Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος απέστειλε σήμερα επιστολή στον υπουργό Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα με τις θέσεις και τις απόψεις της Επιμελητηριακής κοινότητας για τις απαιτούμενες αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία, προκειμένου αυτή να εκσυγχρονιστεί και να αποτελέσει εργαλείο ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση, τόσο για την ίδια την Πολιτεία, όσο και για τον επιχειρηματικό κόσμο.

Όπως επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρωτίστως απαιτείται, με την ευκαιρία της σύστασης κώδικα φορολογικής διαδικασίας, να υπάρξει κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς σήμερα υπάρχουν διατάξεις, όχι μόνο διάσπαρτες σε άλλα νομοθετήματα, αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες.

Επίσης, είναι μεγάλη ευκαιρία να εξεταστούν και πολλές επιμέρους διατάξεις που και άδικες είναι και προκαλούν κοινωνικές ανισότητες και τριγμούς, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις θέτουν προσχώματα και στην ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο κ. Μίχαλος στην επιστολή του προς τον κ. Στουρνάρα στη δημιουργία φορολογικής συνείδησης για τους φορολογούμενους, στη δημιουργία ελεγκτικής συνείδησης στους φορολογικούς ελεγκτές, αλλά και στην ανάγκη για αποκοπή από κάθε τι που αναφέρεται στο παρελθόν.

Σε ότι αφορά τις αλλαγές που προτείνει η ΚΕΕ και το ΕΒΕΑ σε επιμέρους θέματα, οι κυριότερες είναι:

– Να μη φορολογείται η διαφορά μεταξύ των πραγματικών εισοδημάτων και των τεκμαρτών εισοδημάτων, όταν αυτή οφείλεται σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων και όχι σε αύξηση της περιουσίας.

-Η μείωση φόρου για δωρεές να αντικατασταθεί με μείωση φόρου για ενοίκια κύριας κατοικίας.

-Να εκλογικευθούν οι αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης για σπίτια και αυτοκίνητα.

-Να έχουν τη δυνατότητα να αναβάλουν την απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά τα πρώτα τρία φορολογικά έτη, όχι μόνο οι νέες επιχειρήσεις, αλλά και οι παλαιές επιχειρήσεις που απέκτησαν νέες εγκαταστάσεις.

-Να αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες στο σύνολό τους οι καταβληθέντες τόκοι των επιχειρηματικών δανείων.

-Να τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων η δυνατότητα μιας νέας περαίωσης όλων των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, όχι με τρόπο χαριστικό, αλλά με συνοπτικές διαδικασίες που να καλύπτουν το συμφέρον του κράτους, αλλά και να παρέχουν κίνητρα στο φορολογούμενο.

Επισυνάπτεται αναλυτικά η επιστολή.

«Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι και εσείς θα συμφωνήσετε πως οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαροι στο τι ισχύει και τι όχι.

Διάχυτη είναι, όμως, στην κοινή γνώμη και κυρίως σε όσους ασχολούνται με τα οικονομικά, η άποψη ότι με τις διατάξεις των φορολογικών νόμων που έχουν τελευταία ψηφισθεί από τη Βουλή των Ελλήνων, αυτό δεν ισχύει.

Σωρεία διατάξεων από τον Ν. 2238/1994, τον Ν. 2523/1997, τον Ν.4172/2013 και Ν. 4174/2013 βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση. Επομένως, είναι απολύτως αναγκαίο και μάλιστα άμεσα, το ξεκαθάρισμα των διατάξεων αυτών.

Θεωρούμε ότι, από τη στιγμή που η πολιτεία αποφάσισε τη σύσταση κώδικα φορολογικής διαδικασίας, ο κώδικας αυτός θα πρέπει να εξαντλεί όλες τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται.

Συνεπώς, δε νοείται να υπάρχουν διατάξεις που να αφορούν στη διαδικασία, διάσπαρτες σε άλλα νομοθετήματα.

Πέρα από τα πιο πάνω γενικά, θα πρέπει με την πίεση των νέων διατάξεων να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα.

Κωδικός: Ε/O.ΓΔ.110.03-02

Μέσα από το πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επανεξετασθούν όλες οι διατάξεις που αφορούν στην επιβολή μέτρων και στη συνυπευθυνότητα και να καταλογίζονται ευθύνες εκεί που πραγματικά αποδεικνύεται η καταστρατήγησή τους και ο δόλος.

