«Επαναλάμβανα ευχαρίστως αποφθέγματα τέτοια όπως αυτό του Όσκαρ Ουάιλντ: “το αμάρτημα είναι η μόνη ζωντανή απόχρωση χρώματος που υπάρχει στο σύγχρονο κόσμο”. Τα υιοθετούσα μ’ απόλυτη πεποίθηση, πολύ πιο σίγουρα πιστεύω παρά αν τα εφάρμοζα στην πράξη. Νόμιζα ότι η ζωή μου θα μπορούσε να χαλκευτεί πάνω σ’ αυτή τη φράση, να εμπνευστεί απ’ αυτήν, να ξεπροβάλει μέσα της σαν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της Κόλασης: ξεχνούσα τον χαμένο καιρό, τις παύσεις του χρόνου και τα καλά καθημερινά αισθήματα. Ιδεατά φανταζόμουνα μια ζωή χυδαιότητας και αίσχους».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Αμερική παραληρεί στο κούνημα των γοφών του Ελβις Πρίσλεϊ και στο γοητευτικό βλέμμα του Τζέιμς Ντιν, η Γαλλία ανακαλύπτει το δικό της είδωλο. Ήταν τότε που οι θαμώνες των καφέ της φημισμένης συνοικίας έβλεπαν στα διπλανά τραπέζια τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη Ζιλιέτ Γκρεκό, τον Μπορίς Βιαν κι έναν νεαρό ανερχόμενο πολιτικό ονόματι Φρανσουά Μιτεράν… Εκείνα τα βράδια που όλοι αυτοί έσμιγαν στα σκοτεινά τζαζ-μπαρ της Αριστερής Όχθης του Παρισιού, η νεαρή Σαγκάν βρισκόταν ανάμεσά τους.

Αφορμή το αισθησιακό της άλμα προς τη φήμη το 1954, όταν εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Καλημέρα Θλίψη, το οποίο έγραψε σε ηλικία 18 ετών. Δεν άνηκε στο χώρο του θεάματος και δεν ήταν σέξι. Το μόνο που είχε να επιδείξει ήταν το πνεύμα της, τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της, και μια εικόνα της νέας γενιάς: η ατίθαση, χειραφετημένη κοπέλα που ζει έντονα, αλλάζει ερωτικούς συντρόφους, αγαπάει τα γρήγορα αυτοκίνητα, διασκεδάζει, ξοδεύει απερίσκεπτα. «Και τι αξίζει να κερδίζει κανείς χρήματα, εάν δεν έχει τον χρόνο να τα ξοδέψει», έλεγε η ίδια. Αυτή ακριβώς την εικόνα έδωσε και στο μυθιστόρημά της.

Η μισή Γαλλία σοκάρεται από την ιστορία της δεκαεπτάχρονης ηρωίδας Σεσίλ, μιας κόρης «καλής οικογενείας» που, κάτω απ’ τον καλοκαιριάτικο ήλιο της Μεσογείου, γνωρίζει τη μαγεία του έρωτα και συνάμα συνωμοτεί για να εξοντώσει την καθωσπρέπει σύντροφο του πατέρα της η οποία επιθυμεί να την τιθασεύσει.

Πιο πολύ μάλιστα σοκάρεται η οικογένειά της: «Η αδελφή μου εμφανιζόταν σαν τέρας ανηθικότητας: στο μυθιστόρημά της, μια νεαρή κοπέλα κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα στην παραλία», αναφέρει η Σουζάν Κουαρέζ. «Ο πατέρας μου της είπε: “Δεν θα χρησιμοποιήσεις το όνομά μου επάνω στο βιβλίο σου”». Έτσι αποφασίζει να μείνει για ένα διάστημα στο περιθώριο και να συστήνεται ως «Δεσποινίς Κανείς» πριν δανειστεί το ψευδώνυμό της από τον ήρωα του Προυστ, τον δανδή πρίγκιπα του Σαγκάν

Η άλλη μισή, όμως, σαγηνεύεται από την τόλμη και τον ηδονισμό της ηρωίδας, αλλά κυρίως από την ικανότητα της συγγραφέως να προβάλλει στις σελίδες του μυθιστορήματός της, το μοντέλο μιας γενιάς που πρέσβευε και η ίδια.

