Καθισμένη σε μία καρέκλα στο δικαστήριο του Bristol στη Βρετανία και κρατώντας γερά το χέρι της αδελφής της, η Ruth Edwards ξεσπούσε σε λυγμούς καθώς ο πατέρας τους David καταδικαζόταν σε φυλάκιση για το φόνο της μητέρας τους.

Η 28χρονη δεν θρηνούσε μόνο για την 44χρονη Michaela που στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου με τη ζώνη της ρόμπας της αλλά και για τον πατέρα της που θα περνούσε τα επόμενα 11 χρόνια στη φυλακή.

Έχοντας συγχωρέσει τον πατέρα τους η Ruth και η 25χρονη αδελφή της Sara απηύθυναν ακόμα και επιστολή στο δικαστήριο ικετεύοντας ο πατέρας τους να αφεθεί ελεύθερος. Περιέγραψαν τους γονείς τους ως ένα ζευγάρι που «δεν μπορούσε να χωρίσει αλλά δεν έπρεπε να ζει μαζί». «Είχαν μία έντονη και καταστροφική σχέση που έβαζε προς τα έξω το χειρότερο εαυτό και του ενός και του άλλου», είπαν.

Μιλώντας για πρώτη φορά, τέσσερα χρόνια μετά τη μέρα εκείνη, η Ruth δήλωσε: «Πολλοί άνθρωποι δεν θα μπορούν να καταλάβουν πως μπορέσαμε να συγχωρέσουμε τον πατέρα μας. Αλλά ποτέ δεν τον κατηγόρησα για το θάνατο της μαμάς γιατί δεν έφταιγε εκείνος. Για μένα είναι δύο διαφορετικά άτομα: το άτομο που σκότωσε τη μαμά μου δεν είναι ο μπαμπάς μου. Είναι κάποιος άλλος, που δεν είχε έλεγχο των πράξεών του. Ο πατέρας μου είναι ένας ευγενικός άνθρωπος και πρέπει να πιέστηκε πολύ για να κάνει κάτι τόσο φρικτό. Έχασε τον έλεγχο, βγήκε εκτός εαυτού. Έτσι τον διαχωρίζω από εκείνον που σκότωσε τη μητέρα μου».

Ο 51χρονος σήμερα David Edwards βρίσκεται στη φυλακή από το Νοέμβριο του 2008. Είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του όταν εκείνη τον χλεύασε μιλώντας για το νέο εραστή της. «Νιώθω πως η ζωή μου τα είχε προσφέρει όλα. Αυτό με κάνει να νιώθω πως το έγκλημά μου είναι χειρότερο από όλα τα άλλα. Όταν σκοτώνεις τον άνθρωπο που αγαπάς η θλίψη είναι διπλή: θρηνείς για την απώλεια και θρηνείς για το γεγονός πως εσύ προκάλεσες την απώλεια αυτή.

Η ζωή τους κυλούσε ομαλά μέχρι τη στιγμή που μετακόμισαν στο Bristol, το 1996. «Ξέραμε πως είχαν προβλήματα», θυμάται η Ruth. «Τσακώνονταν για τα λεφτά και το στρες που προκαλούσε. Η μετακόμιση στο Bristol επιδείνωσε την κατάσταση γιατί η μαμά ήταν μακριά από την οικογένειά της και της έλειπαν οι γονείς της και η υποστήριξή τους.

Έχουμε όμως πολλές καλές αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία, όταν δεν διαφωνούσαν υπήρχε πολλή αγάπη μεταξύ τους».

Η σχέση του ζευγαριού δοκιμαζόταν μέχρι που το 2005 χώρισαν για ένα χρόνο. Ο David νοίκιασε ένα διαμέρισμα και η Michaela έμεινε στο οικογενειακό σπίτι.

«Ανακουφίστηκα γιατί ήθελα να είναι χαρούμενοι, κι αφού δεν ήταν χαρούμενοι μαζί ας ήταν χωριστά», λέει η Ruth.
«Η ένταση ήταν μεγάλη, τσακώνονταν, μετά δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλο, μετά τα ξαναέβρισκαν και πάλι από την αρχή». Ένα χρόνο αργότερα ο David επέστρεψε στο σπίτι. Είπε στη Michaela πως είναι άρρωστος και πως ήθελε να τη συναντήσει. Έτσι κι έγινε. «Δεν μας εξήγησαν τίποτα, απλώς έκαναν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα», προσθέτει.

