μας σε ολόκληρο το φάσμα της αστικής εμπειρίας» – Ben Wilson

Το βιβλία του Ben Wilson, Metropolis, κυκλοφορεί αποκλειστικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα.