Τα τραγούδια που γράφτηκαν για αληθινά εγκλήματα ήταν πάντα δημοφιλή. Οι καλλιτέχνες είναι από εκείνα τα άτομα που αισθάνονται, σχεδόν, πάντα υποχρεωμένοι να αποτυπώσουν την πραγματικότητα αλλά και τα συναισθήματα που αυτή προκαλεί στα τραγούδια τους, μοιράζοντας κατά κάποιον τρόπο τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους με το κοινό τους.

Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι και το «The Hurricane» του Μπομπ Ντίλαν, ένα τραγούδι που όχι μόνο έχει ενσωματωθεί στη συνείδηση του κοινού για την ξεχωριστή του μελωδία, αλλά και λόγω του τρόπου που διατυπώνει τον τρόπο που αισθανόμαστε για τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας.

Στις 17 Ιουνίου του 1966, λοιπόν, δύο άντρες μπήκαν σε ένα μπαρ του Νιου Τζέρσεϋ και άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας τρεις πελάτες και φεύγοντας ανενόχλητοι με μία λευκή Chevrolet. Αργότερα εκείνο το απόγευμα, ένας αστυνομικός συνέλαβε τον φημισμένο μποξέρ βαρέων βαρών Ρούμπιν «Τυφώνα» Κάρτερ, ο οποίος οδηγούσε με έναν φίλο του το δικό του λευκό Chevrolet. Ενώ οι άνδρες απελευθερώθηκαν αρχικά λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, και οι δύο δικάστηκαν για δολοφονία. Καταδικάστηκαν δύο φορές στην αρχική δίκη το 1967 και στη δεύτερη δίκη το 1976. Ωστόσο, η καταδίκη ανατράπηκε το 1985 και ο Κάρτερ απελευθερώθηκε από τη φυλακή.

Για ποιο λόγο ανατράπηκε η καταδίκη; Υπήρξαν διάφοροι παράγοντες που δημιούργησαν σοβαρές αμφιβολίες για την ενοχή του Κάρτερ. Ο αξιωματικός σύλληψης είχε μια προσωπική βεντέτα μαζί του, έχοντας συλλάβει τον 11χρονο Κάρτερ όταν ο ίδιος μαχαίρωσε έναν άνδρα για αυτοάμυνα. Κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας του αξιωματικού, διάφοροι μάρτυρες αρνήθηκαν ότι ο Κάρτερ και ο φίλος του είναι οι άνδρες που ήταν υπεύθυνοι για τους πυροβολισμούς. Οι μάρτυρες αργότερα άλλαξαν τις ιστορίες τους, πιθανώς λόγω της πίεσης του αστυνομικού.

Επιπλέον, ενώ η αστυνομία βρήκε όπλα και πυρομαχικά στο αυτοκίνητο του Κάρτερ, οι σφαίρες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν διαφορετικές από τις σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. Πιστεύεται ευρέως, λοιπόν, ότι ο Κάρτερ κατηγορήθηκε εσκεμμένα και ότι η αστυνομία και η εισαγγελία «έπαιξαν» με τις φυλετικές προκαταλήψεις της εποχής για να «δρομολογήσουν» την κριτική επιτροπή στη λήψη μιας κατηγορηματικής απόφασης.