Ενημερωτικό σημείωμα για το ρόλο της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821 εξέδωσε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος για την ενημέρωση των Ορθοδόξων Ελλήνων

«Είναι υποχρέωση, αλλά καί δικαίωμα της Έκκλησίας της Έλλάδος νά ενημερώνει τό ποίμνιο Της γιά ορισμένα σοβαρά ζητήματα·πνευματικά, κοινωνικά, εθνικά, εκπαιδευτικά. Ό λαός μας δέν πρέπει νά παραπληροφορείται ή νά πέφτει θύμα ιδεολογικών προπαγανδών καί μονομερών θεωρήσεων τής Ίστορίας μας, στην οποία ή προσφορά τής Έκκλησίας υπήρξε σημαντική.

Γι αυτό καί ή Ιερά Σύνοδος τής Έκκλησίας τής Έλλάδος εκφράζει τήν έντονη ανησυχία Της γιά τήν επιχειρούμενη προσπάθεια διαστρεβλώσεως τής Νεοελληνικής Ίστορίας μέ διάφορους τρόπους.Στήν εποχή μας παρουσιάζεται ένα κίνημα μοντέρνου αθεϊσμού, τό όποίο διαστρέφει τά γεγονότα καί επιχειρεί νά σβήσει τόν ιστορικό ρόλο τήδ Έκκλησίας καί νά αμφισβητήσει τήν ελληνορθόδοξη ταυτότητα του λαού μας. Ειδικότερα, εμφανίζεται μιά προσπάθεια καταγραφής καί άποτυπώσεως μιάς άλλης «ίστορίας», σχετικά μέ τήν Επανάσταση του 1821. Μιάς ίστορίας διαφορετικής ώς πρός τά γενεσιουργά αίτια καί αλλότριων προσεγγίσεων ώς πρός τά πρόσωπα καί τούς πρωταγωνιστές τής έποχής. Μιά άλλη καταγραφή, ή οποία επιδιώκει τήν επικοινωνιακή της επιτυχία μέσα άπό τήν προβολή μιάς ίδεολογικής έρμηνείας τών γεγονότων καί τών προσώπων, διατυπώνοντας μιά άλλου εϊδους προοπτική καί προσεγγίζονται μονόπλευρα τά γεγονότα «Ολα αυτά τά τεχνάσματα δέν είναι Ιστορία, γιατί Ιστορία είναι αυτό πού προέρχεται, καταγράφεται καί διασώζεται μέσα αλλά καί διαμέσου τής διαχρονικής συνειδήσεως του «Εθνους. θεωρούμε, λοιπόν, χρήσιμο νά υπενθυμίσουμε όρισμένες άλήθειες γιά τήν Τουρκοκρατία, τήν Επανάσταση του 1821 καί τήν Ελληνορθόδοξη Ταυτότητα τοΰ Γένους.

Ή Άλωση ήταν ένα γεγονός πού καταλύπησε ολόκληρο τόν Ελληνισμό καί τήν Οικουμένη πέρα ώς πέρα. Οί θρήνοι πού γράφτηκαν καί τραγουδήθηκαν τότε είναι χαρακτηριστικοί. Ή παρακαταθήκη πέρασε στον μεταβυζαντινό Ελληνισμό, πού κράτησε μέ επίγνωση τήν παράδοση τοϋ «Εθνους. Την ίδια άκριβώς ώρα ή καρδιά του έπαλλε τραυματισμένη στον αυτό ρυθμό. Στήν Κύπρο ό ποιητής βάζει στό στόμα τοϋ τελευταίου βασιλιά τούτα τά λόγια, πού σημαίνουν τήν ανάγκη νά μήν κοπεί τό νήμα τής έλληνορθόδοξης παράδοσης τοϋ λαοΰ μας.

«…κόψετε τό κεφάλι μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι έπάρετέ το. Κρητικοί, βαστάτε το στήν Κρήτη, νά τό ίδούν οί Κρητικοί νά καρδιοπονέσουν…».

(Άνακάλημα τής Κωνσταντινούπολις)

Ύπό τό καθεστώς τής Βενετοκρατίας, ή Κρήτη κατόρθωσε νά συνεχίσει τή βυζαντινή παράδοση στην τέχνη, τά Γράμματα, τό θέατρο,τις φιλολογικές σπουδές. Σιγά σιγά ή ελληνική παιδεία, με τή φροντίδα τής Έκκλησίας, άρχισε νά βελτιώνεται. Μέ απόφαση τής τοπικής συνόδου, πού πραγματοποιήθηκε στίς 12 Φεβρουαρίου 1593 στό Βλάχ – Σεράι τής Κωνσταντινούπολης, ή Εκκλησία ανέλαβε την παιδεία του Γένους, γεγονός πού οί ιστορικοί του νέου Ελληνισμού (Βακαλόπουλος κλπ.) θεωρούν «ορόσημο» γιά την ελληνική παιδεία. Στόν 7ο κανόνα τής Συνόδου αύτής πού συγκροτήθηκε μέ τήν προεδρία του Πατριάρχη Ιερεμία Β’ του Τρανού, αναφέρεται «’Ώρισεν ή Αγία Σύνοδος, έκαστον έπίσκοπον έν τη έαυτοϋ παροικία, φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιείν ώστε τά θεία καί τά ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δέ κατά δύναμιν τοίς έθέλουσι διδάσκειν καί τοις μαθείν προαιρουμένοις, εάν τών επιτηδείων χρείαν έχωσιν».

Αυτό δέν υλοποιήθηκε παντού καί άμέσως. Έντούτοις καί πέρα άπό τήν Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκαν νέα σχολεία, γιατί ή παιδευτική στάθμη είχε προηγουμένως σημειώσει πτώση. «Ετσι στά τέλη του 16ου αιώνα σημειώνεται στή Μακεδονία, τήν Ήπειρο, τόν Μοριά καί τά νησιά του Αιγαίου αξιόλογη ανάπτυξη εκπαιδευτικών κέντρων. Οί μοναστικές κοινότητες του Αγίου Όρους καί τών Μετεώρων, καί γενικά τά μοναστήρια, απέβησαν πνευματικές έστίες, όπου γνώρισε ακμή ή αγιογραφία, λειτούργησαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, φανερά καί «κρυφά σχολειά», όπου οί συνθήκες δέν ήταν πρόσφορες, καί πλήθος κοινωφελών ιδρυμάτων. Ό Καθηγητής Ν. Γ. Σβορώνος στό έργο του «Επισκόπηση τής Νεοελληνικής Ίστορίας» παρατηρεί:

«Ή Εκκλησία, όταν πέρασε τό πρώτο χτύπημα της κατάκτησης, θά συνεχίσει τό έργο τής άνασυγκρότησης τής πνευματικής ζωής τών Ελλήνων. Σ’ όλη τήν περίοδο άπό τόν 15ο-17ο αιώνα. υπήρξε ή κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Έπικεφαλής τής έθνικής άντίστασης σέ όλες τίς μορφές της, εργαζόμενη γιά τό σταμάτημα τών εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τίς έξεγέρσεις, ακόμη καί διευθύνοντάς τες (έχει δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, πού είναι σύγχρονα καί ήρωες τής χριστιανικής πίστης καί τής έθνικής άντίστασης), ρυθμίζει έπίσης τήν πνευματική ζωή».

«Οπου δέν υπήρχε συγκροτημένο σχολείο, όταν επιθυμούσε κάποιος νά μορφώσει τό παιδί του, τό έστελνε κοντά σ’ ένα παπά ή μοναχό, γιά νά διδαχθεί τό αλφαβητάρι καί τά πρώτα γράμματα (αυτά πού αποκαλούσαν περιφρονητικά οί λόγιοι «κολλυβογράμματα», αλλά παρείχαν τίς πρώτες βάσεις γιά τήν ανάγνωση και τή γραφή).

