Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι επανεξελέγη την Κυριακή επικεφαλής του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος (PD), ανακοίνωσαν οι τρεις υποψήφιοι που διεκδικούσαν τη θέση αυτή, αρκετά προτού ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων.

Συνολικά, μεταξύ 1,9 και 2 εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν, σύμφωνα με το Δημοκρατικό Κόμμα. Το αποτέλεσμα αυτό αντιπροσωπεύει μια σαφή πτώση του αριθμού συμμετοχής στην ανοικτή αυτή διαδικασία σε σχέση με προηγούμενες ψηφοφορίες στις οποίες οι ψηφοφόροι άγγιζαν τα τρία εκατομμύρια.

«Σήμερα ήταν γιορτή της Δημοκρατίας», δήλωσε ο Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος κέρδισε την αναμέτρηση για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, η προσέλευση στο ανοικτό συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος ξεπερνά το ένα εκατομμύριο ψήφους και ο Ρέντσι συγκεντρώνει πάνω από το 73% των ψήφων. Σε ό,τι αφορά τους άλλους δυο υποψήφιους, ο υπουργός δικαιοσύνης Αντρέα Ορλάντο λαμβάνει έως τώρα ποσοστό 18% και ο περιφερειάρχης της Απουλίας Μικέλε Εμιλιάνο γύρω στο 7%. Η προσέλευση κρίνεται κατά γενική ομολογία σαφώς ικανοποιητική, από την στιγμή που πολλοί σχολιαστές προέβλεπαν ότι δεν θα ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο πολίτες.

«Η σχέση μας αυτή με τον λαό αποτελεί και την μοναδικότητά μας», δήλωσε ο Ματτέο Ρέντσι, ενώ πρόσθεσε ότι «η εναλλακτική στον λαϊκισμό και στη γραφειοκρατία είναι η Δημοκρατία». Επανάλαβε δε ότι το κόμμα του θα συνεχίσει να ζητά μια Ευρώπη πιο αλληλέγγυα και να προτείνει ουσιαστικές εναλλακτικές.

«Θέλουμε μια Ευρώπη η οποία να μπορεί να αντιπροσωπεύει πραγματικά τους πολίτες της», είπε ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός και νέος γραμματέας των Δημοκρατικών, ευχαριστώντας τους υποστηρικτές και συνεργάτες του. Δήλωσε περήφανος επίσης για τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε με την κυβέρνησή του, μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο.

Αναμένεται να διαπιστωθεί τώρα αν ο Ρέντσι θα συνεχίσει να στηρίζει την κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι ή αν θα αυξήσει την πίεση με στόχο να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, και αν θα μπορέσει να καταφέρει να πετύχει έναν κάποιο συμβιβασμό στο κοινοβούλιο με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ώστε να εγκριθεί ένας νέος εκλογικός νόμος.