Η παχυσαρκία αποτελεί πλέον μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου παγκοσμίως αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα διατροφικά προβλήματα για τις σύγχρονες κοινωνίες.

Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι στις ΗΠΑ περίπου το 45% του γενικού πληθυσμού και το 20% των παιδικού πληθυσμού είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενώ στην Ευρώπη τα ποσοστά της παχυσαρκίας στους άντρες είναι 10-20% και στις γυναίκες 15-25%.

H Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της EE σε συχνότητα παχυσαρκίας ενηλίκων και δεύτερη, μετά την Ιταλία, σε συχνότητα παιδικής παχυσαρκίας, επισημαίνει επικαλούμενη αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η διαιτολόγος-διατροφολόγος Μαρία Κοκκίνου.

«Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι περίπου 7 στους 10 Έλληνες και 5 στις 10 Ελληνίδες έχουν βάρος πάνω από το φυσιολογικό. Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και για τα παιδιά στη χώρα μας, καθώς εξακολουθούν να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των πιο παχύσαρκων παιδιών στην Ευρώπη, με το 20% των αγοριών και το 16% των κοριτσιών να είναι παχύσαρκα. Σημαντικό ρόλο παίζει η πρόληψη στις μικρές ηλικίες, καθώς το 70% των υπέρβαρων παιδιών και εφήβων θα γίνουν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικες, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 80% αν ένας εκ των δύο γονέων είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος» αναφέρει στο ΑΜΠΕ η κ. Κοκκίνου, με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα κατά της Παχυσαρκίας.

Αποτελέσματα παλαιότερης έρευνας έδειξαν ότι τα νεαρά κορίτσια που κάνουν συχνά δίαιτες εμφανίζουν 12 φορές περισσότερο επεισόδια υπερφαγίας συγκριτικά με τα νεαρά κορίτσια που δεν υποβάλλουν τον εαυτό τους σε δίαιτες, υπογραμμίζει από την πλευρά της η διαιτολόγος -διατροφολόγος Κική Γούτα.

Παράλληλα, αναφέρει ότι πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το ΑΠΘ και αφορούσε τη διερεύνηση διαταραγμένων στάσεων και συμπεριφορών στην πρόσληψη τροφής μαθητών και μαθητριών λυκείων ηλικίας 17 ετών, έδειξε ότι 2 στα 3 κορίτσια και 1 στα 3 αγόρια θα ήθελαν να χάσουν βάρος, ακόμη κι όταν θεωρούν το βάρος τους κανονικό.

Σύμφωνα με την κ. Γούτα, η παχυσαρκία, εκτός από τη διατροφή, οφείλεται και σε γενετικούς, ψυχολογικούς, ορμονικούς, περιβαλλοντικούς, δημογραφικούς, και κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες, στη μειωμένη φυσική δραστηριότητα αλλά και στη λήψη φαρμάκων.

«Η σοβαρή παχυσαρκία κρύβει κινδύνους για την υγεία καθώς παρουσιάζει επιπλοκές. Στους άντρες εμφανίζεται με συσσώρευση λίπους γύρω από την κοιλιά, ενώ στις γυναίκες με συσσώρευση λίπους στους μηρούς και τους γλουτούς η οποία προκαλεί κυρίως αγγειακά προβλήματα από τα κάτω άκρα, (όπως φλεβική ανεπάρκεια κάτω άκρων, κιρσούς).

Οι κυριότερες επιπλοκές της παχυσαρκίας είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 με ποσοστό 61%, ο καρκίνος ενδομήτριου 34%, η χολολιθίαση 30%, η οστεοαρθρίτιδα 24%, η αρτηριακή υπέρταση 17%, η στεφανιαία νόσος 17%, ο καρκίνος μαστού 11% και ο καρκίνος παχέος εντέρου, 11%» εξηγεί η κ. Γούτα.

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα, στην οποία απευθύνεται. «Ανάμεσα στις ιατρικές μεθόδους που ακολουθούνται για τη μείωση του σωματικού λίπους συμπεριλαμβάνονται ειδικές δίαιτες, σωματική άσκηση, φαρμακευτική αγωγή και χειρουργικές επεμβάσεις. Η άσκηση από μόνη της έχει μικρή επίδραση στην απώλεια βάρους, περίπου 2-3 κιλά κατά μέσον όρο. Αντίθετα, παράλληλα µε τη διατροφή, βοηθά στην απώλεια λίπους από τις κοιλιακές αποθήκες και προφυλάσσει από την απώλεια του μυϊκού ιστού. Η φαρμακευτική αγωγή της παχυσαρκίας αποτελεί το δεύτερο βήμα για την αντιμετώπισή της. Το παχύσαρκο άτομο θα πρέπει να καταφεύγει σε χρήση φαρμάκων μόνο όταν η διαιτολογική αντιμετώπιση έχει αποδεδειγμένα αποτύχει στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Τελευταίο βήμα στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας μπορεί να αποτελεί η χειρουργική αντιμετώπιση. Το παχύσαρκο άτομο μπορεί να αντιμετωπιστεί χειρουργικά, μόνο όταν όλες οι άλλες προσπάθειες θεραπείας έχουν αποτύχει ή όταν πρόκειται για νοσογόνο παχυσαρκία, όπου οι κίνδυνοι για την υγεία αλλά και τη ζωή του ατόμου είναι αυξημένοι» επισημαίνει από την πλευρά της η διαιτολόγος διατροφολόγος Γιώτα Καρακασίδου.

Ακόμη και όταν ένας παχύσαρκος έχει φτάσει στο επιθυμητό βάρος χάνοντας κιλά θα πρέπει να είναι προσεκτικός στη διατροφή του για περισσότερο από ένα χρόνο. «Όταν ο παχύσαρκος αδυνατίσει μειώνεται η έκκριση μιας ορμόνης, της λεπτίνης, η οποία συσχετίζεται με τη παχυσαρκία. Τα κύτταρά του συνεχίζουν να έχουν αντίσταση στη λεπτίνη και έτσι η λεπτίνη που εκκρίνεται δεν είναι αρκετή για να υπάρχει το αίσθημα του κορεσμού. Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται συντήρηση και προσοχή πάνω από ένα χρόνο προκειμένου να μειωθεί η αντίσταση στη λεπτίνη, δηλαδή οι υποδοχείς των κυττάρων να γίνουν πιο ευαίσθητοι και να δημιουργούν το αίσθημα του κορεσμού» εξηγεί η κ Καρακασίδου.

Τέλος, τονίζει ότι οι επιστήμονες διαιτολόγοι-διατροφολόγοι εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους να διατρέφονται υγιεινά και να ασκούνται μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της παχυσαρκίας.