Η εικόνα της Γαλλίας μέσα από τα μάτια των μεταναστών ήταν αυτό που θέλησε να απαθανατίσει. ο σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ στην ταινία «Ντίπαν», η οποία βραβεύτηκε με τον τον Χρυσό Φοίνικα στο 68ο Φεστιβάλ Κανών. Γιος του σκηνοθέτη Μισέλ Οντιάρ, ο Ζακ Οντιάρ ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο πριν στραφεί στον κινηματογράφο, γράφοντας αρχικά σενάρια (για σκηνοθέτες όπως ο ΚλοντΜιλέρ και ο Μισέλ Μπλαν.

Από την πρώτη του ταινία «Κοίτα τους άντρες όταν πέφτουν» το 1994, με πρωταγωνιστές τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και τον Ματιέ Κασοβίτς, έως τον «Προφήτη » την ταινία που έφτασε στις υποψηφιότητες των ξενόγλωσσων Όσκαρ (2009), η πορεία του Ζακ Οντιάρ στον κινηματογράφο μετρά βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ με τις εξαιρετικές ταινίες του «Unherotropdiscret» (1996, βραβείο σεναρίου στις Κάνες), «Surmeslevres» (2001, τρία βραβεία Σεζάρ), «Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου» (2006, Αργυρή Άρκτος Βερολίνου) «Προφήτης» υποψήφια για ξενόγλωσσο Οσκαρ), «Σώμα με σώμα» (2012, βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο φεστιβάλ του Λονδίνου).

Στην ταινία «Ντίπαν» (Dheepan) ο Οντιάρ καταγράφει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τρία αρχικά άγνωστα μεταξύ τους άτομα (ένας πρώην πολεμιστής, μια νέα γυναίκα και μια έφηβος ), ξεκληρισμένα από τη σπαραγμένη από έναν εμφύλιο πόλεμο Σρι Λάνκα, που φτάνουν στη Γαλλία και καταφέρνουν, ως οικογένεια, να γίνουν δεκτοί ως πολιτικοί πρόσφυγες και στη συνέχεια να εγκατασταθούν σε ένα οικισμό έξω από το Παρίσι. Στη διάρκεια του φεστιβάλ και πριν από την απονομή του Χρυσού Φοίνικα ο 63χρονος σκηνοθέτης μίλησε στο ΑΠΕ για την ταινία και τα θέματά που προβάλει.

– Τι σας έκανε να γυρίσετε αυτή την ταινία;
Πάντα ψάχνω για νέα θέματα, ιστορίες που να ενδιαφέρουν γενικότερα. Αυτό που με ελκύει είναι να ακολουθώ σε ταξίδια ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Ανθρώπους που μιλούν γλώσσες που δεν γνωρίζω, Αυτά με ενδιαφέρουν κυρίως ως σκηνοθέτη. Η ταινία μου δεν απέχει και πολύ από την προηγούμενή μου, το «Σώμα με σώμα». Είναι η ιστορία του Ντίπαν και των δυο ανθρώπων που συνοδεύει, οι οποίοι φεύγουν από τη χώρα τους για να γλιτώσουν από την ωμότητα και έρχονται στην Ευρώπη σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, σε αναζήτηση της ευτυχίας. Αυτή η αναζήτηση της ευτυχίας ήταν που με τράβηξε αμέσως. Η δυσκολία ήταν να δώσω τον χαρακτήρα του ξένου που μιλά μια ξένη γλώσσα, τη γλώσσα των Ταμίλ, και που βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, στη Γαλλία, και όπου οι Γάλλοι είναι γι’ αυτόν οι ξένοι.

– Δυσκολευτήκατε στο γράψιμο του σεναρίου και στην εξεύρεση των κατάλληλων ηθοποιών;

Στην αρχή δεν γνώριζα και πολλά για τη Σρι Λάνκα. Ούτε την είχα σκεφτεί. Έψαξα αρχικά να βρω έναν μετανάστη. Συνάντησα τον Τζεζιθασάν (σ.σ. ο ηθοποιός που ερμηνεύει τον Ντίπαν)που ζει στο Παρίσι, χάρη στον υπεύθυνο του κάστινγκ μου, και με βάση αυτόν άρχισα να γράφω το σενάριο. Πήγαμε και στο Μαντράς όπου βρήκα την Κάλι (σ.σ. την πρωταγωνίστρια). Αρχικά δεν ήξερα πώς θα ήταν η ιστορία και πώς θα εξελισσόταν. Ακολούθησα ως ένα βαθμό τη ζωή του από τη Σρι Λάνκα μέχρι που έφτασε στο Παρίσι και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Σ’ αυτήν πρόσεθεσα και τις εμπειρίες άλλων μεταναστών .Δηλαδή είχαμε ένα αρχικό σχέδιο το οποίο όμως στην πορεία άλλαξε χάρη στη συμβολή των ηθοποιών. Όπως έγινε και με το «Σώμα με σώμα».

