Ο σπουδαίος Ένιο Μορικόνε δεν είναι πια κοντά μας. Ο ιταλός συνθέτης, ενορχηστρωτής, μαέστρος και τρομπετίστας έφυγε σήμερα από τη ζωή στα 92 του, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο έργο.

Έγραψε την μουσική για περίπου 400 ταινίες, αλλά συνέδεσε κυρίως το όνομά του με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, με τον οποίο συνεργάστηκε στα σπαγγέτι γουέστερν, με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ την περίοδο του 60, αλλά και στην ταινία «Κάποτε στην Αμερική»

Χρησιμοποίησε αντισυμβατικά μουσικά όργανα όπως εβραϊκή άρπα, τρομπέτες μαριάτσι, αγγλικό κόρνο και οκαρίνα (ένα πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με φλογέρα αλλά έχει σχήμα αβγού). Η μουσική του συνοδευόταν από φυσικούς ήχους, όπως σφυρίγματα, ήχους από χτύπημα μαστιγίου, κρότος όπλου και ήχοι εμπνευσμένοι από άγρια ζώα, περιλαμβανομένων των κογιότ.

Ο Μορικόνε έχει συνθέσει πάνω από 100 κλασικά κομμάτια και μεταξύ 1960-1970 έντυσε με τη μουσική του πολλές ταινίες του κινηματογράφου, από κωμωδίες μέχρι δράμα και θρίλερ.

Αρκετές από τις συνθέσεις του, όπως αναφέρει η Wikipedia, γνώρισαν εμπορική επιτυχία, όπως το «The Ecstasy of Gold», το μουσικό θέμα της ταινίας «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», το «A Man with Harmonica», το «Here’s to You», το οποίο ερμηνεύθηκε από την Τζόαν Μπαέζ και το Chi Mai.

Ο Μορικόνε έγραψε επίσης και το επίσημο τραγούδι για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 1978.

Συνέθεσε μουσική για αρκετές ταινίες που κέρδισαν Όσκαρ, όπως τα «Days of Heaven», «The Mission», «Οι Αδιάφθοροι», «Cinema Paradiso» και «Bugsy».

Στον 21ο αιώνα η μουσική του Μορικόνε ξαναχρησιμοποιήθηκε στην τηλεόραση και σε ταινίες όπως αυτές του Κουέντιν Ταραντίνο: Kill Bill (2003), Death Proof (2007), Άδωξοι Μπάσταρδη (2009) και Django: Ο Τιμωρός (2012).

Το 2007 ο Μορικόνε παρέλαβε το τιμητικό Όσκαρ «για την μαγευτική και πολυπρόσωπη συνεισφορά του στην τέχνη της μουσικής για ταινίες». Είχε προταθεί για άλλα πέντε Όσκαρ την περίοδο 1979-2001.

Επίσης παρέλαβε και το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής το 2016 για τη μουσική της ταινίας Μισητοί 8 του Κουέντιν Ταραντίνο.

Αρχικά είχε αρνηθεί να υπογράψει την μουσική επένδυση της ταινίας του Ταραντίνο, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και απαίτησε από τον Ταραντίνο να του επιτρέψει την «απόλυτη ρήξη με το ύφος (της μουσικής) για ταινίες γουέστερν που έγραφα πριν από 50 χρόνια».

Ο Μορικόνε έχει κερδίσει τρία βραβεία Γκράμι, τρεις Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA, δύο Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ένα τιμητικό Χρυσό Λέοντα και ένα Πολικό Μουσικό Βραβείο.

 

 

 

Μια άλλη κλασική ταινία που δεν ήταν γουέστερν, αλλά είχε σκηνοθετήσει ο Λεόνε, ήταν το «Κάποτε στην Αμερική» του 1984, το οποίο αφηγείτο την ιστορία φτωχών εβραιόπουλων της Νέας Υόρκης, που μεγαλώνοντας έγιναν μαφιόζοι στην εποχή της Ποταπαγόρευσης.

 

Ένα από τα πιο εμβληματικά του σάουντρακ ήταν για την ταινία του 1986 «Η Αποστολή» του Ρόλαντ Τζόφι, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα.

Για να ντύσει μουσικά την ταινία που αναφερόταν στις αποστολές των Ιησουιτών στη Νότια Αμερική τον 18ο αιώνα, ο Μορικόνε χρησιμοποίησε χορικά από λειτουργίες ευρωπαϊκού τύπου και τύμπανα ιθαγενών για να επικοινωνήσει την μέθεξη του νέου με τον παλιό κόσμο.

Ταλέντο από μικρός

Γεννημένος το 1928 στην Ρώμη, όταν την Ιταλία κυβερνούσε ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, ο Μορικόνε έμαθε μουσική από τον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα σε μικρές ορχήστρες.

Ξεκίνησε να συνθέτει από έξι χρονών. Στα δέκα του γράφτηκε στο Ωδείο της Ρώμης για να μελετήσει τρομπέτα, χορωδιακή μουσική και σύνθεση και αργότερα επιλέχτηκε για να συμμετάσχει στην έγκριτη Ακαδημία της Σάντα Σετσίλια.

Άρχισε την καριέρα του γράφοντας μουσική για το θέατρο και για ραδιοφωνικές εκπομπές και αργότερα έγινε ενορχηστρωτής σε στούντιο ηχογράφησης για δισκογραφικές εταιρείες και συνεργάστηκε με ορισμένους από τους πιο γνωστούς αστέρες της ιταλικής ποπ της περιόδου 50 -60.

Έγραψε μουσική για λογαριασμό άλλων συνθετών για πολλές ταινίες προτού υπογράψει με το δικό το όνομα την επένδυση της ταινίας του Λουτσιάνο Σάλτσε “Ο φασίστας”, το 1961.

Η επιτυχία του με τον Λεόνε, με τον οποίο υπήρξαν συμμαθητές, τον έκανε έναν από τους πιο περιζήτητους συνθέτες στον κινηματογράφο με σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο να του χτυπούν την πόρτα: Τζον Χιούστον, Τζον Μπούρμαν, Τέρενς Μάλικ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Μπάρι Λέβινσον, Γουόρεν Μπίτι, Όλιβερ Στόουν, Ρομάν Πολάνσκι και Φράνκο Τζεφιρέλι.

Ο ίδιος είχε πει ότι είχε μετανιώσει που δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

«Με είχε καλέσει για να γράψω μουσική για το Κουρδιστό Πορτοκάλι και είχα δεχτεί. Δεν ήθελε να έρθει στην Ρώμη γιατί δεν του άρεσαν τα αεροπλάνα. Και μετά τηλεφώνησε στον Σέρτζιο (Λεόνε), ο οποίος τού είπε ότι ήμουν απασχολημένος συνεργαζόμενος με εκείνον. Δεν με ξαναπήρε ποτέ» είχε πει κάποτε ο Μορικόνε.

Ήταν ένας από τους λίγους Ιταλούς που έγινε θρύλος του Χόλιγουντ χωρίς να ζει εκεί. Όπως είχε ο ίδιος εκμυστηρευτεί, ένα στούντιο τού είχε κάποτε προσφέρει μια πολυτελή έπαυλη στην Καλιφόρνια, αλλά εκείνος είχε απορρίψει την πρόταση.

«Όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, όπως και πολλοί σκηνοθέτες που με αγαπούν και εκτιμούν την δουλειά μου. Η Ρώμη είναι το σπίτι μου» έλεγε.

Ο Μορικόνε παντρεύτηκε το 1956 την Μαρία Τράβια. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τρεις γιους και μια κόρη.