Τά μικροκινήματα πού προηγήθηκαν

Εύστοχα ό άείμνηστος Καθηγητής – Άκαδημαϊκός Ί. Ν. Θεοδωρακόπουλος έχει παρατηρήσει ότι τήν επομένη κιόλας τής Άλωσης, ή αντίσταση τών Ελλήνων έγινε πνευματική, γιά νά εξελιχθεί καί πάλι σέ ένοπλη καί νά λάβει τό Εικοσιένα τή μορφή του μεγάλου Σηκωμού. ‘Ως τότε σημειώθηκαν πολλά μικροκινήματα. «Ηδη στόν 16ο αιώνα (1585) πραγματοποιήθηκε εξέγερση τών αρματολών τής Βόνιτσας Θεόδωρου Γρίβα καί τής Ηπείρου Πουλιού Δράκου καί Μαλάμου, πού ξεσηκώθηκαν κατά τών Τούρκων, οί όποιοι όμως κατέστειλαν τήν εξέγερση τους. Έπικεφαλής τών κινημάτων αυτών ήταν συνήθως κληρικοί καί επίσκοποι.

Στόν 17ο αί. (1611) έγινε στά Γιάννενα ξεσηκωμός αγροτών, πού υποκινήθηκε άπό έναν επίσκοπο τής Έκκλησίας, τόν πρώην Λαρίσης Διονύσιο τόν Φιλόσοφο, πού προηγούμενο επαναστατικό εγχείρημα του κατά τών Τούρκων (1600) του στοίχισε τόν θρόνο. Ή εξέγερση τή φορά αυτή (Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 1611) απείλησε τά Γιάννενα, γεγονός πού εξόργισε τούς Τούρκους. Συνέλαβαν τόν Διονύσιο σέ ένα σπήλαιο, όπου είχε καταφύγει, καί τόν έγδαραν ζωντανό. Παραγέμισαν τό δέρμα του μέ άχυρα καί τόν διαπόμπευσαν ντυμένο μέ τά αρχιερατικά του άμφια στην πόλη, γιά νά τό στείλουν μετά στην Υψηλή Πύλη μαζί μέ 85 κεφάλια άλλων επαναστατών. Στήν εκδικητική τους μανία κατέστρεψαν τή μονή του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, πού ήταν ή μετάνοια καί τό ορμητήριο του Διονυσίου.

Ή προσδοκία τών υπόδουλων Ελλήνων νά απελευθερωθούν, δέν τούς εγκατέλειψε ποτέ. Τά βλέμματα τους στρέφονταν πρός τήν ομόδοξη Ρωσία, τό «ξανθόν γένος», γιά τό όποιο μιλούσαν οί λαϊκές προφητείες, όπως ή αποδιδόμενη στόν Άγαθάγγελο, περιμένοντας βοήθεια. Στό Μοριά ό μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Άνανίας Λαμπάρδης άπό τή Δημητσάνα ηγήθηκε επαναστατικού κινήματος, πού απέβλεπε στήν αποτίναξη του τουρκικού ζυγού άπό τήν Πελοπόννησο. «Αλλοι άρχιερείς, όπως ό Π. Πατρών, ό Κορίνθου καί ό Κερνίτσης συνεργάσθηκαν μαζί του. Προδόθηκαν όμως στούς Τούρκους, οί όποιοι τό 1764 ή 1767 συνέλαβαν τόν επίσκοπο Άνανία καί τόν αποκεφάλισαν.

Άγιορείτης μοναχός, κουρά τής μονής Φιλόθεου, ό θρυλικός Πατροκοσμάς ό Αίτωλός (1714-1779), ό «άγιος τών σκλάβων», άφού πήρε τήν ευχή του Πατριάρχη, όργωσε κυριολεκτικά τήν Ελλάδα άπό τή μιά άκρη ώς τήν άλλη, ξυπνώντας συνειδήσεις καί φωτίζοντας τούς «Ελληνες καί διακινούμενος μέ καταπληκτική ταχύτητα ανάμεσα σέ πεδιάδες καί βουνά. Δέν έβρισκε ξεκούραση ούτε τό μεσημέρι μέ τόν καυτό ήλιο, έξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο γιά τήν επιτέλεση του σπουδαίου έθνεγερτικού καί παιδευτικού έργου του. Ό φλογερός έκείνος λαϊκός διδάχος, πού ακριβοδίκαια ονομάστηκε «Έθναπόστολος», πλήρωσε μέ μαρτυρικό τέλος τήν άνυπολόγιστης άξίας καί σημασίας προσφορά του στό ελληνορθόδοξο Γένος του.

