Στην Ελλάδα συνέβη το εξής παράδοξο: Πριν καν αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος, με το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουάριο 1830 που υπογράφηκε στο Λονδίνο, χρώσταγε δύο δάνεια και είχε πτωχεύσει ήδη μια φορά, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς ποια θα ήταν σε γενικές γραμμές η δημοσιονομική πορεία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και σήμερα, υπήρξαν όπως θα δούμε αρκετά σκαμπανεβάσματα και ο δρόμος δεν ήταν πάντοτε στρωμένος με αγκάθια όπως μπορεί να νομίζουμε, παρά τις χρεοκοπίες, τις εθνικές καταστροφές, τα χρηματιστηριακά κραχ και τις υποτιμήσεις.

Τριπλασιάσαμε την επικράτεια, αυξήσαμε κατά 15 φορές το κατά κεφαλήν ΑΕΠ

Καταρχάς θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στα βάθη των δύο τελευταίων αιώνων η μικρή Ελλάδα κατόρθωσε σχεδόν να τριπλασιάσει την εθνική επικράτεια σε σχέση με τα αρχικά σύνορα (με τα Δωδεκάνησα να προσαρτώνται στον εθνικό κορμό μόλις το 1947), να αυξήσει τον πληθυσμό της κατά σχεδόν 15 φορές και το πραγματικό κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν επίσης κατά 15 φορές. Επί της ουσίας η οικονομική πορεία του ελληνικού κράτους χωρίζεται σε τρεις μεγάλους διακριτούς κύκλους, τους οποίους θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε με όσο πιο απλά λόγια γίνεται.

Α’ κύκλος: Από το 1821 έως το 1898

Ο πρώτος κύκλος αφορά την περίοδο από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας που ξεσπά το 1821 αρχικά στις Παραδουνάβιες περιοχές και πολύ σύντομα στον Μοριά και τη Ρούμελη και φθάνει μέχρι το έτος 1898 που μας επιβάλλεται Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος – μια τρόικα της εποχής θα λέγαμε. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα των 77 ετών καταγράφονται μια σειρά από σημαντικά επιτεύγματα, με σημαντικότερα την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και τη συγκρότηση εθνικού κράτους, την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης και την υιοθέτηση της επονομαζόμενης «Μεγάλης Ιδέας» που είχε στόχο να απελευθερώσει όλες τις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν σε Έλληνες την αρχαία εποχή (Μικρά Ασία, νότια Βαλκάνια, κ.λπ.). Παράλληλα αυτή την περίοδο καθιερώνονται οι συνταγματικοί και δημοκρατικοί θεσμοί.

Οι τρεις πρώτες «πτωχεύσεις»

Οικονομικά η κατάσταση αυτές τις σχεδόν οκτώ δεκαετίες ήταν απογοητευτική καθώς καταγράφεται οικονομική στασιμότητα, δημοσιονομική αστάθεια και τρεις «πτωχεύσεις». Η πρώτη ήταν το 1827 όταν ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους Ιωάννης Καποδίστριας αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τα δάνεια που είχαμε λάβει το 1824 και το 1825 από αγγλικούς οίκους για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο (ασχέτως εάν στην πορεία τα περισσότερα χρήματα κατέληξαν στις τσέπες ημετέρων και μεσαζόντων ή για τις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου που σοβούσε μεσούσης της Επανάστασης).

Τα δάνεια ανέλαβε υποχρεωτικά να εξυπηρετήσει η αντιβασιλεία του Όθωνα το 1833. Με ποιο τρόπο; Λαμβάνοντας νέο δάνειο από τον πανίσχυρο τραπεζικό οίκο των Γερμανοεβραίων τραπεζιτών Ρότσιλντ. Ωστόσο η οικονομία συνέχισε να μην κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα και για να αποπληρωθεί το δάνειο το Στέμμα αναγκάστηκε να επιβάλλει νέα αντιλαϊκά μέτρα που σε συνδυασμό με τον αυταρχικό τρόπο διοίκησης οδήγησαν στο Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που ανάγκασε το Παλάτι να παραχωρήσει Σύνταγμα. Μετά απ’ αυτό όμως, η χώρα κήρυξε στάση πληρωμών. Νέα χρεοκοπία.

Έργα ανάπτυξης από τον Τρικούπη

Η Ελλάδα θα καταφέρει να ξαναδανειστεί από τις ξένες χρηματαγορές το 1879. Τα χρήματα αυτά όντως θα πάνε σε έργα ανάπτυξης με τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη να ολοκληρώνει μεταξύ άλλων τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου (εγκαινιάστηκε το 1893), να αποξηραίνει τη Κωπαΐδα και να δημιουργεί σιδηροδρομικό δίκτυο.

Το χρέος από την άλλη μεριά μεγάλωνε και η κρίση στη διάθεση της σταφίδας, το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας εκείνη την εποχή, επέτεινε το πρόβλημα. Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης φέρεται να αναφώνησε στη Βουλή «κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν!». Ιστορικά δεν έχει εξακριβωθεί ότι το είπε έτσι ακριβώς, αλλά το νόημα δεν αλλάζει.

