Φοιτητές βρίσκονται σε μια αίθουσα διδασκαλίας πανεπιστημίου και ακούν τον καθηγητή να μιλάει και να δίνει διάλεξη. Ο… μονόλογος, που δεν γίνεται -έστω και στην πορεία- διάλογος δε βοηθά τους φοιτητές να παραμείνουν επικεντρωμένοι, η προσοχή τους αποσπάται, φτάνουν να βαριούνται και ως τελικό αποτέλεσμα οι βαθμοί τους παίρνουν την «κατηφόρα».

Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, της μεγαλύτερης και πιο ολοκληρωμένης του είδους της μέχρι σήμερα, η οποία καλεί τους εκπαιδευτικούς να «ξυπνήσουν», να απαρνηθούν την πεπατημένη οδό διδασκαλίας και, επιτέλους, να υιοθετήσουν πιο ενεργητικές και δημιουργικές μεθόδους εκμάθησης, που αποδεδειγμένα τραβούν το ενδιαφέρον των σπουδαστών -πανεπιστημίων ή σχολών γενικότερα- και κυρίως βελτιώνουν τη βαθμολογία τους.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον βιολόγο Σκοτ Φρίμαν του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», αξιολόγησαν (μετα-ανάλυση) 225 δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μεθόδων διδασκαλίας, ιδίως στον τομέα επιστήμης-τεχνολογίας-μηχανικής-μαθηματικών.

Το βασικό συμπέρασμα είναι πως όταν η μέθοδος διδασκαλίας από παθητική (διαλέξεις) γίνεται ενεργητική (διάλογος, ομαδική επίλυση προβλημάτων κ.α.), τότε μειώνεται αισθητά το ποσοστό των σπουδαστών που «κόβεται» και αυξάνεται ο μέσος όρος βαθμολογίας της τάξης στα διαγωνίσματα σε ποσοστό 6% κατά μέσο όρο. Στις τάξεις με συμβατική διδασκαλία από καθέδρας, οι φοιτητές είναι μιάμιση φορά (55%) πιο πιθανό να αποτύχουν στις εξετάσεις.

Όπως είπε ο Φρίμαν, «τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στη δυτική Ευρώπη το 1050 και έκτοτε οι διαλέξεις έχουν υπάρξει η κυρίαρχη μορφή διδασκαλίας». Όμως, σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, αυτή η μέθοδος του «σοφού στη σκηνή», ο οποίος είναι σαν να παίζει κάποιο μονόπρακτο, φαίνεται να «έχει φάει τα ψωμιά» της, σε μια εποχή όπου οι φοιτητές έχουν ανάγκη να κάνουν συνεχώς ερωτήσεις, να βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με τους καθηγητές, καθώς επίσης να λειτουργούν ομαδικά.

Η νέα μελέτη δείχνει ότι τουλάχιστον κάθε δέκα λεπτά ο καθηγητής πρέπει να παρεμβάλει στις διαλέξεις του ενεργητικά διαλείμματα με ερωταπαντήσεις και συμμετοχικές εργασίες. «Πρέπει να πάψουμε να “σκοτώνουμε” την απόδοση των φοιτητών και το ενδιαφέρον τους για την επιστήμη, με το να κάνουμε συνεχώς διαλέξεις, αντί να τους βοηθάμε να σκέφτονται σαν επιστήμονες» τόνισε ο Φρίμαν. Όπως είπε, όταν ένας σπουδαστής μέσα στην τάξη νιώθει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να κληθεί να συνεισφέρει, εκ των πραγμάτων μένει πιο προσηλωμένος στο μάθημα και η προσοχή του δεν διασπάται, όπως όταν παθητικά ακούει μονότονες διαλέξεις.

«Μετά από αυτά τα πραγματικά σημαντικά ευρήματα, θεωρώ ότι είναι σχεδόν ανήθικο να συνεχίζει κανείς να κάνει τις συνήθεις διαλέξεις» δήλωσε ο φυσικός του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Έρικ Μαζούρ, ο οποίος εδώ και 27 χρόνια πρωτοστατεί κατά της παράδοσης των ατελείωτων διαλέξεων. «Οι διαλέξεις είναι παλιομοδίτικες, ξεπερασμένες και αναποτελεσματικές» τόνισε.

Παρόλα αυτά, όσο κι αν στο μέλλον γίνει πιο ενεργητική η διδασκαλία, δεν πρόκειται να εξαφανίσει τις παραδοσιακές διαλέξεις. «Δεν πρέπει να υπάρχει μια μονολιθική αντίληψη υπέρ ή κατά των διαλέξεων. Υπάρχουν ασφαλώς φορές που οι διαλέξεις είναι αναγκαίες» δήλωσε ο καθηγητής Φυσικής Νόα Φινκελστάιν του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.