Όχι περισσότεροι από 82 αντάρτες απέπλευσαν το 1956 με το μυθικό πλέον πλοιάριο «Γκράνμα» από το Μεξικό με κατεύθυνση την Κούβα για να μεθοδεύσουν τη σχεδόν καταδικασμένη επανάστασή τους.

Ο στρατός του δικτάτορα Μπατίστα τους περιμένει όμως και τους αποδεκατίζει. Γλιτώνουν μια χούφτα από δαύτους, κάποιος Φιντέλ Κάστρο, ο αδερφός του Ραούλ, ένας Τσε Γκεβάρα και ένας ακόμα που δεν χάνει ποτέ το χαμόγελό του. Καμίλο Σιενφουέγος τον λένε, «χίλιες φωτιές» σημαίνει το επίθετό του.

Οι μουσάτοι επαναστάτες παίρνουν τα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και θεμελιώνουν το αντάρτικο κίνημά τους «26η Ιούλη». Φιντέλ, Ραούλ, Τσε και Καμίλο πρωτοστατούν. Ο Καμίλο ηγείται πλάι στον Τσε της Δεύτερης Φάλαγγας, παίρνει μέρος στην κατάληψη της Σάντα Κλάρα και γράφει μια από τις πιο ένδοξες πολεμικές σελίδες των ανταρτών, από την οποία θα ξεπηδήσει ως «ήρωας του Γιαχουαχάι».

Σε κάποια μάχη, ο κολλητός του φίλος Τσε τραυματίζεται και το πράγμα μοιάζει χαμένο από χέρι. Οι αντάρτες θα γνώριζαν την πανωλεθρία στο Αλεγρία δε Πίο, αιμορραγώντας και ρίχνοντας τα τελευταία τους φυσίγγια. «Ακούστηκε μια διαβολική φωνή ‘‘Είμαστε χαμένοι, πρέπει να παραδοθούμε’’. Και μια αντρική φωνή, που την αναγνώρισα ως τη φωνή του λαού, φώναξε από κάπου ‘‘Εδώ δεν παραδίνεται κανένας, διάβολε!’’».

Η «φωνή του λαού», μας λέει ο Τσε Γκεβάρα, ήταν ο Καμίλο, ένας από τους πιο λαοφιλείς ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης. Πιστός σύντροφος του Φιντέλ και αχώριστος φίλος του Τσε, ήταν τόσο ταγμένος στην επανάσταση που προτιμούσε να πεθάνει παρά να ρίξει το όπλο απ’ το χέρι.

Πρότυπο μαχητή, χαρισματικός και γενναίος, ήταν πάντα μπροστάρης, ακόμα και στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές: «Αλλά ο Καμίλο ήταν ο Καμίλο, ο κύριος της εμπροσθοφυλακής, ολοκληρωμένος αντάρτης που επιβαλλόταν σ’ αυτόν τον πόλεμο με τον τρόπο που μόνο αυτός γνώριζε», συνεχίζει να του πλέκει το εγκώμιο ο Τσε. Που έδωσε το όνομά του τελικά στον γιο του.

Τον έτρεμαν οι εχθροί του, τον αγαπούσαν οι φίλοι, τον σεβόταν ο λαός. «Διοικητή του λαού» τον έλεγαν εξάλλου και «φωνή του λαού» ο Τσε, καθώς πάντα με το χαμόγελο στα χείλη αναλάμβανε να υπερασπιστεί την αδικία και την καταπίεση. Με όποιο τίμημα. Με κάθε κόστος. Με αυτή την απροσχημάτιστη απλότητά του.

Μόνο που δεν θα προλάβαινε να χαρεί τους καρπούς του αγώνα του. Μπήκε κι αυτός θριαμβευτής στην Αβάνα εκείνη την ιστορική Πρωτοχρονιά του 1959 με τους «μπαρμπούδος» του, έγινε επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και πάνω που πήγαινε να καταλαγιάσει, χάθηκε με το αεροπλάνο εκείνο τον σημαδιακό Οκτώβριο. Ήταν μόλις 27 χρονών.

Λίγους μόνο μήνες μετά τον θρίαμβο που τόσο βοήθησε να γραφτεί. Οι Κουβανοί δεν τον ξέχασαν όμως ποτέ. Η εικόνα του παίζει παντού, στην τριανδρία Φιντέλ-Τσε-Καμίλο, η μνήμη του τιμάται ανελλιπώς κάθε χρόνο και η καθοριστική συμβολή του στον αγώνα τον κρατά ζωντανό μέχρι και σήμερα. Με εκείνο το ημιαυτόματο Τόμσον στο χέρι, πάντα.

