Μικρότερες απώλειες της τάξης του 4%-5% θα έχουν όσοι υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μετά τις 12 Μαΐου 2016 και για τους οποίους το ύψος των συντάξιμων υποδοχών υπολογίζεται πλέον με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου που φέρνει μειώσεις έως και 35%.

Το ανάχωμα στις μειώσεις προκύπτει από την εφαρμοστική εγκύκλιο που εξέδωσε χθες ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος.

Με την έκδοση της εγκυκλίου και τον παρεπόμενο καθορισμό του ύψους των συντάξεων ξεμπλοκάρει παράλληλα η έκδοση περίπου 60.000 αιτήσεων συνταξιοδότησης που εκκρεμούν από τον Μάιο του 2016 αναφέρει ρεπορτάζ του Έθνους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με τον νέο νόμο δεν έχει εκδοθεί ούτε μία οριστική σύνταξη χηρείας, ενώ μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησαν να χορηγούνται στους δικαιούχους προσωρινές συντάξεις χηρείας.

Με βάση το κείμενο της εγκυκλίου, δίνεται μικρό μπόνους της τάξεως του 4%-5% έναντι των απωλειών που ανέρχονται μέχρι και στο 35% σε όσους συνταξιοδοτούνται από τις 13 Μαΐου 2016 έως και τα τέλη του 2020, ενώ για το 2021 και μετά θα λαμβάνεται υπ’ όψιν ο δείκτης μεταβολής των μισθών.

Πώς γίνεται ο υπολογισμός

Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης θα προσαυξάνονται οι συντάξιμες αποδοχές με τη μεταβολή του ετήσιου γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, που είναι θετική για τα περισσότερα χρόνια από το 2002 και μετά.

Η ρύθμιση είναι πιο δυσμενής έναντι του καθεστώτος που ίσχυε πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου, καθώς βάση υπολογισμού αποτελούσαν οι μισθοί της καλύτερης πενταετίας και διετίας. Ωστόσο, είναι πιο ευνοϊκή σε σχέση με την αρχική διάταξη του νόμου, που προέβλεπε να λαμβάνεται υπ’ όψιν δείκτης μεταβολής των μισθών, που από το 2010 και μετά είχε εμφανίσει μεγάλη μείωση. Ο συγκεκριμένος δείκτης θα έχει διάστημα ισχύος από το 2021 και μετά.

Την ίδια ώρα, η προσαύξηση των συντάξεων με βάση τον ΔΤΚ δεν μπορεί να «ακυρώσει» τις μεγάλες μειώσεις που θα επιβληθούν στις νέες συντάξεις, καθώς σε αυτές εφαρμόζονται χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης.

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εγκύκλιο, η κατώτατη σύνταξη 15ετίας με συντάξιμες αποδοχές 810,88 ευρώ μετά την προσαύξηση του ΔΤΚ, δίνει ανταποδοτική σύνταξη 93,65 ευρώ και μαζί με την αναλογούσα εθνική σύνταξη των 345,60 ευρώ συνολικά 439,25 ευρώ έναντι των 486,80 ευρώ που ήταν η παλαιά κατώτατη σύνταξη (-9,76%).

Για όσους ασφαλισμένους υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης το 2017, η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών του έτους 2002 γίνεται με χρήση του γινομένου των ετήσιων μεταβολών του μέσου ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από τα έτη 2003 έως και το έτος 2016. Με βάση το νέο σύστημα, οι συντάξιμες αποδοχές αναπροσαρμόζονται έως και το προηγούμενο της συνταξιοδότησης έτος, ενώ όταν το γινόμενο των διαδοχικών μεταβολών του μέσου ετήσιου ΔΤΚ περισσοτέρων του ενός ετών είναι μικρότερο της μονάδας, θα λαμβάνεται υπόψη ως τιμή του γινομένου η μονάδα.

Χαμένοι και κερδισμένοι

Σύμφωνα με παράγοντες της κοινωνικής ασφάλισης, οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι κυρίως ΑμεΑ, δικαιούχοι σύνταξης χηρείας, εργαζόμενοι με μεγάλες αποδοχές ή και εργαζόμενοι με μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Οι απώλειες επεκτείνονται και στα ειδικά μισθολόγια.

Ευνοημένοι από το νέο καθεστώς είναι όσοι θα φύγουν με χαμηλές συντάξιμες αποδοχές, της τάξεως των 700-1.000 ευρώ και πολλά έτη ασφάλισης. Στην κατηγορία των ευνοημένων εντάσσονται και όσοι αποχωρήσουν μετά το 67ο έτος της ηλικίας με 20-25 έτη ασφάλισης και χαμηλές αποδοχές.