Στα 29 της χρόνια είδε το όνομά της να περιλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή λίστα του περιοδικού Forbes με τους 30 νέους κάτω των 30 ετών, επιτυχημένους σε διάφορους κλάδους, όπως οι τέχνες, ο πολιτισμός η τεχνολογία και η υγεία, μαζί με άλλους τρεις Έλληνες. Η Κωνσταντίνα Θεοφανοπούλου ασχολείται με τη βιοπληροφορική, τη Νευροβιολογία της γλώσσας και την Εξελικτική Γενετική ενώ παράλληλα δίνει τον δικό της αγώνα για την υποστήριξη των γυναικών και των υποεκπροσωπούμενων μειονοτήτων στην επιστήμη.

Γράφει η Σταυρούλα Πεταλιού

Αυτή τη στιγμή η 29χρονη Κωνσταντίνα πραγματοποιεί μεταδιδακτορική έρευνα στο Rockefeller University ενώ στο μέλλον σκέφτεται να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα και να δημιουργήσει τη δική της ερευνητική ομάδα.

– Πώς αποφάσισε να ασχοληθείς με τις έρευνες βιοπληροφορικής;

Η κατάληξή μου στον τομέα της βιοπληροφορικής ήρθε μετά από μια πορεία αρκετά δαιδαλώδη. Ήταν μια αναγκαία κατάληξη, παρά μια συνειδητή απόφαση.

Η πορεία μου ξεκίνησε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σπούδασα Φιλολογία, με κατεύθυνση Γλωσσολογία. Εκεί συνειδητοποίησα ότι το ερώτημα που πραγματικά με ενδιαφέρει να μελετήσω ήταν αυτό της εξέλιξης της γλώσσας ή, αλλιώς, της φωνητικής επικοινωνίας· αν, με άλλα λόγια, υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ του δικού μας συστήματος επικοινωνίας και αυτού άλλων ζώων, όπως των πτηνών. Κατάφερα να εντρυφήσω σε θέματα Νευρολογίας της γλώσσας κατά τη διάρκεια του Εράσμους μου στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης. Έπειτα, έκανα το Μάστερ μου πάνω στη Νευροεπιστήμη της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, όπου συνέχισα ξεκινώντας το διδακτορικό μου πάνω στον ρόλο της ωκυτοκίνης στη φωνητική παραγωγή του ανθρώπινου λόγου και του κελαηδήματος των πτηνών. Στην ουσία έκανα το διδακτορικό μου μεταξύ τριών πανεπιστημίων: University of Barcelona, Duke University και Rockefeller University.

Κατά τη διάρκεια του διδακτορικού μου, συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ δύσκολο να μελετήσω το αντίστοιχο γονίδιο της ωκυτοκίνης στα πτηνά, λόγω του ότι, φαινομενικά, δεν «είχαν» το αντίστοιχο γονίδιο, αλλά ένα άλλο παρόμοιο, επονομαζόμενο «μεσοτοκίνη». Μετά από μελέτη, κατάλαβα ότι στην ουσία τα δύο αυτά γονίδια, που έχουν διαφορετικό όνομα στα θηλαστικά (ωκυτοκίνη) και στα πτηνά (μεσοτοκίνη) είναι στην ουσία το ίδιο γονίδιο, το οποίο λανθασμένα είχε ονομαστεί διαφορετικά στο παρελθόν. Αυτό μας ώθησε να μελετήσουμε την εξέλιξη των γονιδίων της οικογένειας της ωκυτοκίνης σε γονιδιώματα πολλών ειδών, ώστε να λύσουμε τα ζητήματα ονοματολογίας.

Ξεκινώντας από αυτό το φαινομενικά μικρό πρόβλημα, εν τέλει καταλάβαμε ότι η τρέχουσα ονοματολογία των γονιδίων πάσχει από πολλά προβλήματα, που πρέπει να λυθούν άμεσα, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά οι επιστήμονες. Αυτό έφερε τη βιοπληροφορική στην έρευνά μου, η οποία είναι απαραίτητη για τη μελέτη αυτών των ερωτημάτων με εργαλεία πιο «αυτόματα». Άρα, δουλεύω πλέον πάνω σε 2 προγράμματα: στη νευροβιολογία της γλώσσας και στη γενομική, όπου χρησιμοποιώ τη βιοπληροφορική, με στόχο μια παγκόσμια κοινή ονομασία των γονιδίων.

– Ασχολείσαι με τη Νευροβιολογία της γλώσσας και την Εξελικτική Γενετική. Πού στοχεύει η έρευνά σου;

Η Νευροβιολογία της γλώσσας αφορά τη μελέτη της εγκεφαλικής και γενετικής βάσης της γλώσσας, τόσο από τη σκοπιά της ανάπτυξης όσο και της εξέλιξης. Δηλαδή, μας ενδιαφέρει η μελέτη του πώς από τις πρώτες μέρες της ζωής μας μαθαίνουμε οι άνθρωποι να μιλάμε, τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της γλωσσικής μας ικανότητας. Αντιστρόφως, σε τι οφείλονται περιπτώσεις στις οποίες η ανάπτυξη αυτή δεν εκτυλίσσεται ομαλά. Μελετάμε τη γενετική βάση της γλώσσας, δηλαδή τα γονίδια που είναι «υπεύθυνα» για αυτή μας την ικανότητα. Η έρευνα της Νευροβιολογίας της γλώσσας είναι άμεσα συνδεδεμένη με κλινικές πρακτικές, καθώς η μελέτη, για παράδειγμα, των γενετικών μεταλλάξεων κάποιων γλωσσικών διαταραχών μας δίνει τη δυνατότητα αφ’ ενός να επιταχύνουμε τη διάγνωσή τους και αφ’ ετέρου να προτείνουμε πιο αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης. Ως προς τη σκοπιά της εξέλιξης, μελετάμε το πώς το σύστημα αυτό της φωνητικής παραγωγής συναντάται σε άλλους οργανισμούς, όπως στα ωδικά πτηνά, τους παπαγάλους, τις νυχτερίδες, τα δελφίνια, μεταξύ άλλων, για να κατανοήσουμε ποια στοιχεία αυτής της ικανότητας μοιραζόμαστε με άλλα είδη.

Η Εξελικτική Γενετική είναι η γενικότερη μελέτη των αλλαγών στο DNA που επιφέρουν αλλαγές στην εξέλιξη των ειδών. Μελετά, για παράδειγμα, το πώς διαφορετικά είδη προσαρμόζονται γενετικά σε διαφορετικές συνθήκες, ποιες γενετικές αλλαγές ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος (π.χ. κλιματική αλλαγή) ή ποιες είναι τυχαίες. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την εξελικτική δυναμική των γονιδιωμάτων διαφορετικών οργανισμών.

Μέσω αυτής της μελέτης μπορούμε να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, ποιοι οργανισμοί έχουν αρκετή γενετική ποικιλία, ώστε να μην κινδυνεύουν με εξαφάνιση ή το αντίστροφο. Έτσι μπορούμε να λάβουμε ενημερωμένες και έγκαιρες αποφάσεις για την προστασία συγκεκριμένων ειδών του οικοσυστήματος, ώστε αυτό να σταματήσει να φθίνει. Μόνο έτσι μπορούμε να εξασφαλίσουμε το μέλλον του οικοσυστήματος στο οποίο κι εμείς οι άνθρωποι δραστηριοποιούμαστε.

– Υποστηρίζεις ενεργά τις γυναίκες και τις υποεκπροσωπούμενες μειονότητες στην επιστήμη. Πώς προέκυψε αυτό στη ζωή σου;

Αφιερώνω πολύ χρόνο στη συνεισφορά σε προσπάθειες εξίσωσης των ευκαιριών για υποεκπροσωπούμενες μειονότητες στην επιστήμη, όπως είναι οι γυναίκες. Μεταξύ άλλων, έχω επιλεγεί ως μέντορας στο New York Academy of Sciences, σε ένα πρόγραμμα που εισάγει μαθητές από υποεκπροσωπούμενες κοινότητες στις θετικές επιστήμες και κινητροδοτεί τη μελλοντική τους ενασχόληση με αυτές. Πρόσφατα εξελέγην συντονίστρια δικτύωσης στο Συμβούλιο της Rockefeller Inclusive Science Initiative. Έχω, επίσης, επιλεγεί ως Women on Top για εθελοντική καθοδήγηση γυναικών από την Ελλάδα. Η διάθεσή μου για εθελοντική συνεισφορά ξύπνησε από τα φοιτητικά χρόνια στην Ελλάδα, οπότε συμμετείχα στην πρωτοβουλία Δρόμοι Ζωής, όπου έκανα ενισχυτική διδασκαλία σε πρόσφυγες. Νιώθω ότι η συμμετοχή σε αυτές τις φαινομενικά μη επιστημονικές ενασχολήσεις θα φέρει σημαντικές αλλαγές στο πώς θα γίνεται η επιστήμη στο μέλλον.

– Πώς νιώθεις που βρίσκεσαι στην ευρωπαϊκή λίστα του Forbes «30 κάτω των 30» 2021;

Νιώθω ηρεμία και δικαίωση για το ότι ανταμείβεται η σκληρή δουλειά πολλών ετών, αλλά και χαρά που μπορώ να μοιραστώ μια τέτοια επιτυχία με άτομα που αγαπώ πολύ. Πάντα για μένα οι επιτυχίες είναι αλληλένδετες με τη δυνατότητα να τις μοιραστώ. Είναι σημαντικό, επίσης, για τη μετέπειτα πορεία μου ότι μια αξιόλογη επιστημονική επιτροπή έκρινε το έργο μου ως άξιο διάκρισης. Κάποιες φορές χρειάζεται να κριθείς άξιος από άλλους εκτός του εργαστηρίου και του πανεπιστημίου σου· εξωτερικοί κριτές μπορούν να βοηθήσουν στο να ξεπεράσουμε το imposter syndrome που πολλοί νέοι επιστήμονες έχουμε. Νιώθουμε ότι δεν αξίζουμε, όσο κι αν μας λένε το αντίθετο.

– Θα ήθελες να επιστρέψεις και να εργαστείς στην Ελλάδα;

Δεν αποκλείω την επιστροφή μου στο μέλλον. Αλλά, στην παρούσα φάση, θα επέστρεφα περισσότερο για λόγους οικογενειακούς παρά επαγγελματικούς. Πιστεύω ότι η Ελλάδα χρειάζεται να επενδύσει σοβαρά στην επιστήμη, ώστε να επιτευχθεί μια σημαντική επιστροφή όσων έχουμε φύγει, αλλά και παραμονή των νέων επιστημόνων.