Πρόλαβε πάντως να πει κι αυτό το «καλά πας, Φιντέλ», όταν ο Κάστρο ανακοίνωνε πως θα μετέτρεπε ένα στρατόπεδο σε σχολείο, που θα γινόταν το σλόγκαν της νέας σελίδας που είχε μόλις γυρίσει η Κούβα…

Ποιος ήταν ο «κομαντάντε του λαού»;

Γιος οικογένειας εμιγκρέδων που μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να γλιτώσουν από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο Σιενφουέγος γεννήθηκε στην Αβάνα τον Φεβρουάριο του 1932. Ζωγράφος ήθελε να γίνει, δεν μπόρεσε να βγάλει όμως την Καλών Τεχνών εξαιτίας της καταραμένης φτώχειας, κι έτσι είπε να γίνει ράφτης σαν τον πατέρα του.

Σαν τον πατέρα του ήταν επίσης αριστερός, αναπτύσσοντας δράση στους δρόμους από μικρός. Διαδηλώσεις, πορείες, ταραχές, μπήκε στο στόχαστρο της δικτατορίας και ταλαιπωρήθηκε πολύ, με κρατητήρια και ξύλο.

Κάποια στιγμή το 1953 τον ξαπέστειλαν στις ΗΠΑ για να γλιτώσει τα χειρότερα. Περιηγήθηκε σε Σικάγο, Σαν Φρανσίσκο και Νέα Υόρκη και έκανε μπόλικες δουλειές του ποδαριού, πριν τον βουτήξει το Μετανάστευσης και τον ξαποστείλει πίσω στην Κούβα. Εκεί εντάχθηκε στο φοιτητικό αντιστασιακό κίνημα κατά του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα και υπέφερε ξανά τα πάνδεινα.

Ήταν παρών μάλιστα σε κείνη τη διαδήλωση του Δεκεμβρίου του 1955 που οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά των φοιτητών στην Αβάνα, τραυματίζοντάς τον κι αυτόν. Ήταν η στιγμή, όπως είπε αργότερα, που τον έπεισε πως πρέπει να φύγει από την Κούβα αν ήθελε να ζήσει. Χωρίς δουλειά και μέλλον εξάλλου, η φυγή έμοιαζε μονόδρομος.

Ξαναπήγε στις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 1956 και πέρασε μερικές βδομάδες σε Μαϊάμι και Σαν Φρανσίσκο, πριν πληροφορηθεί πως κάποιοι κουβανοί μετανάστες ετοίμαζαν επανάσταση.

Κατέβηκε αμέσως στο Μεξικό, γνώρισε τον Φιντέλ και τα παλικάρια του, εκπαιδεύτηκε σε τεχνικές ανταρτοπόλεμου και απέπλευσε με τους 82 πάνω στο «Γκράνμα» τον Νοέμβριο του 1956. Αυτός ήταν λιγότερο διανοούμενος και ιδεολογικά στρατευμένος σε σχέση με τους συντρόφους του, τον ενδιέφερε μόνο να μη στενάζει ο λαός. Απεχθανόταν εξάλλου τη βία και τα αντίποινα, θα το κατάπινε όμως μιας και δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

Ως μέλος του κινήματος της 26ης Ιούλη αποβιβάστηκε στις νοτιοδυτικές ακτές της Κούβας στις 2 Δεκεμβρίου για να ξεκινήσουν το αντάρτικο στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, την τελευταία φάση της Κουβανικής Επανάστασης, όπως οραματίζονταν…

Ο «ήρωας του Γιαχουαχάι»

Τρεις μέρες μετά την απόβασή τους στο νησί και μέσα στα βαλτοτόπια, έπεσαν στην ενέδρα των αντρών του Μπατίστα στο Αλεγρία δε Πίο. Όσοι γλίτωσαν από τις σφαίρες, 12 νοματαίοι όλοι κι όλοι, διασκορπίστηκαν στα γύρω βουνά. Με τον Κάστρο αντάμωσε έναν μήνα μετά και τώρα ήταν ένας από τους στρατιωτικούς ηγέτες του κινήματος.

Κομαντάντε σωστός μέχρι το 1957, δικαίωσε πλήρως τον τίτλο του πολεμώντας με νύχια και με δόντια. «Επαναστάτη από την κορφή ως τα νύχια» τον αποκαλούσαν εξάλλου όσοι τον γνώριζαν, έτσι μαχητικός και ορμητικός καθώς ήταν. Επικεφαλής μιας από τις τρεις αντάρτικες φάλαγγες που κατευθύνονταν προς την επαρχιακή πρωτεύουσα Σάντα Κλάρα το 1958, φαινόταν να τα καταφέρνει πολεμικά εκεί που οι άλλοι κολλούσαν.

