Εταιρείες που υπόσχονται το πιο αποτελεσματικό διαδικτυακό κατάστημα, βίντεο που εγγυώνται την δημιουργία του δικού σου ιστοχώρου χωρίς να καμία ιδιαίτερη γνώση προγραμματισμού, φίλοι και συγγενείς που μπορούν, σε τιμή κόστους ή ευκαιρίας να σε βοηθήσουν να αποκτήσεις μια δυναμική διαδικτυακή παρουσία…

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου

Στην εποχή της ευρυζωνικότητας, που καθένας από εμάς καταναλώνει καθημερινά ατελείωτες ώρες μπροστά από μια οθόνη εμπιστευόμενος το διαδίκτυο για τις πιο απλές μέχρι τις πιο σύνθετες ανάγκες, κάθε επίδοξος ιδιοκτήτης διαδικτυακής παρουσίας ανακαλύπτει πληθώρα λύσεων και ευκαιριών. Βέβαια συνομιλώντας κανείς με τους ειδικούς στην διαδικασία αναζήτησης της καλύτερης δυνατής λύσης, τα κριτήρια είναι σχετικά το ίδιο και οι ευκαιρίες αφού τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται ιδιαιτέρως δαπανηρές.

«Μιλώντας για την διαδικτυακή παρουσία σήμερα, δεν επιχειρηματολογούμε αναφέροντας μόνο το κύρος που μπορεί να προσδώσει σε μια επιχείρηση, αλλά την αξιοπιστία της. Αν ακούσεις για μια εταιρεία, ακόμα και ως υποψήφιος εργαζόμενος σε αυτή, χωρίς να μπορείς να την εντοπίσεις διαδικτυακά, δύσκολα θα την εμπιστευτείς. Από πληροφορίες και ειδήσεις μέχρι είδη πρώτης ανάγκης, ψάχνεις στο διαδίκτυο. Ιστότοποι που περιλαμβάνουν σχόλια χρηστών για διάφορα προϊόντα έχουν μετατραπεί σε επιχειρηματικούς κολοσσούς γιατί εκτός από το να σου συστήσουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, σου προσφέρουν και μια αξιόπιστη για το ευρύ κοινό αξιολόγηση. Το «word of mouth» έχει κατοχυρωθεί ως ένας από τους ισχυρότερους τρόπους marketing και πλέον χτίζεται μέσω διαδικτύου σε έναν διάλογο που δεν έχει σύνορα. Άλλωστε η διαδικτυακή αγορά υπηρεσιών και προϊόντων κερδίζει καθημερινά έδαφος σε αντίθεση με τα φυσικά καταστήματα , τα οποία κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφηκε αύξηση στην πραγματοποίηση αγορών μέσω διαδικτύου στην Ελλάδα για το 2014, με τρεις στους δέκα πολίτες να έχουν πραγματοποιήσει έστω και μια ηλεκτρονική αγορά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Για να συνοψίσουμε, με μια γρήγορη ματιά τόσο στην εγχώρια όσο και στην παγκόσμια επιχειρηματική δραστηριότητα των τελευταίων ετών, εύλογα συμπεραίνει κανείς πως η ύπαρξη ιστοσελίδας είναι αναγκαία. Το ερώτημα λοιπόν έχει μετατοπιστεί. Αντί να διερωτόμαστε αν πρέπει ή όχι να κατασκευάσουμε ένα website για την επιχείρησή μας, πλέον εξετάζουμε ποιο είναι το κατάλληλο website για να εκπροσωπήσει την επιχείρησή μας στον παγκόσμιο ιστό» αναφέρει ο κ. Σπύρος Κλωνής, ιδιοκτήτης και προγραμματιστή της εταιρείας πληροφορικής Server Solutions, η οποία δραστηριοποιείται στην κατασκευή ιστοσελίδων, στην διαδικτυακή προώθηση των επιχειρήσεων και στην ανάπτυξη δικτύων.