Η πρώτη τρόικα το μακρινό 1898

Οι οικονομικές δυσχέρειες θα πολλαπλασιαστούν με το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 (γνωστού και ως «ατυχούς πολέμου») στον οποίο ηττηθήκαμε στρατιωτικά. Για να μας επιστρέψει η Τουρκία τη Θεσσαλία, ζήτησε πολεμικές αποζημιώσεις, οπότε αναγκαστήκαμε να συνάψουμε νέο δάνειο ύψους 151,3 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων, εκ των οποίων η γειτονική χώρα έλαβε 93,9 εκατομμύρια.

Τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση κι ενσωμάτωση στο νέο δάνειο των παλαιών χρεών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί το αναγκαστικό δάνειο, η Βουλή ψήφισε στις 10 Μαρτίου 1898 την εγκατάσταση Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (η τρόικα εκείνης της εποχής που λέγαμε), στον οποίο θα παραχωρούνταν στο εξής τα έσοδα από τα μονοπώλια αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτων και σμυρίδας Νάξου, αλλά και ο φόρος καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί από το τελωνείο Πειραιά.

Από το 1824 έως το 1897 η Ελλάδα είχε πάρει συνολικά δέκα εξωτερικά δάνεια, συνολικής αξίας 770 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων. Κατά μέσο όρο η τιμή έκδοσης κυμάνθηκε στο 72,54%, δηλαδή χρεώθηκε 770.000.000 γαλλικά φράγκα αλλά παρέλαβε τα 464.100.000. Τα υπόλοιπα ήταν τιμή έκδοσης και διάφορα άλλα έξοδα-κρατήσεις.

Β’ κύκλος: Από το 1899 έως το 1949

Ο δεύτερος ιστορικός κύκλος της χώρας μας περιλαμβάνει την ταραγμένη περίοδο από το 1899 έως το 1949. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα υλοποιήθηκε ένα σημαντικό τμήμα της «Μεγάλης Ιδέας» που επέκτεινε σημαντικά την επικράτεια και αύξησε τον κατά πολύ τον πληθυσμό της χώρας. Επικρατούσε ωστόσο μεγάλη πολιτική και οικονομική αστάθεια εξαιτίας των αλλεπάλληλων πολεμικών αναμετρήσεων και των κοινωνικών μετασχηματισμών.

Από το 1902 έως το 1914 συνομολογήθηκαν τέσσερα εξωτερικά δάνεια, συνολικής αξίας 521 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των ήδη υπαρχόντων δανείων, την εξεύρεση πόρων για τη διεξαγωγή των νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων και τη συντήρηση των νέων περιοχών που προσαρτήσαμε. Η μικρασιατική εκστρατεία που ξεκίνησε το 1919 και ολοκληρώθηκε με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, επέφερε νέα οικονομικά δεινά. Λίγους μήνες πριν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου το δημοσιονομικό αδιέξοδο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο.

Έσκισε το νόμισμα στα δύο

Η κυβέρνηση προχώρησε σε έναν πρωτότυπο εσωτερικό δάνειο, με το… σκίσιμο του νομίσματος στα δύο. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Μέσω αυτού του τεχνάσματος, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές. Η τεχνική φαίνεται ότι άρεσε στους ιθύνοντες και επαναλήφηκε και το 1926.

Μια σταδιακή ανόρθωση αρχίζει να διαφαίνεται στους οικονομικούς δείκτες την περίοδο μέχρι το 1932 καθώς ιδρύονται βιοτεχνίες και βιομηχανίες, και υλοποιούνται μεγαλεπίβολα δημόσια έργα όπως είναι για παράδειγμα η κατασκευή φράγματος στη λίμνη του Μαραθώνα. Στον αντίποδα όμως, έρχονται και στην Ελλάδα τα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 που ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η εγχώρια φορολογική επιβάρυνση παραμένει δυσβάσταχτη, με την πολιτεία να φροντίζει παράλληλα να αποκαταστήσει έστω και εν μέρει τα προβλήματα επιβίωσης των προσφύγων που έχουν έρθει από την Μικρά Ασία. Εκείνη την περίοδο, το 60 – 70% των εξαγωγών μας, αποτελούσαν να αποτελούν η σταφίδα και ο καπνός.

Ο καταστροφικός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αποδειχθεί καταστροφικός για την Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατακτητές θα καταστρέψουν τις παραγωγικές δομές και τα σημαντικότερα έργα υποδομής που διέθετε η χώρα μας (γέφυρες, αεροδρόμια, λιμάνια, κ.λπ.) με τον πληθωρισμό να καταγράφει τρελά ποσοστά. Στην Αθήνα ένας καφές κόστιζε 1.000.000 δραχμές.

