«- Με βρίσκεις όμορφη; Η Κλοέ καθρεφτιζόταν στο νερό μιας ασημένιας δεξαμενής όπου κολυμπούσε ανενόχλητο το χρυσόψαρο. Στον ώμο της, το γκρίζο ποντίκι με τα μαύρα μουστάκια έτριβε τη μύτη του με τα ποδαράκια του και παρατηρούσε τις μεταβαλλόμενες αντανακλάσεις.

Η Κλοέ είχε φορέσει τις κάλτσες της, διάφανες σαν τον καπνό του θυμιάματος, στο χρώμα της ανοιχτόχρωμης επιδερμίδας της, και τις ψηλές άσπρες δερμάτινες γόβες της. Κατά τ’ άλλα, ήταν γυμνή, εκτός από ένα βραχιόλι από μπλε χρυσό που έκανε να φαίνεται ακόμη πιο εύθραυστος ο λεπτεπίλεπτος καρπός της.
– Νομίζεις ότι πρέπει να ντυθώ;…»

Φίλε αναγνώστη, καλωσόρισες στον πολύχρωμα ονειρικό κόσμο του Μπορίς Βιάν, στον οποίο η μουσική έχει τη γεύση του κειμένου και το κείμενο έχει την ακοή της μουσικής. Κρατάς στα χέρια σου ένα ελευθερωμένο από νόρμες και φόρμες μυθιστόρημα, που χρωστάει πολλά στην τζαζ, ένα μυθιστόρημα «πολύ πολύ σουίνγκ», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος ο συγγραφέας.

«- Δεν κρυώνω, είπε η Κλοέ. Άκου το δίσκο.
Υπήρχε κάτι το αιθέριο στο παίξιμο του Τζόννυ Χότζες, κάτι το ανεξήγητο και το απόλυτα αισθησιακό. Ένας καθαρός αισθησιασμός, απελευθερωμένος από το σώμα.
Οι γωνίες του δωματίου άλλαζαν και στρογγύλευαν κάτω από την επίδραση της μουσικής. Ο Κολέν και η Κλοέ αναπαύονταν τώρα στο κέντρο μιας σφαίρας,
– Τι ήταν; Ρώτησε η Κλοέ.
– Ήταν το κομμάτι The Mood to Be Wooed… είπε ο Κολέν.
– Αυτό ένιωθα κι εγώ είπε η Κλοέ. Πώς θα μπορέσει να μπει ο γιατρός στο δωμάτιό μας, μ’ αυτό το σχήμα που έχει;»

Ο «Αφρός των ημερών» είναι ένα ποιητικό και ερωτικό μυθιστόρημα την υπόθεση του οποίου ο Μπορίς Βιάν συνόψισε με τον εξής απλό τρόπο: «Ο Κολέν συναντά την Κλοέ. Ερωτεύονται. Παντρεύονται. Η Κλοέ αρρωσταίνει. Ο Κολέν καταστρέφεται οικονομικά για να την κάνει καλά. Ο γιατρός δεν μπορεί να τη σώσει. Η Κλοέ πεθαίνει. Ο Κολέν δεν θα ζήσει και πολύ».


Ο Μπορίς Βιάν με την σύζυγό του Ούρσουλα Βιάν Κίμπλερ

Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε έναν κόσμο όπου ένας άνθρωπος μπορεί να έχει για μάγειρά του έναν πολύ πλούσιο δικηγόρο και για φίλο του ένα ποντίκι, όπου πιάνα μπορούν και φτιάχνουν εξαιρετικά κοκτέιλ και αυτοκίνητα πετάνε πάνω από το Παρίσι. Σε έναν αφρώδη κόσμο ρευστό ίσως κι αέρινο όπου οι νότες απογειώνονται από το κλαρινέτο του Μπάρνεϊ Μπίγκαρντ, δημιουργώντας μια ονειρική πόλη, που τοπογραφικά θυμίζει το Παρίσι, ωστόσο στους δρόμους της, οι οποίοι έχουν ονόματα μουσικών της τζαζ, είναι δυνατόν να φυσά μόνο στη μια μεριά ενώ στην άλλη όχι, και ένα μόνο δέντρο στα δύο να ρίχνει τη σκιά του.