Περαιτέρω, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε πολλές επί μέρους διατάξεις που και άδικες είναι και προκαλούν κοινωνικές ανισότητες και τριγμούς.

Δηλαδή, για το κόστος απόκτησης ακινήτου ή για κατάσχεση ακινήτου όταν η φορολογική υποχρέωση προέρχεται από καταλογισμούς φόρων από τεκμήρια και ΕΗΤΗΔΕ και ο φορολογούμενος αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους επειδή είναι άνεργος και για πολλές άλλες περιπτώσεις.

Δεν είναι δυνατό να φορολογείται η διαφορά μεταξύ των πραγματικών εισοδημάτων και των τεκμαρτών εισοδημάτων των φορολογουμένων, όταν η διαφορά αυτή οφείλεται σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων με ευθύνη της πολιτείας και όχι σε αύξηση της περιουσίας με ευθύνη του φορολογούμενου.

Η αισιοδοξία της κυβέρνησης για τη δημιουργία ενός δικαιότερου, απλούστερου και αποτελεσματικότερου φορολογικού συστήματος, με αναπτυξιακή κατεύθυνση, θα πρέπει να λάβει «σάρκα και οστά».

Συμμετείχαμε ενεργά σε κάθε πρόσκληση με την παρουσία εκπροσώπων μας, καταθέσαμε πλήρεις και αναλυτικές προτάσεις επί όλων των φορολογικών θεμάτων και θεωρούμε περιττό να επαναληφθούν οι προτάσεις και οι θέσεις μας αυτές.
Είναι φανερό ότι είμαστε και θα είμαστε πάντα αρωγοί σε κάθε προσπάθεια για ένα φορολογικό σύστημα απλό, δίκαιο, σταθερό, αποτελεσματικό και με αναπτυξιακή κατεύθυνση.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, ο νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, θα ισχύσει κατά βάση από την 1η Ιανουαρίου του 2014. Επίσης, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας.

Εν προκειμένω το φορολογικό μας σύστημα μπαίνει σε μια νέα αρχή, σε μια νέα τροχιά.

Θα θέλαμε όμως να επαναλάβουμε, καθόσον τις θεωρούμε ως πυλώνες επιτυχίας, τρεις βασικές προϋποθέσεις:

– Τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης των φορολογουμένων αλλά με παράδειγμα και πρότυπο το ίδιο το κράτος,

– Τη δημιουργία ελεγκτικής συνείδησης των φορολογικών ελεγκτών, όπου μέσα από την ίδια τη συμπεριφορά των ελεγκτών θα διδαχθούν και οι φορολογούμενοι, και τέλος,

– Την αποκοπή με κάθε τι που αναφέρεται στο παρελθόν.

Αναλυτικότερα:

Δημιουργία Φορολογικής Συνείδησης Φορολογουμένων

Βέβαια, το θέμα αυτό είναι βασικά θέμα παιδείας και απαιτεί χρόνο, αλλά έστω και τώρα καλό θα είναι να γίνει η αρχή, ώστε να τεθούν οι βάσεις για το μέλλον.

Σήμερα όμως και παράλληλα με την εφαρμογή των νέων φορολογικών διατάξεων θα πρέπει να υπάρχουν και διαδικασίες δημιουργίας φορολογικής συνείδησης. Βασικός φορέας που μπορεί να αναλάβει τμήμα του ρόλου αυτού, είναι οι λογιστές – φοροτέχνες οι οποίοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τις επιχειρήσεις και τους φορολογούμενους. Με τη θέσπιση κατάλληλων διατάξεων και διαδικασιών, μπορεί να γίνει μια αρχή.

Επίσης, σπουδαίο ρόλο στον τομέα αυτό μπορούν να διαδραματίσουν και οι φορολογικοί ελεγκτές, εφόσον φυσικά υποστούν την κατάλληλη εκπαίδευση παράλληλα με την επιμόρφωση στα φορολογικά τους καθήκοντα.

Σε ένα κράτος δικαίου, ο φορολογικός ελεγκτής, εκτός από τις από τον νόμο υποχρεώσεις που έχει περί πάταξης της φοροδιαφυγής και προσδιορισμού των πραγματικών εισοδημάτων των φορολογουμένων, μέσω των ελεγκτικών διαδικασιών, έχει και τη βασική υποχρέωση προσανατολισμού των φορολογουμένων στην εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων.