Τι πρέπει να ξέρει όμως κανείς για να κατασκευάσει ένα επιτυχημένο διαδικτυακό «μαγαζί», ικανό να ξεχωρίσει του ανταγωνισμού, να προσελκύσει πελάτες αλλά και να τους διατηρήσει; Ο κ. Κλωνής με την σχεδόν δεκάχρονη εμπειρία της Server Solutions μας ενημερώνει για όλα όσα πρέπει να ξέρουμε πριν την επίσκεψη στον ειδικό…


«Από τους πελάτες που απευθύνονται στην Server Solutions, πολλοί είναι εκείνοι που κατά την πρώτη επίσκεψη παρουσιάζονται μπερδεμένοι, είτε γιατί δεν ξέρουν πια λύση να επιλέξουν, είτε επειδή επιλέγοντας μια φτηνή λύση κατέληξαν να την πληρώνουν ακριβά. Εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται άλλωστε το “φαινόμενο του ξαδέρφου” όπως θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε χαριτολογώντας. Όλο και κάποιος από το οικείο περιβάλλον, ως ειδήμονας , διατείνεται πως μπορεί με ιδιαιτέρως χαμηλό κόστος να κατασκευάσει την καλύτερη δυνατή διαδικτυακή παρουσία. Εντέλει βέβαια η καλύτερη δυνατή αποδεικνύεται η πιο ακατάλληλη αφού ή δεν ολοκληρώνεται εμπρόθεσμα ή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της επιχείρησης ή κατά περιπτώσεις δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Όταν μετά την πρώτη λανθασμένη επιλογή απευθύνονται σε εμάς για να ολοκληρώσουμε ή να κατασκευάσουμε εκ νέου το έργο , βλέπουμε ότι αν είχαν προσπαθήσει να κατασκευάσουν μόνοι τους με την βοήθεια ενός βίντεο- εγχειριδίου την ιστοσελίδα μπορεί και να τα είχαν καταφέρει καλύτερα»

Όπως μας ενημερώνει ο κ. Κλωνής, οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες στον κλάδο που πρέπει κανείς να είναι πολύ ενημερωμένος για να μπορεί να συμβαδίζει μαζί τους. «Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο ένας επαγγελματίας του χώρου» όπως διευκρινίζει.

«Ακριβές εγχειρίδιο για τους πελάτες δεν μπορούμε να βγάλουμε κι αυτό γιατί η κάθε μια επιχείρηση έχει διαφορετικές ανάγκες, απευθύνεται σε συγκεκριμένο target group πελατών και διαμορφώνει τον δικό της ανταγωνισμό. Για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές που μας ρωτάνε δια τηλεφώνου μια ενδεικτική τιμή αδυνατούμε να απαντήσουμε. Πρέπει να οριοθετήσουμε το τι ακριβώς χρειάζεται η επιχείρηση λαμβάνοντας υπόψη το προϊόν και την αγορά που διαμορφώνεται γύρω από αυτό».


«Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε ένας βασικός διαχωρισμός στις ιστοσελίδες. Ανάλογα με τις ανάγκες σου μπορούσες να αναπτύξεις ένα στατικό ή ένα δυναμικό site. Στις μέρες μας βέβαια, η λύση του στατικού ιστότοπου έχει παρέλθει αφού δεν υπάρχει ιστοσελίδα που δεν χρειάζεται ανανέωση περιεχομένου. Αυτή ήταν άλλωστε η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο λύσεις – στατική χαρακτηρίζαμε την ιστοσελίδα η οποία κατασκευαζόταν εξ’ αρχής από τον προγραμματιστή και ο ιδιοκτήτης της δεν είχε δυνατότητα να επέμβει σε αυτή μετά την ολοκλήρωσή της, παρά μόνο μέσω του προγραμματιστή. Αυτή η λύση αποδείχτηκε σύντομα ασύμφορη, αφού έπρεπε να πληρώνεις τον προγραμματιστή για κάθε μικρή ή και μεγάλη αλλαγή. Πλέον η κουβέντα αφορά μόνο δυναμικά websites, τα οποία αφού αναπτυχθούν, ο ιδιοκτήτης τους μπορεί ανά πάσα στιγμή να επέμβει , ανανεώνοντας ή τροποποιώντας το περιεχόμενό τους, όχι όμως και την δομή τους. Η επιλογή στατικής σελίδας δεν έχει κανένα νόημα, το δίλλημα δεν είναι πλέον δυναμικό ή στατικό αλλά «δυναμικό με ποιο τρόπο» Κι όταν λέμε τρόπο εννοούμε με τι σύστημα διαχείρισης των περιεχομένων».