Μετά το τέλος της κατοχής μια λίρα Αγγλίας ισοδυναμούσε με 7.000.000.000 περίπου δραχμές. Με τη λήξη του πολέμου το 1944, πρώτο μέλημα της κυβέρνησης ήταν η ανασυγκρότηση του τόπου, όμως τα δεινά δεν είχαν τελειώσει καθώς από το 1946 – 1949 θα υπάρξει εμφύλιος πόλεμος. Ό,τι χειρότερο δηλαδή.

Η Ελλάδα εντάχθηκε μεν στο σχέδιο Μάρσαλ, αλλά εξαιτίας του εμφυλίου τα κονδύλια δε μπορούσαν να αποφέρουν οικονομική ανάπτυξη, ενώ ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε για τις ένοπλες συρράξεις. Εκτός αυτού στην Ελλάδα δόθηκε μόνον ένα μικρό μέρος από την οικονομική υποστήριξη που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.

Γ’ κύκλος: Από το 1949 έως και σήμερα

Ο τρίτος ιστορικός κύκλος ξεκινά από το τέλος του εμφυλίου πολέμου τον Αύγουστο του 1949 και φθάνει μέχρι και το σήμερα. Τα οικονομικά προβλήματα από το 1944 μέχρι το 1953 θα τα αντιμετωπίσουν συνολικά 18 κυβερνήσεις που θα προχωρήσουν σε οκτώ υποτιμήσεις της δραχμής.

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως υπουργός Συντονισμού προχωράει τον Απρίλιο του 1953 σε μια κίνηση ματ. Ανακοινώνει από το κρατικό ραδιόφωνο πως από εκείνη τη στιγμή, υποτιμάται το εθνικό νόμισμα κατά 50% με την επίσημη σχέση του αμερικανικού νομίσματος και της δραχμής να καθορίζεται στις 30.000 δραχμές το δολάριο. Αναλόγως αναπροσαρμόζονται και οι τιμές σε δραχμές όλων των άλλων ξένων νομισμάτων.

Το ελληνικό οικονομικό θαύμα

Οι δείκτες αρχίζουν σταδιακά να βελτιώνονται. Στην αρχή αργά και αργότερα εντυπωσιακά. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα επιτευχθεί το επονομαζόμενο «ελληνικό οικονομικό θαύμα». Ο μέσος όρος οικονομικής ανάπτυξης κυμαινόταν γύρω στο 7% ετησίως, ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο, μετά από αυτόν της Ιαπωνίας.

Μάλιστα κάποια έτη τη δεκαετία του 1950, ανάπτυξη ξεπέρασε ακόμη και το 10%. Εκτός από το σχέδιο Μάρσαλ και την υποτίμηση της δραχμής, οι άλλοι σημαντικοί λόγοι της ανάπτυξης ήταν η έλευση ξένων επενδύσεων κυρίως επί διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, η σημαντική ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, η ανάπτυξη του τουρισμού (τότε δημιουργήθηκαν τα Ξενία ανά την Ελλάδα) και των υπηρεσιών γενικότερα.

Τελευταία αλλά εξίσου σημαντική, υπήρξε η ογκώδης οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως σε τεράστια έργα υποδομής, όπως και στην ανακατασκευή των ελληνικών πόλεων. Η ανοικοδόμηση αυτή όμως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ακόλουθες δραματικές συνέπειες που είχε η οικονομική αυτή άνοδος, στην ελληνική κοινωνία και στην ανάπτυξη των πόλεων.

Εισδοχή στον στενό πυρήνα της ευρωζώνης

Η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών το 1974, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η εξίσωση των δύο φύλων όσον αφορά τις απολαβές στην εργασία και η εθνική συμφιλίωση θα οδηγήσουν στην ευημερία των πολιτών, ωστόσο θα επιδεινώσουν το δημόσιο χρέος λόγω της αύξησης του εσωτερικού δανεισμού.

Τον Ιούνιο του 2000 η Ελλάδα θα γίνει δεκτή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, υιοθετώντας το ευρώ με ισοτιμία 1 προς 340,75 δραχμές. Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν η μείωση της ανεργίας και η περαιτέρω ανοικοδόμηση της οικονομίας μέσω και της ιδιωτικοποίησης διαφόρων μεγάλων κρατικών εταιρειών, η αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης, η διόρθωση του φορολογικού συστήματος, και η ελαχιστοποίηση των γραφειοκρατικών αδυναμιών.

Η επιβολή των δυσβάσταχτων μνημονίων

Ιανουάριο του 2009 ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβαθμίζει τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από Α σε Α- αυξάνοντας το κόστος δανεισμού. Σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση και τις δημοσιονομικές παθογένειες χρόνων, το ελληνικό δημόσιο αδυνατεί να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια από τις αγορές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλύψεις τις υποχρεώσεις του, όπως για παράδειγμα την αποπληρωμή των ομολόγων που έληγαν στις αρχές του 2010.

Στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει ότι η χώρα μας προσφεύγει για χρηματοδότηση στον μηχανισμό στήριξης. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχονται να δανείσουν την Ελλάδα υπό όρους και με την υποχρέωση να λάβει επαχθή μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η περιπέτεια των μνημονίων μόλις είχε ξεκινήσει.