Έτσι, λοιπόν, δύναται να μην εξαντλεί την αυστηρότητά του σε περιπτώσεις ήπιας παραβατικότητας και να προβαίνει σε συστάσεις συμμόρφωσης.

Δημιουργία ελεγκτικής συνείδησης φορολογικών ελεγκτών

Ένα από τα βασικά λάθη των προηγουμένων κυβερνήσεων αλλά και της παρούσας, μέχρι σήμερα, είναι η απαξίωση και η υποβάθμιση του ελεγκτικού μηχανισμού. Σημάδια διαφθοράς, σίγουρα, υπήρχαν και πιθανόν να υπάρχουν πάντα, εφόσον ο κρατικός μηχανισμός δε θέτει δικλίδες ασφαλείας και ελέγχου.

 Για την αντιμετώπιση, όμως, της διαφθοράς δεν απαξιώνεις και ούτε υποβαθμίζεις τον ελεγκτικό μηχανισμό στο σύνολό του.

Με τις μέχρι σήμερα λαθεμένες ενέργειες και με τις συνταξιοδοτήσεις των παλαιών και εμπείρων εφοριακών, ο ελεγκτικός μηχανισμός έχει στερέψει από τις γνώσεις και τις εμπειρίες. Μετά το 2000 περίπου, όταν στην πράξη καταργήθηκε ό άτυπος θεσμός του βοηθού ελεγκτή και υποβαθμίσθηκε η Σχολή Επιμόρφωσης του Υπουργείου Οικονομικών, με αποτέλεσμα και την ουσιαστική της κατάργηση, σταμάτησε η μετάδοση της γνώσης, της επιμόρφωσης και κυρίως της εμπειρίας.

Εν προκειμένω, προτείνουμε την επαναλειτουργία ή τη δημιουργία Σχολής Επιμόρφωσης στην οποία να διδάσκουν εν ενεργεία υπάλληλοι, συνταξιούχοι και κάθε άλλος με γνώσεις και εμπειρία στα φορολογικά θέματα.
Αποκοπή με κάθε τι που αναφέρεται στο παρελθόν

Με το νέο φορολογικό καθεστώς και με το νέο κώδικα φορολογικής διαδικασίας γίνεται προσπάθεια ριζικής αλλαγής του χθες.

Θα είναι, λοιπόν, λάθος να παραμείνουν υπολείμματα του παρελθόντος και ως εκ τούτου μέσα στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να ενταχθεί, όσο και εάν κάποιοι έχουν αντιρρήσεις, η διαδικασία περαίωσης όλων των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και όλων των φορολογικών αντικειμένων, όχι με τρόπο χαριστικό, τουλάχιστον του κεφαλαίου, αλλά με συνοπτικές διαδικασίες που να καλύπτουν το συμφέρον του κράτους αλλά και να παρέχουν κίνητρα στο φορολογούμενο.

Υπάρχει η δυνατότητα μέσα από μια επιτροπή υπηρεσιακών παραγόντων και φορέων να υπάρξει μια τέτοια λύση.
Τέλος, αναφορικά με τις μεταβατικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και επειδή μεσολάβησε χρονικό διάστημα διακοπών, φρονούμε ότι μια εύλογη παράταση, θα είχε θετικό αποτέλεσμα.

Ήδη, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, συστάθηκε και συγκροτήθηκε Ομάδα Εργασίας για την υλοποίηση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Μέσα από το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, όπως ο εντοπισμός και η συστηματική καταγραφή των διατάξεων του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που απαιτούν περαιτέρω διευκρινίσεις ή ενέργειες, ο καθορισμός των απαιτούμενων τροποποιήσεων στις διατάξεις του νέου Κώδικα και η εισήγηση για την έκδοση σχετικών ερμηνευτικών εγκυκλίων και οδηγιών, η σύνταξη των ως άνω τροποποιητικών διατάξεων και εγκυκλίων, και λοιπές αρμοδιότητες, είναι ευκαιρία να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε όλες τις περιπτώσεις εκείνες που χρήζουν αλλαγής.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προσπαθήσουμε, αρχής γενομένης από τη σημερινή επιστολή μας, να θέτουμε υπόψη σας, θέσεις και απόψεις του Επιμελητηρίου, τόσο δικές μας όσο και των μελών μας.

Αναλυτικές παρατηρήσεις επί του ψηφισθέντος νόμου φορολογίας εισοδήματος

– Στο άρθρο 19 να καταργηθεί η μείωση φόρου για δωρεές και να αντικατασταθεί με μείωση φόρου για ενοίκια κύριας κατοικίας και κατοικίας φοιτητή, σε ποσοστό 5% επί της δαπάνης (ανεξαρτήτως ύψους), για να μην αυξηθεί η ήδη αυξημένη φοροδιαφυγή.

