Ανησυχίες ότι οι επόμενες εκλογές θα μπορούσαν να ρίξουν τους τίτλους τέλους της «ιστορίας επιτυχίας» της κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού» στην Αυστρία -της συγκυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών και του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος- εξέφρασε στην καθιερωμένη θερινή συνέντευξή του στις αυστριακές επαρχιακές εφημερίδες ο Αυστριακός ομοσπονδιακός πρόεδρος Χάιντς Φίσερ, σχολιάζοντας προφανώς τις ενδοκυβερνητικές διαφορές των τελευταίων εβδομάδων.

«Αυτό θα αποτελούσε μια αξιοσημείωτη τομή», είπε στη συνέντευξη ο κ. Φίσερ ενώ παραπέμποντας στην εξέλιξη της Αυστρίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σημείωσε ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα και ότι ο ίδιος πιστεύει πως, για λόγους σύνεσης και πολιτικής λογικής, τα δύο κόμματα θα συνετιστούν και δεν θα αναζητήσουν την τύχη τους σε νέες, πρόωρες εκλογές.

Ο ίδιος διακρίνει ήδη προσπάθειες ορισμένων κυβερνητικών στελεχών, για επάνοδο σε μια ομαλή κατάσταση και θεωρεί πως η κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει προσπάθειες για αύξηση της παραγωγικότητάς της και της εικόνας της προς τα έξω.

Οι ανησυχίες και οι υπομνήσεις αυτές του προέδρου Φίσερ, ο οποίος βρίσκεται εδώ και δέκα χρόνια στο ύπατο αξίωμα της χώρας του, έρχονται να υπογραμμίσουν τη γενικότερη δυσαρέσκεια που επικρατεί στον αυστριακό πληθυσμό από την κάθε άλλο παρά ενιαία κυβερνητική πολιτική που εμφανίζονται να ακολουθούν τα δύο κόμματα της κυβέρνησης, στελέχη των οποίων αλληλοκατηγορούνται αρκετές φορές για αμοιβαίο «μπλοκάρισμα» του έργου της.

Είναι γεγονός πως μόλις 9 μήνες μετά τις τελευταίες αυστριακές βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, δημοσκοπήσεις φέρουν τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα να μην συγκεντρώνουν πλέον την πλειοψηφία περιοριζόμενα μάλιστα, σε κάποιες από αυτές, στο 45%, ενώ ένα ποσοστό 52% και πλέον, φέρεται να διαθέτουν τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης, το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, Πράσινοι και το νεοφιλελεύθερο ΝΕΟΣ («Νέα Αυστρία»).

Ως αιτία της μείωσης της δύναμης και της «απώλειας» της πλειοψηφίας για τα δύο κυβερνώντα κόμματα θεωρείται η συνέχιση των ενδοκυβερνητικών διαφορών κυρίως ως προς τη μείωση της φορολογίας, στο οποίο το Λαϊκό Κόμμα με τον αρχηγό του, αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών, Μίχαελ Σπίντελεγκερ, κρατά αρνητική στάση.

Ωστόσο, με την αντίθετη θέση τους και παρά την προώθηση από μέρους τους μιας μείωσης των φόρων, οι Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Βέρνερ Φάιμαν, δεν φέρεται να αποσπούν οφέλη, τα οποία εισπράττουν κατά κύριο λόγο, με την έντονη μέχρι ακραία αντιπολιτευτική τακτική τους, οι Ελεύθεροι του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε.

Πάντως, στο πρώτο φετινό θερινό υπουργικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα στη Βιέννη (το επόμενο προγραμματίζεται για την 26η Αυγούστου), η ηγεσία της κυβέρνησης εμφανίστηκε σαν «να μην συμβαίνει τίποτε» ως προς μια ενδοκυβερνητική διένεξη, με τον καγκελάριο Φάιμαν να τονίζει πως «η κατάσταση είναι καλή» και τον αντικαγκελάριο Σπίντελεγκερ να επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει καμία διένεξη, απλώς διαφορετικές απόψεις».

Στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, οι Σοσιαλδημοκράτες —οι οποίοι, όπως και τα προηγούμενα πέντε χρόνια, ηγούνται και πάλι της νέας κυβέρνησης συνασπισμού με το Λαϊκό Κόμμα— είχαν αναδειχθεί πρώτο κόμμα με ποσοστό 26,8%, με δεύτερο το Λαϊκό Κόμμα και 24%, ενώ ακολουθούσαν Κόμμα των Ελευθέρων με 20,5%, Πράσινοι 12,4%, το κόμμα του Αυστρο-καναδού δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία Φρανκ Στρόναχ Ομάδα Στρόναχ 5,7% και ΝΕΟΣ 5%.