– Το μεταναστευτικό πρόβλημα έχει χτυπήσει και τη Γαλλία, τελευταία, ιδιαίτερα τη Νότια…
Ναι, και τη Γαλλία όπως λέτε, αλλά γνωρίζω ότι το πρόβλημα έχει ιδιαίτερα χτυπήσει τις χώρες του Νότου και πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που να προσφέρει την αναγκαία λύση. Εξαρτάται από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να προχωρήσουν σε τολμηρές αποφάσεις γιατί το πρόβλημα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο και αφορά όλους μας. Δεν πρέπει να υπάρχουν γκέτο, όπως αυτό που παρουσιάζουμε στην ταινία. Χρειάζεται μια συγκεκριμένη, τολμηρή πολιτική. Ήθελα να δημιουργήσω με την ταινία έναν άλλο κόσμο σ’ αυτό το μέρος (στον οικισμό – γκέτο που μένουν οι ήρωες της ταινίας) , όπου ο νόμος και η τάξη δεν θα ήταν όπως την γνωρίζουμε.

-Σας ενδιαφέρει η μορφή του θρίλερ;
Έως ένα σημείο. Στην ταινία μου δεν ήθελα εστιάσω τόσο στο θρίλερ όσο στην ιστορία έρωτα που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στον Ντίπαν και τη γυναίκα. Ήθελα να στραφώ στις σχέσεις του ζευγαριού.

-Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε την ιστορία στην περίοδο του εμφύλιου πολέμου στη Σρι Λάνκα;

Αυτό ήταν απλά το φόντο όπως και ο οικισμός όπου στέλνουν να εργαστεί και να ζήσει ο Ντίπαν. Δεν ήθελα κατ’ αρχήν να φτιάξω ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο, όπως δεν ήθελα να παρουσιάσω και ένα ντοκιμαντέρ πάνω σ’ αυτό τον οικισμό και τη βία που υπάρχει εκεί. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η πραγματικότητα αυτή καθ’ εαυτή. Εκείνο που με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι οι χαρακτήρες. Και μέσα απ’ αυτούς να δώσω μιαν εικόνα της Γαλλίας, όπως την βλέπουν αυτοί αλλά και όσοι ζουν στον οικισμό γιατί κι αυτός αποτελεί μέρος της σημερινής Γαλλίας. Αυτό είναι βασικά που θέλησα να δώσω, τη Γαλλία όπως τη βλέπουν οι μετανάστες.

– Στη συνέντευξη τύπου είπατε πως δεν θέλατε να κάνετε κάποια πολιτική δήλωση. Γιατί;

Ναι, γιατί, όπως είπα, είμαι δειλός. Όμως με συγκλόνισαν όλα όσα συνέβαιναν εκεί, όπως τα άκουγα και τα έβλεπα μέσα από τις ειδήσεις και τις φωτογραφίες αλλά και απ αυτά που διάβασα. Και θέλησα να δώσω μια εικόνα όπως και για τον διαφορετικό αντίκτυπο που είχε αυτός ο καταστροφικός πόλεμος στα τρία πρόσωπα της ταινίας μου, καθώς και για τη μετανάστευση και τη δυσκολία της ενσωμάτωσης τους σε μια κοινωνία εντελώς διαφορετική.

-Το φινάλε, με το ζευγάρι ευτυχισμένο στην Αγγλία μαζί με το έφηβο κορίτσι και να έχουν αποκτήσει και δικό τους παιδί, δίνει, πιστεύω μια ιδανική, όχι ρεαλιστική λύση…
Το ζευγάρι έχει φτάσει στην Αγγλία, εκεί που ήθελε πάντα να πάει η γυναίκα. Τώρα έχουν μετατραπεί σε πραγματική οικογένεια. Αυτός ήταν ο στόχος. Η διαμόρφωση μιας οικογένειας.