Σε αυτή την πόλη οι ήρωες του Βιάν, ταξιδεύουν μέσα σε ροζ συννεφάκια, κατοικούν σε κτίρια «που αλλάζουν και στρογγυλεύουν κάτω από την επίδραση της μουσικής», τρώνε «αλεσμένη βοδινή ουρά και κρουτόν με άλειμμα αντζούγιας» –που μπορεί να κρύβει καμιά φορά κανένα αγκάθι σκαντζόχοιρου– και πίνουν κρασί «χρυσό, παχύρρευστο και πτητικό σαν συμπυκνωμένο αιθέρα». Άλλες φορές χάνονται σε σκάλες από «ηχηρό μπετόν» με πόρτες που κλείνουν πίσω τους «με έναν ήχο σαν φιλί πάνω σε γυμνό ώμο» ή στροβιλίζονται αλληθωριστά στους ρυθμούς του μπούγκι-γούγκι ενώ ο μηχανισμός μιας κουνιστής πολυθρόνας «κροταλίζει στον ρυθμό της πόλκας» και τα νεανικά καρδιοχτύπια ακολουθούν τον ρυθμό «ενός γερμανικού εμβατηρίου, όπου δεν ακούγεται παρά μόνο το ταμπούρλο». Όλα κυλούν ανέμελα όσο διαρκούν τα «διπλομύρια» που τρέχουν από τα μπατζάκια του Κολέν.

Μέχρις ότου μια παράξενη μουσική αρχίζει να ακούγεται από τον πνεύμονα της Κλοέ και ένα νούφαρο να μεγαλώνει εκεί, απειλώντας την ίδια της τη ζωή! Η οργιαστική και φωτεινά χρωματισμένη ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει απότομα: η ανέμελη παρέα έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο, τις κοινωνικές συμβάσεις και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, την Εκκλησία και την υποκρισία της, την ανάγκη της εργασίας αλλά και τον πόλεμο… «Καρδιοβγάλτες», «θανατοσφεντόνες» και «μπατσοσκοτώστρες» θα οπλίσουν τα χέρια των πρωταγωνιστών και θα σκορπίσουν πόνο και αίμα.

«- Αυτό το νούφαρο, είπε ο Κόλιν. Πού μπορεί να το κόλλησε;
-Έχει νούφαρο; ρώτησε με δυσπιστία ο Νικόλας.
– Στο δεξιά πνεύμονα, είπε ο Κόλιν. Ο καθηγητής πίστευε στην αρχή ότι ήταν απλώς κάτι ζωικό. Αλλά είναι νούφαρο. Το είδαμε στην οθόνη. Είναι κιόλας αρκετά μεγάλο, αλλά επιτέλους θα πρέπει να μπορούμε να το κάνουμε καλά.
– Μα βέβαια, είπε ο Νικόλας.
– Δεν μπορείτε να καταλάβετε πως είναι, τραύλισε η Χλόη, ανάμεσα στα αναφιλητά της, πονάει τόσο, όταν κουνιέται!!!»
Η Χλόη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ντυμένη με μαβιά μεταξωτή πιτζάμα και μακριά πορτοκαλιά ρόμπα από σατέν. Ολόγυρα ήταν σκορπισμένα άφθονα λουλούδια, και κυρίως ορχιδέες και τριαντάφυλλα, καμέλιες και μακριά κλωνάρια με λουλούδια ροδακινιάς και μυγδαλιάς, και αγκαλιές ολόκληρες από γιασεμιά. Το στήθος της ήταν ξεσκέπαστο, και ένας χοντρός γαλάζιος κάλυκας ήταν χαραγμένος στο κεχριμπαρένιο δέρμα του δεξιού μαστού. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα και τα μάτια της έκαιγαν, αλλά ήταν στεγνά, και τα μαλλιά της ήταν ανάλαφρα κι ηλεκτρισμένα σα μεταξωτές κλωστές.
– Θα κρυώσεις ! είπε η Αλίζ. Σκεπάσου!
– Όχι, μουρμούρισε η Χλόη. Πρέπει. Έτσι είναι η θεραπεία»

Η παραμυθένια ιστορία αγάπης καταλήγει σε τραγωδία όταν η Κλοέ αρρωσταίνει από ένα νούφαρο που φυτρώνει στο στήθος της κι ο αγαπημένος της Κολέν αναγκάζεται να βρει δουλειά για να ανταπεξέλθει στα έξοδα της ασθένειας. Μετά από συμβουλές γιατρού, σύμφωνα με τις οποίες η Κολέν αφήνεται για ώρες ανάμεσα σε άλλα λουλούδια μήπως και τρομάξουν το νούφαρο, και δεν επιτρέπεται να πιεί νερό, δεν καταφέρνει να σωθεί. Μετά την κηδεία της, ο Κόλιν θα έχει μια γεμάτη παράπονο κουβέντα με τον Ιησού, ενώ η ζωή γύρω του συνεχίζεται ανυποψίαστη…

Απόλυτα αντικομφορμιστικό, το μυθιστόρημα σατιρίζει τη μη-δημιουργική εργασία, τους κληρικούς, τους αστυνομικούς, την εφορία, όλους τους θεσμούς της γαλλικής αστικής κοινωνίας, ακόμα και τους υπαρξιστές φιλοσόφους.