Μέσα στον επόμενο χρόνο η Ruth είχε φύγει από το σπίτι γιατί δεν άντεχε τους γονείς της. Σχεδόν δεν μιλούσε πλέον στη μητέρα της κι αυτό συνεχίστηκε έως το Μάρτιο του 2008, όταν ο πατέρας της έπαθε καρδιακή προσβολή. Οι γονείς της είχαν και πάλι χωρίσει αλλά έμεναν μαζί, πήγαιναν μαζί στη δουλειά, δούλευαν μαζί και ταξίδευαν μαζί! Όταν ο Edwards ήταν στο νοσοκομείο, η «σύζυγός» του τον επισκεπτόταν κάθε μέρα.

Στο τέλος του χρόνου η Michaela άρχισε να βλέπει έναν άλλο άνδρα και ο Edwards έστειλε email στις κόρες του ζητώντας να μείνουν τη νύχτα μαζί του. «Ήταν πολύ πεσμένος, κάτι πήγαινε στραβά. Δεν μας έλεγε τι συνέβαινε και δεν τον πίεσα. Ίσως θα έπρεπε», λέει η Ruth.

Η Ruth πέρασε τα Χριστούγεννα με την αδελφή της. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, δύο αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα και τους είπαν πως η μητέρα τους ήταν στο νοσοκομείο και ο πατέρας τους στο κρατητήριο καθώς είχε μόνος του καλέσει τις αρχές και ομολογήσει πως τη στραγγάλισε.

«Θυμάμαι πως σκεφτόμουν πως πρέπει να έχει γίνει λάθος. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο μπαμπάς είχε κάνει κάτι τέτοιο, είχα σοκαριστεί. Θυμάμαι να ρωτάω ‘είστε σίγουροι πως είναι αυτός;’ Και μου είπαν ‘ναι, ομολόγησε από μόνος του’», αφηγείται η Ruth.

Τα κορίτσια πήγαν κατευθείαν στη μητέρα τους στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν στη ΜΕΘ. Τέσσερις ημέρες αργότερα αποφάσισαν να κλείσουν τους διακόπτες που την κρατούσαν στη ζωή.

«Είχα ανάμεικτα συναισθήματα όταν την είδα στο νοσοκομείο», λέει η Ruth που δεν είχε μιλήσει στη μητέρα της για
δέκα μήνες. «Έδειχνε μικροσκοπική και ευάλωτη. Με χτύπησε ένα κύμα συγκίνησης, ήταν τόσο θλιβερό. Ξέραμε όμως πως δεν επρόκειτο να ξυπνήσει από το κώμα».

Η επόμενη φορά που είδαν τον πατέρα τους ήταν στο δικαστήριο, όπου δήλωσε ένοχος. «Ελπίζαμε να δήλωνε αθώος», αποκάλυψε η Ruth «αλλά ο μπαμπάς δεν ήθελε να γίνει δίκη ή να δει το όνομα της μαμάς να σέρνεται στη λάσπη. Ακόμα και τώρα την αγαπά πιο πολύ από οτιδήποτε. Είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί της».

Τα κορίτσια επισκέπτονται τον πατέρα τους κάθε μήνα. «Ήταν υπέροχο να τον βλέπουμε ξανά μετά από όσα περάσαμε. Θέλαμε απλά να του πούμε: ‘είναι οκ, δεν είμαστε θυμωμένες μαζί σου, καταλαβαίνουμε’. Παρότι ήταν ακόμα σε κατάσταση σοκ, έδειχνε ανακουφισμένος», λέει η Ruth και καταλήγει: «η αδελφή μου κι εγώ ανακαλύψαμε πως είμαστε πολύ πιο δυνατές από ότι νομίζαμε. Μπορεί σε κάποιους να φαίνεται παράξενο αλλά ο δεσμός ανάμεσα στον μπαμπά, τη Sara κι εμένα είναι πιο δυνατός από ποτέ».