-Να εκλογικευτούν οι αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης (μείωση των ποσών σε σπίτια μέχρι 120 τ.μ. και Ε.Ι.Χ. μέχρι 1.800 κ.ε.). Επίσης, να αντικατασταθεί η περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 31
ως εξής «δ) είναι άνεργοι για χρονικό διάστημα άνω των 6 μηνών στο φορολογικό έτος» έτσι ώστε να προστατευτούν οι άνεργοι ανεξάρτητα αν δικαιούνται ή όχι βοηθήματος ανεργίας.

– Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 να αντικατασταθεί ως εξής: «4. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Κατ’ εξαίρεση, α) για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται, εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο, β) για τις συναλλαγές με το δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται», για να καλυφθεί το θέμα με τις προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών στο Δημόσιο και τους φορείς του Δημοσίου.

-Η παράγραφος 8 του άρθρου 24 να αντικατασταθεί ως εξής: «8. Οι νέες επιχειρήσεις δύνανται να αναβάλουν την απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά τα πρώτα τρία (3) φορολογικά έτη. Την ίδια δυνατότητα έχουν οι παλιές επιχειρήσεις για περιουσιακά στοιχεία νέων εγκαταστάσεων», έτσι ώστε να μην παραμείνει αντικείμενο ερμηνείας μέσω εγκυκλίου.

– Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 να αντικατασταθεί ως εξής: «2. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος, με βάση το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο για τους τηρούντες διπλογραφικά βιβλία του Κ.Φ.Α.Σ. Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με τον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων χρήσης. Για τους τηρούντες απλογραφικά βιβλία του Κ.Φ.Α.Σ. το κέρδος προσδιορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κ.Φ.Α.Σ.»

-Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 να αντικατασταθεί ως εξής: «3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «επιχειρηματική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους με εξαίρεση το εισόδημα που προκύπτει σε φυσικά πρόσωπα από υπεραξία μεταβίβασης μετοχών, μεριδίων ή μερίδων σε προσωπικές εταιρείες, ομολόγων ή εντόκων γραμματίων, παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης. Κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική διενέργεια πράξεων. Σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, η περίοδος του προηγούμενου εδαφίου είναι δύο (2) έτη.»

– Η περίπτωση γ’ του άρθρου 23 να αντικατασταθεί ως εξής: γ) «οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές στο σύνολό τους και οι καταβληθείσες εκπρόθεσμα ή κατόπιν βεβαίωσης του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%),». Για να ενισχυθεί η ρευστότητα των ταμείων διότι εκπρόθεσμη καταβολή ή καταβολή μετά από βεβαίωση θα παρέχει δυνατότητα έκπτωσης μόνο του 50% των εισφορών.

-Με το άρθρο 49 Υποκεφαλαιοδότηση ορίζεται ότι:

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οι δαπάνες τόκων δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, στο βαθμό που οι πλεονάζουσες δαπάνες τόκων υπερβαίνουν το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των φορολογητέων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA). Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων καθορίζονται με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με τους ελληνικούς κανόνες λογιστικής με τις φορολογικές αναπροσαρμογές που προβλέπονται στον Κ.Φ.Ε.

2. Ο όρος «πλεονάζουσες δαπάνες τόκων» σημαίνει το πλεόνασμα των δαπανών τόκων έναντι του εισοδήματος από τόκους.

3. Οι δαπάνες τόκων της παραγράφου 1 αναγνωρίζονται πλήρως ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, εφόσον η επιχείρηση:

α. δεν είναι μέλος ομίλου και

β. το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ το χρόνο.

4. Κάθε δαπάνη τόκων που δεν εκπίπτει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου
μεταφέρεται για πέντε (5) έτη.

5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Με τη διάταξη αυτή τίθεται σημαντικός περιορισμός στην αναγνώριση και έκπτωση των δαπανών για τόκους των επιχειρήσεων.

Είναι γνωστό ότι οι, λίγες πλέον, επιχειρήσεις που έχουν την τύχη να εξακολουθούν να δανείζονται από τράπεζες σήμερα, χρησιμοποιούν το δανεισμό, είτε σαν εργαλείο παροχής πίστωσης στην αγορά, η οποία ασφυκτιά από την έλλειψη ρευστότητας, είτε για την καταβολή των φορολογικών και άλλων υποχρεώσεών τους προς το Δημόσιο.