Συνεπώς, ο βασικός διαχωρισμός σήμερα έγκειται στις σελίδες ανοιχτού ή κλειστού κώδικα του συστήματος διαχείρισής περιεχομένου, το λεγόμενο CMS (Content Management System), με τις λύσεις βέβαια να παρουσιάζονται ποικίλες στο καθένα από αυτά.

«Τα CMS ανοιχτού κώδικα ουσιαστικά αναπτύσσονται από κοινότητες προγραμματιστών και στην συνέχεια διανέμονται δωρεάν στο κοινό. Βέβαια κάποιος που δεν έχει ιδέα δεν θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να κατασκευάσει μόνος του μια καλή ιστοσελίδα». Σύμφωνα με τον κ. Κλωνή ως δημοφιλέστερα CMS σήμερα παρουσιάζονται τα Joomla, WordPress και Drupal, με την διαφορά τους να αφορά κυρίως την κοινότητα των προγραμματιστών που τα αναπτύσσει. Αυτά τα τρία καθιερωμένα ως οι ηγέτες της αγοράς αυτή τη στιγμή, καλύπτουν τις περισσότερες ανάγκες μιας επιχείρησης ενώ καθημερινά σχεδόν δημοσιεύονται επεκτάσεις και ενημερώσεις με νέες δυνατότητες και χαρακτηριστικά. Και φυσικά παρόλο που τα προαναφερθέντα προτιμούνται από την πλειονότητα των προγραμματιστών, δεν είναι τα μόνα συστήματα ανοιχτού κώδικα. «Υπάρχουν και άλλα που προτιμούνται σε αγορές του εξωτερικού όπως το Kentiko , το Umbraco και πολλά άλλα».


Μεταξύ τους, τα κυρίαρχα αυτά CMS, παρέχουν εν μέρει τις ίδιες δυνατότητες αν και το καθένα ξεχωριστά παρουσιάζει ένα διαφορετικό δυνατό σημείο διευκρινίζει ο κ. Κλωνής. «Για παράδειγμα πολλοί θεωρούν το WordPress ιδανικό για blogging ενώ το Joomla ενδείκνυται για ιστοσελίδες γενικού σκοπού. Συνοψίζοντας, για περιπτώσεις επιχειρήσεων οι οποίες θέλουν κάτι απλό, μια οικονομική και συγχρόνως αποτελεσματική λύση θα ήταν η επιλογή ενός από αυτά τα τρία CMS, βασισμένο σε ένα έτοιμο εικαστικό (template). Πέραν της εξοικονόμησης χρήματος, ως συμπληρωματικό πλεονέκτημά τους θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και την γρηγορότερη υλοποίηση, την εξοικονόμηση χρόνου δηλαδή».

Σαφή κριτήρια βέβαια για να καταλήξουμε σε ένα από τα τρία δεν υπάρχουν για να βασιστούμε. «Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όταν κάποιος προγραμματιστής ισχυρίζεται πως στην περίπτωσή κάποιου είναι καλύτερο το wordpress, τις περισσότερες φορές είναι επειδή αυτό συνηθίζει να χρησιμοποιεί, έχει δηλαδή μεγαλύτερη εξειδίκευση και εξοικείωση» συμπληρώνει.

