«Ζει» φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που είχαν συγκεντρωθεί τον Μάιο του 1963 στην κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Από αυτό το Ζει εμπνεύστηκε και ο συγγραφέας του φανταστικού ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος, Βασίλης Βασιλικός, δίνοντας του τον τίτλο «Ζ». Ο ίδιος άλλωστε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή του : «Οι τοίχοι της Αθήνας ήταν γεμάτοι με ‘Ζ’ την εποχή εκείνη. Ο αρχικός τίτλος του βιβλίου ήταν  “Ο Λαμπράκης ζει”, αλλά επειδή το βιβλίο κατέληξε να μην έχει πια τα πραγματικά ονόματα, έγινε “Ζ” με το άρθρο “ο” μπροστά, όποτε αναφερόταν στο όνομα Λαμπράκης».

Η νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, από παρακρατικούς, στην ταραγμένη δεκαετία του ’60, θεωρείται ίσως το πιο προβεβλημένο μυθιστόρημα στην Ελλάδα που ακολουθεί τη γραμμή non-fiction.
«Είναι κάτι ανάλογο με το χαρακτηρισμό “μη μυθιστορηματικό μυθιστόρημα”–non fiction novel– που λανσάρισε στο “Εν Ψυχρώ” ο Τρούμαν Καπότε. Σημαίνει, με άλλα λόγια, μια περίπτωση, που θα ήταν, κάτω από άλλες περιστάσεις, φανταστική ή μυθιστορηματική αλλά συμβαίνει να ’ναι εκατό τα εκατό πραγματική και μη μυθιστορηματική. Δηλαδή το ‘Ζ’ υπακούει στους νόμους ενός έργου φαντασίας, έχει δική του νομοτέλεια, αυτόνομη, μόνο που τυχαίνει όλα αυτά να μην είναι διόλου φανταστικά, αλλά μια πιστή και υπεύθυνη αντιγραφή της πραγματικότητας» δήλωνε ο συγγραφέας το 1966.

Γραμμένο σχεδόν παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων και της δίκης που συντάραξε την Ελλάδα, το «Ζ» κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας καθώς ο συγγραφέας αξιοποιεί έντεχνα τα επίσημα ντοκουμέντα της υπόθεσης Λαμπράκη. Παρόλα αυτά το κείμενο δεν παρουσιάζει μη λογοτεχνική απόδοση και έχοντας και ντοκυμαντερίστικη γραφή, γι αυτό και ορίζει τελείως διαφορετικά μια μυθιστορηματική πραγματικότητα. Έτσι η αξία του ξεφεύγει της ιστορικής και πολιτικής, αποζημιώνοντας τον αναγνώστη με τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα μετατρέπονται σε σημεία γραφής και φορείς λογοτεχνικότητας.

Μια αφήγηση ψηφιδωτό, κατευθύνει κάθε κεφάλαιο από την οπτική γωνία διαφορετικού προσώπου. Ο χαμάλης που θα κάνει τη «μετακόμιση» (τη δολοφονία), ο αρχηγός της αστυνομίας, ο ίδιος ο Λαμπράκης, οι περαστικοί που βρίσκονται τυχαία στα σημεία των οργανωμένων συμπλοκών, διαρθρώνονται σαν επάλληλοι κύκλοι γύρω από τη δολοφονία, την τοποθετούν στην ουσία σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο με τους απόηχους του εμφύλιου και τα δύσκολα χρόνια μιας νοθευμένης δημοκρατίας παρόντα.

Η ΕΔΑ επίσημα αναγνωρίζεται αλλά ανεπίσημα διώκεται. Οι επικεφαλής της αστυνομίας αντί για όνομα ή έστω αρχικό παίρνουν ονόματα προϊστορικών ζώων, της οικογένειας των σαυρών, και ονομάζονται Μαστοδοντόσαυρος, Θηριόσαυρος, Αργηχόσαυρος, ενώ οι μπράβοι τους δανείζονται προσωνύμια από την οικογένεια των πιθηκοειδών, όπως νυχτοπίθηκοι ή των αρπακτικών όπως γυπαετοί. Τα θύματά τους, οι απλοί πολίτες, ως κατώτερες συνομοταξίες, ως ζώα του εδάφους, αδυνατούν να αμυνθούν στις επιθετικές ορμές τους. Αλλά η συμβολοποιΐα δεν σταματά εδώ, εμπλουτίζεται μάλιστα με στοχαστικές παρενθέσεις. Οι φιλειρηνιστές αριστεροί διώκονται άγρια και θυσιάζονται για ανώτερα ιδανικά, σαν τους πρώτους Χριστιανούς, σε μια κοινωνία φανατισμού και μισαλλοδοξίας.

Κι όταν η δράση διακόπτεται, οι στοχασμοί πάνω στον αγώνα και τη ζωή, τη δημοκρατία και την κοινωνία του ίδιου του Λαμπράκη έρχονται για να υπερτονίσουν τα ιδανικά του και μάλιστα τόσο ώστε ο κοινωνικός αγωνιστής να μετατραπεί σε μυθιστορηματικό πρόσωπο και ηθικό πρότυπο.

Η ανάδειξη άλλωστε του παρακράτους, που χρησιμοποιεί θεμιτούς κι αθέμιτους τρόπους για να ασκήσει μια πολιτική υπόγεια και να χειραγωγήσει τους φτωχούς ανθρώπους μετατρέποντας τους σε όργανά του, εμπλουτίζει τη δημοσιογραφική κάλυψη με ένα λογοτεχνικό βάθος.

«Μια μικρή φράση στο Μετώκησεν αποδίδει ίσως το βασικό γνώρισμα της αφηγηματικής τέχνης και του ύφους του Βασιλικού : “μιλώ γελοιογραφικά”. Εντούτοις μιλάει, κατά κανόνα, για τα σοβαρά ζητήματα της εποχής μας, αυτά που περνούν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο κάθε φορά, σε συνδυασμό με τις “σταθερές” του καπιταλιστικού κόσμου. Η δημιουργία του Βασιλικού είναι αξεχώριστη από μια τέτοια θεώρηση των σύγχρονων φαινομένων. Γι’ αυτό και οι “μύθοι” του είναι κατά κανόνα ευανάγνωστοι και ευδιάγνωστοι, με εξαίρεση την κάπως αυξημένη κρυπτικότητα της τριλογίας του, που τον καθιέρωσε στα Γράμματα» έγραφε ο Μ. Μερακλής για τον συγγραφέα.

Στις αρχές του 2009, η εφημερίδα «Guardian» δημοσίευσε την «οριστική» λίστα με τα χίλια μυθιστορήματα που πρέπει να διαβάσει κανείς. Στην κατηγορία «state of the nation», βρέθηκε και το «Ζ», «εξισώνοντας» εν μέρει τον συγγραφέα του, με τον παγκοσμίως αναγνωρισμένο έλληνα συγγραφέα Ν.Καζαντζάκη που υπήρχε σε άλλες και δικαιολογημένα πήρε και σε αυτή τη λίστα μια θέση.

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»