Είναι, επίσης, γνωστό ότι οι ξένοι προμηθευτές όχι μόνο δεν παρέχουν πίστωση στους Έλληνες εισαγωγείς, αλλά ζητούν να τους προκαταβληθεί όλη η αξία του εμπορεύματος πριν τη φόρτωση, ενώ οι

πωλήσεις των εγχωρίων επιχειρήσεων προς τους πελάτες τους γίνεται με πίστωση μεταξύ των 90 και των 180 ημερών. Αυτό το χρονικό διάστημα πίστωσης καλύπτεται, για τις αξιόχρεες επιχειρήσεις, από τον τραπεζικό δανεισμό.

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι εισαγωγική χώρα σε ό,τι αφορά τις περισσότερες βασικές πρώτες ύλες (πετρέλαιο, δημητριακά και ζωοτροφές, μέταλλα, ξυλεία, λιπάσματα και λοιπά), η τραπεζική χρηματοδότηση αποτελεί τη μόνη διέξοδο λειτουργίας της αγοράς.

Αλλά και η εσωτερική αγορά είναι περισσότερο εξαρτημένη από το δανεισμό αφού είναι γνωστό ότι σχεδόν κανείς δεν έχει τη δυνατότητα πληρωμής τοις μετρητοίς.

Παράλληλα, οι επιχειρήσεις που προμηθεύουν το Δημόσιο στηρίζονται και αυτές στον τραπεζικό δανεισμό και, δεδομένης της καθυστέρησης είσπραξης των απαιτήσεών τους, οι δαπάνες για τόκους των επιχειρήσεων αυτών φθάνουν σε σημαντικό ύψος, με αποτέλεσμα ισόποση μείωση των κερδών τους.

Οι διάφορες επικλήσεις του Πρωθυπουργού προς τους επικεφαλής του τραπεζικού συστήματος να αυξήσουν τη ρευστότητα προς την αγορά, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις που έχουν νομοθετηθεί.

Με τον περιορισμό στην αναγνώριση των τόκων σαν παραγωγική δαπάνη, ποια επιχείρηση θα έχει τη δυνατότητα να δανειστεί, όταν πέρα από τη μείωση των κερδών με την αναγκαστική αύξηση των τόκων, θα υπάρξει και επί πλέον μείωση των κερδών από την τεκμαρτή περικοπή της δαπάνης αυτής;

Τέλος, δε φθάνει που το κόστος δανεισμού είναι εξωφρενικό, αλλά με τέτοια μέτρα διατάξεων ο δανεισμός γίνεται απαγορευτικός και έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο, οι υγιείς επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται να ποινολογούνται με εξοντωτικό τρόπο.

Η νομοθετημένη διάταξη δεν εναρμονίζεται και με το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουνίου 2010 για το συντονισμό των κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών (ΕΑΕ ) και περί υποκεφαλαιοποίησης εντός της ΕΕ (2010/C 156/01), το οποίο επικαλείται η αιτιολογική έκθεση.

Κι αυτό γιατί το ψήφισμα της ΕΕ δεν αναφέρεται γενικά σε τόκους, αλλά μόνο σε τόκους που καταβάλλονται προς εταιρείες του ιδίου ομίλου και στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, μόνο εφόσον οι εταιρείες του ιδίου ομίλου εδρεύουν σε διαφορετικό κράτος-μέλος, δηλαδή εκτός Ελλάδος.

Για όλα τα πιο πάνω εκτενώς αναφερθέντα, η συγκεκριμένη διάταξη είτε πρέπει να καταργηθεί, είτε το πεδίο εφαρμογής της πρέπει να περιορισθεί σε τόκους που καταβάλλονται προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις, με ανάλογη τροποποίηση της παραγράφου 3:

3.- Οι δαπάνες τόκων της παραγράφου 1 αναγνωρίζονται πλήρως ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, εφόσον:
α.- οι τόκοι δεν καταβάλλονται σε συνδεδεμένα πρόσωπα, ανεξαρτήτως ποσού, ή

β.- καταβάλλονται σε συνδεδεμένα πρόσωπα εάν το ποσό των εγγεγραμμένων στα βιβλία καθαρών δαπανών τόκων προς συνδεδεμένα πρόσωπα δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ τον χρόνο».