Όταν η τρίτη φάλαγγα αποδεκατίστηκε από τις δυνάμεις του δικτάτορα, ο ρόλος του ήταν πια πιο νευραλγικός από ποτέ. Κάποια στιγμή ένωσε τους άντρες του με εκείνους του διοικητή Τσε και προέλαυναν γοργά προς τη Σάντα Κλάρα. Υπήρχε όμως ο πονοκέφαλος του Γιαχουαχάι, ενός πάνοπλου στρατιωτικού φυλακίου 250 αντρών που έμοιαζε απόρθητο. Για τους χωρικούς της Επανάστασης, αναμφίβολα.

Ο Σιενφουέγος δεν καταλάβαινε από τέτοια. Έπειτα από σφοδρή μάχη, ανάγκασε τους στρατιώτες να παραδοθούν (30 Δεκεμβρίου 1958), παίρνοντας ως παράσημο τιμής αυτό το «ήρωας του Γιαχουαχάι». Ήταν πράγματι η μάχη που ανέτρεψε άρδην την κατάσταση, τόσο συμβολικά όσο και πρακτικά. Την επομένη, πρόλαβε τον Τσε πάνω στην ώρα για την κατάληψη της Σάντα Κλάρα, μέσα στον γενικευμένο πανικό των κυβερνητικών δυνάμεων.

Ο Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα πανικόβλητος την επομένη και κανείς δεν θα καθόταν να παλέψει για ένα αιματοβαμμένο καθεστώς που δεν υπήρχε πια. Οι αντάρτες του Τσε και του Καμίλο μπήκαν την 1η Ιανουαρίου 1959 πανηγυρικά στην πρωτεύουσα, εκείνη την «Πρωτοχρονιά της Ελευθερίας», και τη βρήκαν ολότελα ανυπεράσπιστη.

Όταν στις 8 του μήνα θα κατέφτανε στην Αβάνα και ο Κάστρο, θα λάμβανε χώρα μια στιχομυθία μεταξύ τους που θα γινόταν σύμβολο της επανάστασης. Ο Κάστρο σταμάτησε κάποια στιγμή την πανηγυρική του ομιλία, έχοντας πει μόλις πως ένα μεγάλο στρατόπεδο θα γινόταν σχολείο, για να ρωτήσει τον κομαντάντε του: «Τα πάω καλά, Καμίλο;». «Καλά τα πας, Φιντέλ», του απάντησε αυτός και η φράση έγινε το σλόγκαν της επανάστασης που δεν έφευγε πια από τα στόματα του λαού…

Τι απέγινε η «φωνή του λαού»;

Τους επόμενους μήνες του 1959, ο ταγματάρχης ως τότε Σιενφουέγος λειτουργούσε ως αρχηγός του επιτελείου των κουβανικών ενόπλων δυνάμεων. Αφού κατέστειλε και τους τελευταίους θύλακες αντίστασης στη νέα κατάσταση, επέβλεπε προσωπικά τη ραγδαία αγροτική μεταρρύθμιση.

Ως το Νο 3 της Κουβανικής Επανάστασης τον ήξεραν πια όλοι, πίσω μόνο από τον Φιντέλ και τον Τσε. Εκείνος δεν κοιτούσε όμως τίτλους και υστεροφημία. Ένας απλός άνθρωπος του λαού ήταν, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη κι ένα χωρατό για όλα. Πιστός συνοδοιπόρος και χωρίς πολιτικές φιλοδοξίες, τον αγαπούσαν κυριολεκτικά όλοι.

Τα λόγια του Τσε ηχούσαν εξάλλου στα αυτιά κάθε Κουβανού: «Ήρθαν οι τραγικές μέρες της 9ης Απριλίου και ο Καμίλο, ο πρωτοπόρος, έφυγε για να δημιουργήσει το μύθο του στους κάμπους του Οριέντε, χτίζοντάς τον με το φόβο που ένιωθαν οι δυνάμεις που κινούνταν στη ζώνη του Μπαγιάμο. Μια φορά ήταν περικυκλωμένος από εξακόσιους άντρες -η ομάδα του είχε μόνο είκοσι- και αντιστάθηκε μια ολόκληρη μέρα στην καταδίωξη από δύο άρματα, καταλήγοντας τη νύχτα να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα».