Αν και το κόστος, σύμφωνα με τον κ. Κλωνή, δεν μπορεί να οριστεί, αφού το εύρος του, ειδικά έτσι όπως διαμορφώνεται η αγορά με τους μη επαγγελματίες να συμμετέχουν ενεργά, ενδεικτικά θα το κοστολογούσαμε από 600 έως 1300 ευρώ. «Βέβαια ανά περιπτώσεις οι ανάγκες είναι τέτοιες που η λύση του ανοιχτού κώδικα κοστίζει πολύ περισσότερο ή και πολύ λιγότερο, με αμφίβολα πάντα αποτελέσματα».


Στην αντίπερα όχθη συναντά κανείς τα συστήματα κλειστού κώδικα όπως stiger CMS, netvolution κλπ, τα οποία έχουν αναπτυχθεί από εταιρίες λογισμικού και κατά περιπτώσεις είναι εξειδικευμένα, το λεγόμενο custom made website. «Για να κατασκευαστεί ένας τέτοιος ιστότοπος, ουσιαστικά ο προγραμματιστής γράφει έναν αποκλειστικό κώδικα βασισμένο εξολοκλήρου στις ανάγκες μιας επιχείρησης, τα custom made δηλαδή αποτελούν εξειδικευμένη λύση για μια  επιχείρηση και μάλιστα προσαρμοσμένη στις ανάγκες της» μας πληροφορεί ο κ. Κλωνής.

Ως πλεονεκτήματα του custom made website θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις απεριόριστες δυνατότητες που παρουσιάζουν. «Μπορείς να κατασκευάσεις οτιδήποτε σε σχέση με τα έτοιμου κώδικα και να στοχοποιήσεις τις ανάγκες σου. Ουσιαστικά δηλαδή δεν θα έχεις καθόλου άχρηστα εργαλεία τα οποία απλά δεν χρησιμοποιείς και ότι και να σκεφτείς μπορείς να το φτιάξεις. Αυτό δεν σημαίνει πως αν κάποιος θέλει να φτιάξει ένα συγκεκριμένο εργαλείο, ένα συγκεκριμένο φιλτράρισμα κάποιων πληροφοριών για παράδειγμα, δεν μπορεί σίγουρα να το κάνει και στα ανοιχτού κώδικα website, απλά δεν ξέρω κατά πόσο συμφέρει το να προσπαθεί να τροποποιήσεις το σύστημα που κάποιος άλλος έχει γράψει. Ίσως είναι καλύτερα να φτιάξει εξ’ αρχής ένα δικό σου. Η τιμή σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζει τεράστιο εύρος οπότε δεν μπορεί να δοθεί κάποιος μέσος όρος».

Τα πάντα βέβαια, εξαρτώνται από τις ανάγκες της κάθε επιχείρησης και την διαδικτυακή παρουσία που θέλει να επιτύχει, επισημαίνει καταλήγοντας ο κ. Κλωνής . Σε κάθε περίπτωση λοιπόν πρέπει απαραίτητα να συγκεκριμενοποιηθούν οι ανάγκες για να μπορεί κανείς να προτείνει την καλύτερη δυνατή λύση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει κανείς να εξετάζει την αγορά, αλλά και να λαμβάνει υπόψη του τον ανταγωνισμό και τα ηλικιακά όρια του κοινού στο οποίο θα απευθύνει το προϊόν του. Και φυσικά απαραίτητο είναι να προσδιορίζεται εκ των προτέρων και κατόπιν σκέψης η ταυτότητα που πρέπει ή θέλουμε να έχει ο κάθε ιστότοπος, μια ταυτότητα που θα συνοδεύει την επιχείρηση και θα την συστήνει ανά τον κόσμο.