Ο βελγικός Τύπος απευθύνει ομόφωνη έκκληση προς το Βέλγιο να μην υποχωρήσει στο μίσος και την απελπισία και δηλώνει ότι η ελευθερία και η ανεκτικότητα είναι ισχυρότερες από τη βαρβαρότητα και τον θρησκευτικό φανατισμό.

«Την αισθανόμασταν, στο Βέλγιο, την απειλή να πλησιάζει εδώ και μήνες, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι», γράφει ο Francis van de Woestyne στην Libre Belgique. «Είχαμε καταλήξει να συνηθίσουμε το βεβαρυμένο κλίμα, ελπίζοντας ότι οι τρομοκράτες δεν θα προχωρούσαν τελικά στις εγκληματικές, τυφλές, βάρβαρες αιματηρές τους ενέργειες. ‘Η ότι θα εξουδετερωθούν. Η σύλληψη του Σάλαχ Αμπντεσλάμ είχε δημιουργήσει κάποια ελπίδα στον πληθυσμό και ενίσχυσε το κύρος εκείνων που αγωνίζονται, βήμα-βήμα, μέρα τη μέρα, κατά του απόλυτου κακού που είναι η τρομοκρατία. Η σύλληψη αυτού του ανθρώπου αναδείκνυε- ελπίζαμε – την υπεροχή των δυνάμεων της αστυνομίας απέναντι σε αυτά τα μικρά ασήμαντα κτυπήματα. Αλλά όχι. Οι Βρυξέλλες κτυπήθηκαν στην καρδιά. Αθώοι είναι νεκροί. Έφευγαν για διακοπές, επέστρεφαν στη χώρα. Πήγαιναν στη δουλειά, στο σχολείο» προσθέτει.

Λίγο περισσότερο από τέσσερις μήνες μετά το Παρίσι, οι Βρυξέλλες επλήγησαν με τη σειρά τους στην καρδιά από άνευ προηγουμένου τρομοκρατικές επιθέσεις που προκάλεσαν τον θάνατο άνω των 30 ανθρώπων και τον τραυματισμό 230 στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών και σε έναν σταθμό της πρωτεύουσας. Εάν η βαρβαρότητα κλόνισε τη χώρα, ο Τύπος θέλει να δει σήμερα ένα Βέλγιο που «στέκεται όρθιο», «που η ενότητα είναι η δύναμη» που δεν παραδίδεται μπροστά «στον ισλαμιστικό τρόμο». «13 Νοεμβρίου 2015-22 Μαρτίου 2016. 130 μέρες πέρασαν. Ο ίδιος τρόμος. Το ίδιο τυφλό και φονικό μίσος», γράφει ο Jean-Marc Gheraille στην Derniere Heure.

«Ο τρόμος χτύπησε τις Βρυξέλλες», γράφει ο διευθυντής της L’ Echo Joan Condijts. «Μερικοί αποπροσανατολισμένοι ένωσαν τις μάταιες χίμαιρες του και πήραν μαζί τους καμιά τριανταριά αθώους στην ανόητη θυσία τους».

«Ο θόρυβος είναι συνεχής και βγαίνει από παντού, διασχίζει την πόλη σαν πληγή ανοικτή. Ασθενοφόρα, πυροσβεστικά, αστυνομικά αυτοκίνητα με αναμμένους φάρους ουρλιάζουν στο πέρασμά τους. Οι άνθρωποι σταματούν, κοιτάζουν, κατακεραυνωμένοι: το βλέμμα τους είναι κενό. Ξέρουν ότι όλα αυτά είναι αληθινά, ξέρουν επίσης ότι ήξεραν: αυτό ερχόταν, αυτό θα συνέβαινε», γράφει η Beatrice Belvaux, συντάκτρια του κύριου άρθρου της Le Soir.

Εκτός από τη συγκίνηση, τα πρώτα ερωτηματικά εμφανίζονται στον βελγικό Τύπο. «Πώς να αποφευχθεί ο τρόμος; Πώς να αντιμετωπισθούν οι καμικάζι φαντάσματα;» γράφει ο Joan Condijts, που θεωρεί αναγκαία την δραστηριοποίηση της αστυνομίας και του στρατού στη δημόσια σφαίρα, την ενίσχυση των υπηρεσιών Πληροφοριών, την ενίσχυση της ικανότητας της αστυνομίας να εντοπίσει τα δίκτυα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ακόμη, όπως προτείνει ο δικαστής Μισέλ Κλεζ, την ποινικοποίηση της διδασκαλίας της σαρία.

«Αυτή η απόλυτη σφαγή μας υπενθυμίζει, με κυνικό, επώδυνο τρόπο ότι ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας δεν θα τελειώσει ποτέ», παραδέχεται ο Francis Van de Woestyne προσθέτοντας ότι «απέναντι σε αυτούς του μαχητές της αποκάλυψης», οι δημοκρατίες οφείλουν «περισσότερο από χθες, να οργανωθούν έως και να οπλιστούν για να προστατεύσουν τον πληθυσμό».

«Τίποτε πια δεν θα είναι το ίδιο… αναμφίβολα, οι ζωές μας θα εκτυλίσσονται περισσότερο στη σκιά των μέτρων ασφαλείας και των περιορισμών στην ιδιωτική μας ζωή και στην ελευθερία των κινήσεών μας. Σε καιρό πολέμου, οι νόμοι δεν είναι πλέον οι ίδιοι, και αυτό εδώ είναι πόλεμος», γράφει στην Standaard o Bart Sturtewagen.

H De Morgen διαπιστώνει ότι το Βέλγιο βρίσκεται σε μία νέα πραγματικότητα και αναρωτιέται μήπως πλέον πρέπει «να ζούμε λίγο διαφορετικά». «Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα εντάξουμε την αλλαγή της ζωής μας στις συνήθειες και τις αξίες μίας ελεύθερης κοινωνίας, ανοικτής και ισότιμης» αναφέρει.