Μετά από τρεις ολόκληρες δεκαετίες η μουσική ροκ επέστρεψε στο Αφγανιστάν, στο πρώτο φεστιβάλ που έδωσε την ευκαιρία σε εκατοντάδες νέους, άνδρες και γυναίκες, να ακούσουν ζωντανά πρωτόγνωρους ήχους.

Συγκροτήματα από την Αυστραλία, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν και το Αφγανιστάν συμμετείχαν στο εξάωρο φεστιβάλ παίζοντας μπλουζ, ίντι, ελεκτρόνικα και ντεθ μέταλ μπροστά σε ένα κοινό που δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη χώρα.

Το φεστιβάλ «Σάουντ Σέντραλ» ήταν μια καινοτομία για τη βαθιά συντηρητική χώρα. Το καθεστώς των Ταλιμπάν είχε απαγορεύσει εντελώς τη μουσική ενώ ακόμη και σήμερα τα καταστήματα δίσκων συχνά δέχονται επιθέσεις και οι μουσικοί υφίστανται διακρίσεις για τα ρούχα τους ή τα μαλλιά τους.

Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη γιορτή της μουσικής ήταν πάντως καθαρά αφγανική: το αλκοόλ απαγορευόταν αυστηρά, το μοναδικό φαγητό που υπήρχε ήταν κεμπάπ ενώ δύο φορές τα συγκροτήματα έφυγαν από τη σκηνή και τα μικρόφωνα έκλεισαν προκειμένου να ακουστεί το κάλεσμα για την προσευχή από τα γειτονικά τζαμιά.

Οι νεαροί ορμούσαν προς τη σκηνή, χοροπηδούσαν και ύψωναν τα χέρια τους στον αέρα καθώς έπαιζε το τοπικό συγκρότημα White Page. Το πλήθος αραίωσε μόνο για μια στιγμή, όταν ένας νεαρός με τζιν άρχισε να χορεύει μπρέικ-ντανς.

Το φεστιβάλ οργανώθηκε κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας σε μια γωνιά των γραφικών Κήπων Μπαμπούρ, ένα συνήθως ήσυχο πάρκο που περιβάλλει τον τάφο του Μπαμπούρ, του πρώτου αυτοκράτορα των Μουγκάλ.

Η ημερομηνία και ο ακριβής χώρος διεξαγωγής του κρατήθηκαν μυστικά μέχρι την τελευταία στιγμή, για να αποφευχθεί μια πιθανή επίθεση. Παρά τη μυστικότητα, 450 άτομα πλήρωσαν εισιτήριο για να διασκεδάσουν ενώ δεκάδες άλλοι έφτασαν από τους γύρω δρόμους, όταν άρχισε να παίζει η μουσική. Μερικοί ηλικιωμένοι, με τουρμπάνια και γενειάδες, έκαναν επίσης την εμφάνισή τους στο χώρο και κατόπιν έφυγαν, χωρίς όμως να εκφράσουν κάποιας μορφής αποδοκιμασία.