Τα σχόλια για την εθνικότητα του στο διαδίκτυο είναι σαφώς λιγότερα από αυτά που αναφέρονται στις πολλές διακρίσεις τις οποίες απέσπασε ο 17χρονος Αλέξανδρος Μουσάτοβ σε μαθηματικές ολυμπιάδες και διεθνείς διαγωνισμούς. Δεν του ήταν αδιάφοροι αλλά δεν τον απασχόλησαν και ιδιαίτερα σοβαρά.

Άλλωστε, εκείνο που επιθυμεί ο ίδιος είναι να μπορεί να ταξιδεύει στον κόσμο. «Αυτό προϋποθέτει μια εθνικότητα, οπότε, ναι, σ’αυτό το επίπεδο με ενδιαφέρει το διαβατήριο μου να γράφει Έλληνας. Άλλωστε δεν αισθάνομαι καθόλου Ρώσος».

Με το ελληνικό του διαβατήριο εξάλλου, ο Αλέξανδρος θα ταξιδέψει τον Σεπτέμβριο στις ΗΠΑ ως υπότροφος του πανεπιστημίου Γέιλ.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στα Πατήσια, στα οποία βρέθηκαν οι γονείς του από το Γκρόζνι της Τσετσενίας, ο Αλέξανδρος είχε από μικρός έφεση στα μαθηματικά και την φυσική σε σημείο που «Απορώ πως με άντεχαν τότε οι φίλοι μου. Τους μιλούσα συνέχεια για τη φυσική, κάτι που εγώ δεν θα μπορούσα τώρα ν’ ανεχτώ». Ενώ παράλληλα ασχολούνταν και με τις πολεμικές τέχνες.

«Αν δεν διάβαζα και δεν έβγαζα βόλτα τα δυο σκυλιά μου, τότε έκανα προ πόνηση. Αυτό ήταν το πρόγραμμά μου. Αναγκαστικά πήγε λίγο πίσω η προσωπική μου ζωή, αλλά σε λίγους μήνες που θα ξεκινήσουν τα χρόνια του πανεπιστημίου νομίζω ότι θα βρω την ισορροπία», δήλωσε χαρακτηριστικά στα ΝΕΑ.

Μέχρι τώρα έχει λάβει δεκάδες διακρίσεις σε πανελλήνιους αλλά και διεθνείς αγώνες. Αν και την συμμετοχή του στην Ολυμπιάδα, αυτή που του χάρισε την υποτροφία στο Yale, την αποφάσισε τελευταία στιγμή «Έπρεπε να βγάλω την ύλη σε έξι μήνες (σ.σ. αντί για 4 χρόνια) , γιατί το αποφάσισα αργά, αλλά τελικά ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος».

Επόμενος στόχος του «τα εφαρμοσμένα μαθηματικά που μέσα από την επιστήμη μπορούν να βελτιώσουν και να εξελίξουν τις συνθήκες του ανθρώπινου είδους».

´Οσον αφορά μια πιθανή επιστροφή του στην Ελλάδα «Αν έρθω πίσω, το μόνο που θα μπορώ να κάνω είναι να γίνω καθηγητής και να αγωνιώ αν θα έχω να πληρώσω το ενοίκιό μου. Στην Αμερική υπάρχει περισσότερος χρόνος για την έρευνα. Τα χρήματα που δαπανά η χώρα το μαρτυρούν: 312 δισ. δολάρια τον χρόνο, δηλαδή το 3% του ΑΕΠ».