Δύο ιερά ή ανίερα τέρατα στοιχειώνουν το μυθιστόρημα: ο φιλόσοφος Ζαν-Πολ Σαρτρ και η ισοϋψής συμβία του Σιμόν ντε Μποβουάρ, με παραλλαγμένα αλλά αναγνωρίσιμα τα ονόματά τους: Ζαν-Σολ Παρτρ και δούκισσα ντε Μποβιάρ.

Σ’ αυτό το εφιαλτικό σύμπαν, μόνο η τζαζ μπορεί να προσφέρει κάποια ανακούφιση και παρηγοριά στο άτυχο ζευγάρι. Αν και ο χρόνος δεν δηλώνεται πουθενά, ο Μπορίς Βιάν σε αφήνει να καταλάβεις ότι οι αναφορές βρίσκονται στη δεκαετία του ’40, όταν η Γαλλία του Πετέν και της προδοτικής κυβέρνησης του Βισί θυσίαζε την εθνική υπερηφάνεια – όση είχε απομείνει ακόμη – στο βωμό της επιβίωσης μέχρι να ανακαλυφθεί το αντιστασιακό πνεύμα για να πλυθεί από τις ναζιστικές «αμαρτίες» του ολόκληρο το γαλλικό έθνος.


Ο Μπορίς Βιάν, με την σύντροφό του Μισέλ Λεγκλίζ Βιάν, ανάμεσα στον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ

Θεωρείται ως ένα από τα πιο μελωδικά βιβλία του Βιάν , αφού ακόμα και το όνομα της ηρωίδας παραπέμπει στο ομώνυμο τραγούδι του Duke Ellington ενώ ο δεύτερος τίτλος του τραγουδιού, «Κλοέ ή το τραγούδι του βάλτου», συνδέεται σημασιολογικά με το νούφαρο που μεγαλώνει μέσα στο στήθος της Κλοέ. Η μουσική άλλωστε δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τα βιβλία του Βιάν αφού υπήρξε και ο ίδιος μουσικός (έχει γίνει γνωστός για τραγούδια του όπως το «Le déserteur» (ο λιποτάκτης) και το «Fais-moi mal Johnny»).

Ο Γάλλος συγγραφέας, εκ φύσεως και εκ θέσεως ανατρεπτικός, χειρίζεται τα εργαλεία της κωμωδιογραφίας αριστοτεχνικά, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση του μυθιστορήματος της γλώσσας. Σ’ αυτή την παράδοση χάνονται και ξαναβρίσκονται το νόημα της γλώσσας και η γλώσσα του νοήματος, μέσα από αναγραμματισμούς, ασυνταξίες, ανορθογραφίες, μετωνυμίες και παραλλαγές στο ήδη διασαλευμένο γλωσσικό τοπίο. «Υπάρχουν στιγμές που διερωτώμαι αν παίζω με τις λέξεις. Μήπως τελικά οι λέξεις είναι φτιαγμένες ακριβώς γι’ αυτό;», αναρωτιόταν.

Μια αλλόκοτη, μελαγχολική και αλησμόνητη ιστορία αγάπης, ένα παιχνίδι ανεξάντλητων επινοήσεων, οργανωμένο δεξιοτεχνικά από ένα συγγραφέα μόλις είκοσι έξι ετών. Ένα παραμύθι της εποχής της τζαζ και της επιστημονικής φαντασίας, κωμικό και οδυνηρό, ευφρόσυνο και τραγικό, μαγικό και σπαρακτικό ταυτόχρονα. Ένα μυθιστόρημα αυθάδους νεωτερικότητας, από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, όπου, στο διολισθαίνον έδαφος της αφήγησης, ο Ντιουκ Ελινγκτον συναντιέται με τα κινούμενα σχέδια, ο Σαρτρ μεταμορφώνεται σε επιθεωρησιακή μαριονέτα, και ο εφιάλτης αγγίζει τα όρια της απελπισίας.

Το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο του Μπορίς Βιάν (1920- 1959) λειτούργησε ως μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της αστικής κοινωνίας. Μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι που δεν μπορούν να το χαρακτηρίσουν ακριβώς καταγγελτικό, αφού πήγε τα πράγματα τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα από την καταγγελία. Δεν είναι τυχαίο ότι το μπορισβιανικό έργο ξένισε στην εποχή του και ότι χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον είκοσι χρόνια, για να συντονιστεί με την έκρηξη του Γαλλικού Μάη.