«Ο Καμίλο δεν φοβόταν τον κίνδυνο», συνεχίζει ο Τσε, «τον αντιμετώπιζε σαν παιχνίδι, έπαιζε μαζί του, τον απέφευγε με ελιγμούς, τον έλκυε και τον διαχειριζόταν. Για την αντάρτικη νοοτροπία του, δεν μπορούσε ένα σύννεφο ν’ αλλάξει πορεία σε μια χαραγμένη γραμμή»…

Τελευταία δράση του αρχιστράτηγου θα ήταν η σύλληψη του συντρόφου Ούμπερ Μάτος έπειτα από ρητή εντολή του Φιντέλ. Ο αρχιεπαναστάτης Μάτος δεν έβλεπε με καλό μάτι τη ροπή του κινήματος της 26ης Ιούλη προς τον σοσιαλισμό και είχε τις επιφυλάξεις του. Κι έτσι παραιτήθηκε με επιστολή του στον Φιντέλ στις 19 Οκτωβρίου. Ο Κάστρο τον αποκήρυξε την επομένη, ανησυχώντας για πραξικόπημα, εκθρόνισε όποιον είχε σχέση μαζί του και έστειλε τον Καμίλο να συλλάβει τον καλό φίλο και συμμαχητή του.

Και το έκανε απρόθυμα, όπως είναι γνωστό, στις 21 Οκτωβρίου. «Δεν είναι τίποτα», είπε ο Καμίλο στον Μάτος, «τυπικό είναι, όλα θα λυθούν», μιας κι έτσι πίστευε. O Μάτος θα καθόταν στη φυλακή για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Εφτά μέρες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1959, το πενταθέσιο Τσέσνα 310 του αρχιστράτηγου εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στα στενά της Φλόριντα μέσα στο πυκνό σκοτάδι και τη βροχή. Επέστρεφε από την αποστολή της σύλληψης του Μάτος στην Αβάνα.

Τα συντρίμμια δεν εντοπίστηκαν ποτέ και ο Κάστρο έδωσε εντολή στα μέσα Νοεμβρίου να σταματήσουν οι, πυρετώδεις ως τότε, έρευνες. Η εξαφάνισή του προβλημάτισε πάντως πολλούς και οι φωνές που μιλούν για στημένο παιχνίδι δεν έχουν πάψει. Ο Μάτος το έλεγε από την πρώτη στιγμή πως τον έβγαλε από τη μέση ο Φιντέλ, ανησυχώντας γιατί ήταν ο πιο αγαπητός επαναστάτης από όλους. Και επειδή, όπως είπε, δεν του κάθισε καλά που ο πάντα πιστός του Καμίλο είχε αντίρρηση να τον συλλάβει.

Ο Καμίλο ήταν όμως πάντα πιστός στον Ελ Κομαντάντε: «Δεν είμαι ποτέ εναντίον του Φιντέλ, ούτε καν στο γήπεδο του μπέιζμπολ», συνήθιζε να λέει ο Σιενφουέγος αστειευόμενος.

Ο Τσε πάντως, κολλητός φίλος του Καμίλο, απέκλεισε από την αρχή ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Άλλοι πάλι μίλησαν για λάθος του κουβανικού στρατού που κατέρριψε το αεροπλάνο του αρχηγού πιστεύοντας πως ήταν ξένος εισβολέας. Η επαναστατική κυβέρνηση ισχυρίστηκε πάντως πως ο Σιενφουέγος καταρρίφθηκε από εχθρική ενέργεια.

Ο αμερικανός πρέσβης Philip Bonsal είδε κάπου αλλού τον χαμό του Καμίλο. Γνωστός για τα νυχτοπερπατήματά στην Αβάνα, «μπορεί να έκανε φίλους και σχέσεις που χαρακτηρίζονταν απρεπείς από τους πιο συντηρητικούς συντρόφους του». Για άλλους τέλος ο Σιενφουέγος σκηνοθέτησε τον θάνατό του, βλέποντας πού πηγαίνει η επανάστασή του, και έζησε ελεύθερος κι ωραίος στη Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου κουβανοί εμιγκρέδες ορκίζονταν πως τον έβλεπαν για χρόνια και χρόνια μετά τον θάνατό του.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς έπεσε το μοιραίο αεροπλάνο που μετέφερε έναν από τους πιο άδολους, αγνούς και πατριώτες επαναστάτες της Κούβας. Τα Κουβανάκια ρίχνουν κάθε χρόνο λουλούδια γι’ αυτόν στη θάλασσα και το μεγαλοπρεπές του άγαλμα στη Γιαγουαχάι λατρεύεται λες και πρόκειται για ημίθεο.

Η απώλεια του κομαντάντε Καμίλο Σιενφουέγος εξαφάνισε τα χαμόγελα από τα χείλη του λαού. Όλοι θυμούνται το πελώριο δικό του πάντως και παρηγορούνται. Δεν έχει εξαφανιστεί εξάλλου ποτέ από την καθημερινότητά τους, έτσι κρεμασμένο καθώς είναι στα σπίτια του κοσμάκη, δίπλα στις φωτογραφίες του Φιντέλ και του Τσε…