Τον τίτλο για το Καλημέρα Θλίψη, τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία που γνώρισαν τα λογοτεχνικά δρώμενα στη Γαλλία του 20ου αιώνα, η πολυγραφότατη Σαγκάν θα τον δανειστεί από ένα ποίημα του γάλλου, Πωλ Ελυάρ. Μέσα από αυτόν θα προσπαθήσει να εκφράσει την ψυχολογία της ενηλικίωσης της πρωταγωνίστριας Σεσίλ, μετά από μια λανθασμένη απόφαση η οποία έχει τραγικά αποτελέσματα

Η Σεσίλ είναι δεκαεφτά χρόνων, έχει χάσει από μικρή τη μητέρα της και μεγαλώνει σ’ ένα οικοτροφείο. Στα δεκαπέντε της χρόνια ο πατέρας της αποφασίζει να την πάρει να ζήσει μαζί του μια ξέφρενη ζωή. Ο Ραϋμόν μυεί το κορίτσι στην καθημερινότητά του στην οποία κυριαρχούν οι ασταθείς ερωτικοί δεσμοί με διαφορετικές κάθε φορά συντρόφους, το αλκοόλ, τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, οι έξοδοι, οι διασκεδάσεις.

Το καλοκαίρι περνάει σ’ ένα όμορφο νησί, όπου η Σεσίλ ερωτεύεται για πρώτη φορά. Μαζί με τον έρωτα όμως κάνει την εμφάνισή της κι η Άννα, μια φίλη της μητέρας της η οποία πρόκειται να αλλάξει τους συνήθεις ρυθμούς της ζωής τους. Ο σαραντάχρονος πατέρας αποφασίζει να εγκαταλείψει τον μέχρι πρότινος έκλυτο βίο και να παντρευτεί την Άννα. Τα συναισθήματα της Σεσίλ όμως γι’ αυτή του την απόφαση είναι ποικίλα. Απειλή, αντίδραση, ζήλια, κτητικότητα, φόβος που μετατρέπουν την συγκρατημένη και ώριμη Άννα σε έναν καθημερινό εφιάλτη από τον οποίο πρέπει απαραιτήτως να ξυπνήσει.

Σύντομα θα καταστρώσει ένα σχέδιο προκειμένου να διαλύσει το δεσμό του Ραϋμόν που απειλεί να αλλάξει τη ζωή της. Μετατρέπεται σε ηθική αυτουργό ενός εγκλήματος, μετά το οποίο ο πατέρας της κι η ίδια επιστρέφουν στη μέχρι πρότινος καθημερινότητά τους. Το ατύχημα δικαιολογείται συνειδησιακά και η κακιά ανάμνησή του φθίνει καθώς ο καιρός περνά, κι όλα μοιάζουν να επιστρέφουν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς.

«Όταν ξαναβρισκόμαστε, ο πατέρας μου κι εγώ γελούμε, μιλούμε για τις κατακτήσεις μας.[…] Είμαστε ευτυχισμένοι.[…]. Μόνο που όταν πέφτω στο κρεβάτι μου, τα χαράματα, με μόνο το θόρυβο των αυτοκινήτων στο Παρίσι, η μνήμη μου, καμιά φορά με προδίνει: το καλοκαίρι ξαναγυρίζει μαζί μ’ όλες του τις αναμνήσεις. Άννα, Άννα! Ξαναλέω αυτό τ’ όνομα πολύ σιγά και για πολύ ώρα στο σκοτάδι. Κάτι ανεβαίνει τότε από μέσα μου, που το υποδέχομαι με τ’ όνομά του και με τα μάτια κλειστά: Καλημέρα Θλίψη».

Ο εκδότης Ρενέ Ζιλιάρ διαβλέπει στη Σαγκάν έναν καινούριο Ρεμόν Ραντιγκέ. Του ζητάει 25.000 φράγκα, της δίνει 50.000. Η κόκκινη πρόσθετη ταινία γύρω απ’ το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί στις 15 Μαρτίου 1954, φέρει την ένδειξη «Με το διάβολο στην καρδιά». Η επιτυχία είναι άμεση, χάρη στο βραβείο των Κριτικών. Μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι οι Ζορζ Μπατάιγ, Μαρσέλ Αρλάντ, Μορίς Ναντό, Ζαν Πολάν.

Μια βδομάδα μετά, ο νομπελίστας Φρανσουά Μοριάκ, αυτός ο μεγάλος χρονογράφος της αστικής τάξης, θα γράψει στη Le Figaro για την «οξυδερκή σκληρότητα του τρομερού κοριτσιού με το αδιαμφισβήτητο λογοτεχνικό ταλέντο».