Τό 1770, στά γνωστά Όρλωφικά, καί πάλι κληρικός, ό έπίσκοπος Μαυροβουνίου, μέ τόν Σταυρό στό χέρι πήγαινε άπό χωριό σέ χωριό καλώντας όλους σέ «ιερό πόλεμο» κατά τών κατακτητών. Στούς άδελφούς Όρλώφ πού ήλθαν άπό τή Ρωσία συμπαραστάθηκαν όλοι οί τοπικοί επίσκοποι, όπως ό Πατρών Παρθένιος, πού επιτέθηκε κατά τών Καλαβρύτων, ό Κορίνθου Μακάριος πού κατέλαβε τόν Ισθμό, ό Κορώνης, ό Μεθώνης, τής Καλαμάτας.

Μέ τό αίμα του πρωτομάρτυρα τής έλληνικής έλευθερίας άγιου Γρηγορίου του Ε’, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, βάφτηκε στίς 10 Απριλίου 1821 ή πανεθνική εξέγερση του Γένους. Όπως γράφει ό Μακρυγιάννης στά «Απομνημονεύματα» του, ό Γρηγόριος ήταν έκείνος πού στήριξε τό έργο τής Φιλικής Έταιρείας καί τήν περιέσωσε άπό διάλυση. Ξένος διπλωμάτης, ό Όλλανδός έπιτετραμμένος στήν Πόλη Γκάσπαρντ Τέστα σέ έκθεση του πρός τό Υπουργείο τών Εξωτερικών τής χώρας του, πού έφερε στό φώς ό άείμνηστος Καθηγητής Γεώργιος Θ. Ζώρας, έγραφε· «Ό άρχηγός ούτος τής Έκκλησίας, ονόματι Γρηγόριος, είχεν έξελεγχθή ώς συνένοχος καί κύριος ύποκινητής τής συνωμοσίας τών Ελλήνων. Πιστοποιηθείσης τής συμμετοχής του διά σαφών αποδείξεων καί εγγράφων ό σουλτάνος του επέβαλε τήν ποινήν τήν οποίαν επέσυρε τό κακούργημα του».

Δραστήριο μέλος τής Φιλικής Έταιρείας, μεταξύ άλλων κληρικών, ήταν ό Πατριάρχης Άλεξανδρείας Θεόφιλος ό Παγκώστας άπό τήν Πάτμο. Στίς 29 Απριλίου 1821 οί κάτοικοι τής Σύμης έστειλαν στόν Δωδεκανήσιο ιεράρχη τόν Νικήτα Χατζηϊωάννου ζητώντας όδηγίες γιά τόν Αγώνα. Ιδού ή απάντηση του έθνεγέρτη Πατριάρχη-

«Κάτοικοι τών νήσων, όσοι μένετε ακόμη ύπό τόν τουρκικόν ζυγόν, έγέρθητε, λάβετε τά όπλα υπέρ τής κοινής έλευθερίας, οί έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά καί ένωθήτε μέ τόν έλληνικόν στόλον συγκροτούμενον άπό τάς ναυτικάς δυνάμείς τών Ύδριωτών καί Σπετζιωτών καί Ψαριανών, καί υποσχόμενοι έλευθερίαν όλου τοΰ Αιγαίου πελάγους».

Ή πίστη τών Αγωνιστών ίου 1821

Ό Άγώνας δέν έγινε μόνο γιά τήν πατρίδα, αλλά καί γιά τή θρησκεία. Στήν Προκήρυξη του ό Γεωργάκης Όλύμπιος τόνιζε· «Έμπρός αδέλφια. «Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα τό θάνατο στά μάτια. Ζήτω ή θρησκεία καί ή ελευθερία τής Έλλάδος. Θάνατος στούς βαρβάρους». Τά μοναστήρια τροφοδοτούσαν τούς άρματολούς καί παρείχαν καταφύγιο στούς διωκόμενους. Συχνά γίνονταν έστίες άντίστασης (μονή Σέκου, μονή Αρκαδίου κ.λπ.). Ό στρατηγός Μακρυγιάννης μέ τόν αυθεντικό λόγο του έχει γράψει-«…αυτά τά μοναστήρια ήταν τά πρώτα προπύργια τής έπανάστασής μας. «Οτι έκεί ήταν καί οί τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθήκες) μας καί όλα τ’ αναγκαία του πολέμου- ότ’ ήταν παράμερον καί μυστήριον άπό τούς Τούρκους».