Ο Βιάν όμως ήταν, πέραν των μυθιστορημάτων του, μια εκρηκτική προσωπικότητα που σφράγισε την παρισινή αριστερή όχθη μετά τον Πόλεμο και λατρεύτηκε από τους εξεγερμένους του Μάη του 1968.

Έγραψε συνολικά δέκα μυθιστορήματα, από τα οποία τα τέσσερα με το ψευδώνυμο Vernon Sullivan, σε διάστημα δέκα χρόνων, από το 1942 ως το 1951. Μέντοράς του ήταν ο Ρεμόν Κενό και διαρκής πικρία του η απόρριψή του από τον οίκο Gallimard. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του, «Ο αφρός των ημερών», που το είχε υπογράψει με το όνομά του, και το «Θα φτύσω στους τάφους σας», που το είχε υπογράψει με το αμερικανικό ψευδώνυμό του.

Γεννημένος το 1920 σε ένα αστικό σπίτι που του έδωσε τα εφόδια για να κινηθεί αργότερα με άνεση στον κόσμο της τέχνης και στο περιβάλλον μιας παρισινής κοσμικότητας, ο γάλλος συγγραφέας Μπορίς Βιάν, αντιμετώπιζε από την παιδική ηλικία προβλήματα με την καρδιά του.


Ο Μπορίς Βιάν με την σύζυγό του Ούρσουλα Βιάν Κίμπλερ

Αν και φιλάσθενος από μικρός, κατάφερε να κάνει πολλά πράγματα σε ελάχιστο χρόνο – πρόλαβε ακόμη και να παντρευτεί δύο φορές – και ήταν ικανός να γράψει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα μέσα σε μερικές ημέρες. Πρωταγωνίστησε στις μπουάτ της αριστερής όχθης, ήρωας των βραδιών τζαζ, όπου ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα, πρίγκιπας του Σεν Ζερμέν ντε Πρε.

Αν και απολάμβανε τη ζωή με ένταση, η διαρκής απειλή του θανάτου διαπερνάει όλα τα έργα του. Μάλιστα όπως η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται με τα χρόνια, έτσι και οι ήρωες του, στην αρχή νέοι, όμορφοι και υγιείς, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν και μαζί μ’ αυτούς καταρρέει και ο περιβάλλον χώρος, αφού στο φαντασιακό σύμπαν του συγγραφέα ο χώρος είναι συνδεδεμένος με το ψυχισμό των ατόμων που τον καταλαμβάνουν.

Το 1946, ανταποκρινόμενος σε ένα στοίχημα, ο Μπορίς Βιάν γράφει το noir μυθιστόρημα Θα φτύσω στους τάφους σας το οποίο κυκλοφορεί ως έργο του φανταστικού αφρο-αμερικανού συγγραφέα Vernon Sullivan ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται ως ο μεταφραστής του. Προκλητικό, με σοκαριστικές ερωτικές σκηνές (σαδισμός, παιδοφιλία), οι κριτικοί βάλλονται εναντίον της αμερικανικής λογοτεχνίας χωρίς να αμφισβητήσουν ούτε στιγμή την αυθεντικότητα του έργου, πεπεισμένοι ότι γράφτηκε από έναν κάτοικο των αμερικάνικων γκέτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την Αμερική. Αργότερα η αλήθεια θα αποκαλυφθεί και ο συγγραφέας θα πληρώσει πρόστιμο για προσβολή των ηθών.

Χειρότερη όμως θα γίνει η κατάσταση όταν τον Μάρτιο του 1947 μια γυναίκα θα βρεθεί νεκρή στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, στραγγαλισμένη από τον εραστή της. Στη σκηνή του εγκλήματος, που συγκλόνισε την Γαλλία της εποχής, δίπλα από το πτώμα της στραγγαλισμένης ερωμένης θα βρεθεί ένα αντίτυπο του βιβλίου του Βιάν, ανοιγμένο στη σελίδα όπου ο ήρωας Λι Άντερσον στραγγαλίζει την ηρωίδα Τζιν Άσκουιθ. Στο συγγραφέα θα αποδοθεί η ηθική αυτουργία.

Το έργο αυτό εντέλει θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο Βιάν θα φύγει από τη ζωή, στις 23 Ιουνίου 1959, μέσα στην αίθουσα ενός παρισινού κινηματογράφου ενώ παρακολουθεί την πρεμιέρα της ταινίας «Θα φτύσω στους τάφους σας», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Ο Βιάν, αντίθετος στη μεταφορά του έργου στη μεγάλη οθόνη, πεθαίνει από ανακοπή στα πέντε πρώτα λεπτά της προβολής. Ήδη βέβαια από το 1954 σιγοτραγουδά «όταν θα πεθάνω θέλω ένα σάβανο από τον Ντιόρ»…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»