Το Καλημέρα Θλίψη θα βρεθεί αμέσως στην κορυφή των ευπώλητων. Τον πρώτο χρόνο πωλούνται περισσότερα από 500.000 αντίτυπα στη Γαλλία. «Το “Καλημέρα θλίψη” αναδεικνύει μια Κολέτ 18 χρόνων», γράφει το «Λάιφ», ενώ ο κριτικός Φρ. Μοριάκ τη χαρακτηρίζει «γοητευτικό δεκαοχτάχρονο τέρας». Το μυθιστόρημα μεταφράζεται έκτοτε σε 20 γλώσσες και το 1958 μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τον Ότο Πρέμιγκερ με πρωταγωνιστές την Τζιν Σίμπεργκ, τον Ντέιβιντ Νίβεν και την Ντέμπορα Κερ.

Έκτοτε η Σαγκάν γράφει παραπάνω από 30 μυθιστορήματα και θεατρικά έργα καθώς και το σενάριο της ταινίας του Κλοντ Σαμπρόλ, Landru (1963).

Το σκηνικό είναι πάντα το ίδιο: καζίνο, γρήγορα πολυτελή αυτοκίνητα, ιπποδρομίες, γάμοι και διαζύγια, ακριβά εστιατόρια, κομψές γυναίκες, απένταροι αριστοκράτες και αργόσχολοι πλούσιοι, νεαρά κορίτσια που συνοδεύουν ηλικιωμένους κυρίους… Το 1959, ένας κριτικός την αποκαλεί «υπαρξίστρια πολυτελούς ξενοδοχείου».

Η απάντηση της Σαγκάν ήταν ψυχρή: «Μόνο πλούσιους γνωρίζω. Δε θα ήταν σωστό για μένα να περιγράψω ανθρώπους που δεν γνωρίζω και δεν καταλαβαίνω». Και κάποια άλλη στιγμή, σχολίασε: «Για σκεφτείτε το. Οι Φεράρι, το ουίσκι και ο τζόγος είναι πολύ πιο διασκεδαστικά από το πλέξιμο, το νοικοκυριό και την αποταμίευση».

Και γίνεται πειστική όταν διαβεβαιώνει: «Όλη μου τη ζωή, θα συνεχίσω να γράφω με πείσμα για τον έρωτα, τη μοναξιά και το πάθος μεταξύ των ανθρώπων που γνωρίζω. Όλα τ’ άλλα δεν μ’ ενδιαφέρουν».

Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν μια σοβαρή συγγραφέας. «Ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας αφότου άρχισα να διαβάζω. Άρχισα να γράφω το Καλημέρα θλίψη στα μπιστρό γύρω από τη Σορβόννη. Το τελείωσα, το έστειλα σε διάφορες εκδότες. Κάποιος το δέχτηκε. Αυτό δεν ήταν κακό. Ήταν μια τίμια δουλειά, αλλά ξέρω πώς να διαβάσω. Έχω διαβάσει Προυστ και Σταντάλ. Κι αυτό με κρατάει».

Το Καλημέρα θλίψη περιλαμβάνεται σήμερα στις παγκόσμιες συλλογές κλασσικής λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοι κριτικοί διαβλέπουν μια ποιότητα και μια ενότητα του έργου που αγγίζουν την τραγωδία, διαποτισμένες ταυτόχρονα και με μια λεπτή ειρωνεία.

Κι η αλήθεια είναι πως στα μυθιστορήματά της Σαγκάν, όπως και στο Καλημέρα Θλίψη, η ηρωίδα συγκεντρώνει πολλά στοιχεία της συγγραφέως. Και η ίδια έζησε μια ζωή μυθιστορηματική, γεμάτη εντάσεις, πάθη, καταχρήσεις αλλά και μοναξιά, μια ζωή από την ευφορία στην ένδεια, όπως περιγράφει η Μαρί Ντομινίκ-Λελιέβρ στη βιογραφία «Σαγκάν, Ζωή στο κόκκινο».

«Η κατάχρηση είναι θέμα προτίμησης ή αίσθησης. Τη σεργιανίζουμε μαζί μας για μια ζωή και το πιο εκπληκτικό που βρίσκουμε στην ύπαρξή μας είναι πως δίνει πάντα λαβή για νέες καταχρήσεις», δήλωνε η γαλλίδα συγγραφέας το 1987 στη «Le Figaro».

Για τα μέσα ενημέρωσης, η προφανής ομοιότητα ανάμεσα στη ζωή της και στα μυθιστορήματά της έκανε τη Σαγκάν πάντα πιο ενδιαφέρουσα από τα έργα της, πράγμα που η ίδια αρνείται με κομψότητα…

Η «Κοκό Σανέλ της λογοτεχνίας» όπως πολλοί συνήθιζαν να την αποκαλούν, πεθαίνει σε ηλικία 69 ετών, το 2004 και μαζί της χάνεται ένα από τα τελευταία σύμβολα της περίφημης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σκηνής του Σεν-Ζερμέν-ντε-Πρε.

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»