Οί απλοί κληρικοί συγκρότησαν στίς ένορίες τους ένοπλα σώματα, τέθηκαν έπικεφαλής τους καί έλαβαν ενεργό μέρος στήν εξέγερση. «Αλλοι άπό αύτούς άφησαν τήν τελευταία τους πνοή στό πεδίο τής τιμής καί άλλοι μαρτύρησαν στά χέρια τών Τούρκων. Κι όσοι επιβίωσαν πένονταν έχοντας δώσει όλη τήν περιουσία τους στήν Επανάσταση. Στό Αρχείο Αγωνιστών τής Έθνικής Βιβλιοθήκης σώζονται πολλά έργα πού μαρτυρούν τή συμβολή του Ορθόδοξου κλήρου καί μοναχισμού στό Εικοσιένα καί υπογράφονται άπό κορυφαίους καί άλλους όπλαρχηγούς. Σέ 14 αριθμεί ό Μητροπολίτης πρώην Λήμνου Βασίλειος Γ. «Ατέσης τούς έθνομάρτυρες άρχιερείς τής Έκκλησίας τής Έλλάδος άπό τό 1821-1869.

Καί ποιός μπορεί νά λησμονήσει τά πρωτοπαλίκαρα τής λευτεριάς μας, τόν Αθανάσιο Διάκο (Αλαμάνα), τόν Γρηγόριο Δικαίο – Παπαφλέσσα (Μανιάκι), τόν καλόγερο Σαμουήλ (Κούγκι). Καί ακόμη πλήθος ιερωμένων πού έδρασαν στόν Ιερό Αγώνα του «Εθνους μας, όπως ό Βρεσθένης θεοδώρητος, ό «Αρτης Πορφύριος, ό Αθηνών θεόφιλος, ό ‘Έλους «Ανθιμος, ό Σαλώνων Ήσαΐας, ό Ρωγών Ιωσήφ κ.ά., οί όποιοι έλαβαν μέρος στίς διάφορες φάσεις τής Έπανάστασής. Τούς όπλαρχηγούς τής Άχαΐας όρκισε ό Παλαιών Πατρών Γερμανός. Στήν πρώτη ομάδα εθνομαρτύρων αρχιερέων ανήκουν ό πρώην Κωνσταντίνουπόλεως Κύριλλος, ό Δέρκων Γρηγόριος, ό Αγχιάλου Εύγένιος, ό Άρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός οι επίσκοποι Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας. Συνήθως οι Τούρκοι τούς αποκεφάλιζαν ή τους κρεμούσαν.

Ή ευόδωση τής Έθνεγερσίας τού 1821 είναι πραγματικό θαύμα. Τό συμπέρασμα πού βγαίνει άπό όλε τις ίστορικές πηγές, απομνημονεύματα, έπιστολές, έγγραφα, περιηγητικά κείμενα και άλλες γραπτές μαρτυρίες τής έποχής έκείνης είναι ότι οι παράτολμοι άγωνιστές, πού ανέλαβαν τό μεγάλο εγχείρημα, είχαν πλήρως διαμορφωμένη ελληνορθόδοξη συνείδηση, ακλόνητη πίστη, πολέμησαν στό όνομα του αγίου Τριαδικού θεού, στον οποίο καί βάσιζαν τίς έλπίδες τους καί άπό τόν όποίο αντλούσαν τή βεβαιότητα γιά τή νίκη. Ζούσαν όλοι ευχαριστιακή ζωή. Ό Μακρυγιάννης γράφει σέ άλλο σημείο τών «Απομνημονευμάτων» του· «Τοΰ λέγω·Κόπιασε ή γενναιότη σου καί σ’ αύτήνε τήν μπατάγια τήν σημερινή θά γένει ό θεός άρχηγός καί μέ τήν δύναμη του θά λυπηθεί έμάς καί τήν πατρίδα μας… Τί θά κάνεις, μού λέγει, σέ τόσο πλήθος Τούρκων; Είναι ό θεός του λέγω, καί κάνει ό ίδιος!».

Στούς περιηγητές τής περιόδου κάνουν εντύπωση οι μεγάλες περίοδοι νηστειών πού τηρούν οί «Ελληνες. Κάποιος άπό αύτούς σημειώνει ότι μόλις τελειώνει ή μία, αρχίζει ή άλλη. Στά «Απομνημονεύματα» του ό ήρωικός Γέρος τού Μοριά, ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημειώνει· «… «Εκατσα έως πού έσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους, όπέ έκατέβηκα κάτου· ήταν μιά εκκλησιά είδ τόν δρόμον (ή Παναγιά είδ τό Χρυσοβίτζι) καί τό καθησιό μου ήτον όπου έκλαιγα τήν Έλλάδα Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φοράν τούς Έλληνας νά εμψυχωθούν- καί επήρα ένα δρόμο κατά τήν Πιάνα…». Παρακάτω ό ίδιος γράφει· «23 ώρες έβάσταξε ό πόλεμος. Έκείνην τήν ήμερα ήτον Παρασκευή, καί έβγαλα λόγον ότι πρέπει νά νηστεύωμε όλοι διά δοξολογίαν έκείνης τή ήμέρας, καί νά δοξάζεται αίώνας αιώνων ώς ου στέκει τό έθνος, διατί ήτον ή ελευθερία τής πατρίδος…».

Αυτοί οί άνδρες μάς χάρισαν τήν λευτεριά μας, πού δέν έκαναν όρθολογιστικές σκέψείς, αλλά μέ τή βαθιά πίστη τους είχαν τήν προστασία του θεού. Όπως ό λιονταρόψυχος Καραϊσκάκης πού κατέφυγε στή βοήθεια τών Αγίων, σάν τότε πού βρέθηκε στό μοναστήρι τοΰ Αγίου Σεραφείμ, πάνω άπό τή Λιβαδιά, κι έπεσε στά πόδια μαζί μέ τούδ άντρες του καί τοΰ έταζε· «Βοήθησε μας, «Αγιε Σεραφείμ, νά διώξουμε τόν Κιούταγα άπό τήν Αθήνα, νά γλιτώσουμε τούς κλεισμένους Χριστιανούς καί νά κάνουμε τούς Τούρκους δεύτερη Άράχωβα, καί νά σοΰ φέρω χρυσό καντήλι στον τάφο σου καί λαμπάδες εκατό ίσα μέ τό κορμί μου καί νά στολίσω σάν παλάτι τό μοναστήρι σου…».

Στό όνομα τοΰ Τιμίου Σταυροΰ επιχειρούσε κάθε εξόρμηση του ό γενναΐος ναυμάχος τής Ύδρας Άνδρέας Μιαούλης. Στόν «»Αρη» του είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο ξύλινο Σταυρό, όπου έβαλε νά χαράξουν κάθετα «Σταυροΰ τύπος, έχθροίς τρόμος» καί οριζόντια·«Σταυρός πιστών στήριγμα».

«Ετσι, όταν τό «Εθνος απελευθερώθηκε καί συντάχθηκαν τά Συντάγματά του, άρχιζαν όλα, όπως άλλωστε καί τό σημερινό, μέ επίκληση τής Άγίας καί Αδιαιρέτου καί Όμοουσίου Τριάδος. Αυτή υπήρξε καί είναι ή πίστη καί ή δύναμη τοϋ ελληνικού λαού, ή Όρθοδοξία κιβωτός τής σωτηρίας του καί σώτειρα τοΰ Γένους πανθομολογούμενη, συστατικό σπουδαίο τής συνείδησης καί τής ταυτότητάς τους. Όπως έγραφε ό άείμνηστος Φώτης Κόντογλου· «Σ’ αυτό τόν τόπο Όρθοδοξία καί Ελλάδα πάνε μαζί».

Ή Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Έκκλησίας τής Έλλάδος»