Ο Χάρισον Φορντ γεννήθηκε στο Σικάγο στις 13 Ιουλίου 1942. Γιος ενός Ιρλανδού καθολικού ­, στελέχους διαφημιστικής εταιρείας, και μιας Ρωσίδας Εβραίας­, οικειοποιήθηκε αρκετά νωρίς τις πολυεθνικές επιμειξίες. Η φοίτησή του στο Κολέγιο Ρίπον του Γουισκόνσιν δεν εστέφθη με ιδιαίτερη επιτυχία: απεβλήθη διά παντός τρεις ημέρες πριν από την αποφοίτησή του. Λίγο αργότερα θα παντρευτεί τον εφηβικό του έρωτα, ονόματι Μαίρη, και θα πιάσει δουλειά σε έναν εποχικό θίασο κάπου στον Κόλπο Γουίλιαμς. Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι του όμως ­ σε έργα… θερινής νυκτός με τίτλους του τύπου «Damn Yankees» και «Little Mary Sunshine» ­ δεν φαίνεται να ικανοποιούν τον ­ φύσει και θέσει ­ τυχοδιωκτισμό του. Δεν θα αργήσει να μετακομίσει ­ μετά της δυστυχούς συμβίας του ­ στην Καλιφόρνια. Το μόνο που γνωρίζει είναι ότι θέλει να παίξει σε ταινίες, σε καθαρόαιμες χολιγουντιανές ταινίες.

Η συμμετοχή του στην παραγωγή του «John Brown’s Body» θα είναι το «πάσο» για τα άδυτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ένα επτάχρονο συμβόλαιο με την Κολούμπια ­ χάρη σε ένα ειδικό πρόγραμμα για τον εντοπισμό και την εκπαίδευση νέων ταλέντων ­ του παρέχει μαθήματα δραματικής, παραινέσεις και συμβουλές για το πώς να υιοθετήσει το ταχύτερο δυνατόν την κουπ του Ελβις Πρίσλεϊ καθώς και 150 δολάρια εβδομαδιαίως. Ο πρώτος ρόλος του δεν θυμίζει τίποτα από τις μετέπειτα επικές περιηγήσεις του. Και αναμφίβολα το παιδί-για-όλες-τις-δουλειές που παραδίδει ένα τηλεγράφημα στον Τζον Κόμπερν («Ολες οι γυναίκες αγαπούν τον κλέφτη» του Μπέρναρντ Τζέραρντ) εν έτει 1966 δεν θα μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη και τόσο πολλών σινεφίλ. Το αυτό ισχύει και για ένα ακόμη πέρασμα από το «Δοκίμασε και με τη γυναίκα μου» (1967) με πρωταγωνιστή τον Τζακ Λέμον. Οι άνθρωποι της Κολούμπια θα αρχίσουν γρήγορα να απογοητεύονται: ο φέρελπις κ. Φορντ δεν τα καταφέρνει ούτε στο γουέστερν «Ήρθε η ώρα να πεθάνεις». Ενας μάλιστα εξ αυτών σπεύδει να τον πληροφορήσει ότι, όταν ο Τόνι Κέρτις πρωτοεμφανίστηκε στην οθόνη σε έναν εξίσου μίνι ρόλο, οι προβολείς στράφηκαν ως διά μαγείας πάνω του: «Ήξερες ότι είχε αυτό το κάτι του σταρ… Εσύ δυστυχώς δεν το έχεις».

Ακολουθεί ένα ακόμη επτάχρονο συμβόλαιο, με τη Universal αυτή τη φορά. Οι ιθύνοντες του εμπιστεύονται αποκλειστικά σχεδόν τους ρόλους του «ευαίσθητου, μικρότερου αδελφού» ή του «καλοπροαίρετου φοιτητή». Η δυστοκία των σόου μπίζνες τον φέρνει πίσω στην παλιά, κρυφή αγάπη του, την ξυλουργική. Δείγματα του χειρωνακτικού οίστρου του θα διανθίσουν κάμποσες γωνιές καλιφορνέζικης αίγλης (η ξύλινη κατασκευή για την τζαμαρία της Σάλι Κέλερμαν και το στούντιο ηχογραφήσεων που φιλοτεχνεί για τον Σέρτζιο Μέντες είναι μόνο μερικά από αυτά). Είναι πλέον αποφασισμένος να εγκαταλείψει την καριέρα του σταρ, παρ’ ότι διαθέτει όλα τα προαπαιτούμενα: εμφάνιση, λάμψη, τρόπους.

 
Ώσπουη μοίρα έριξε στον δρόμο του τον άνθρωπο των αστέρων. Ενας φίλος του από την Κολούμπια (Φρεντ Ρους) του προτείνει να δοκιμάσει την τύχη στο καστ του «American Graffiti» («Νεανικά συνθήματα»). Σκηνοθέτης ο Τζορτζ Λούκας. Έτος 1973. Ο Φορντ παίρνει τον ρόλο του Φάλφα, ενός αποδιοπομπαίου τινέιτζερ που ειδικεύεται σε «κόντρες» με τον Πολ λε Ματ. Η επιτυχία της ταινίας, η οποία δημιουργεί «σχολή» νεανικής ρετρο-σαπουνόπερας με αρκετούς μιμητές, όπως η θρυλική τηλεοπτική σειρά «Ευτυχισμένες ημέρες», προλειαίνει το έδαφος για τον δύστροπο ξυλουργό.

Μετά το «American Graffiti», ο Λούκας δηλώνει αισίως έτοιμος να πραγματώσει το εφηβικό του καπρίτσιο: ένα έπος επιστημονικής φαντασίας που να τα έχει όλα. Μόνο που για το καστ θέτει μια προϋπόθεση: φρέσκα πρόσωπα. Οι μνηστήρες είναι αρκετοί και διόλου ευκαταφρόνητοι: Νικ Νόλτι, Κρίστοφερ Γουόκεν, Γουίλιαμ Κατ, Γκλιν Τέρμαν. Ο Φορντ δεν τρέφει καμία ελπίδα, ώσπου ένας άνθρωπος του Κόπολα, ο Ντιν Ταβουλάρης, ζητεί από τον σκηνοθέτη μια ακρόαση. Ο Λούκας δέχεται και ο Φορντ χρίζεται Χαν Σόλο και ήρωας της πιο εμπορικής ταινίας όλων των εποχών (τουλάχιστον ως την εμφάνιση του «Εξωγήινου» αρκετά χρόνια αργότερα). Συμπρωταγωνιστές του οι εξίσου άγνωστοι τότε Μαρκ Χάμιλ (στον ρόλο του Λιουκ Σκαϊγουόκερ) και η… οικονομικής συσκευασίας Κάρι Φίσερ (πριγκίπισσα Λέια).

«Ο Πόλεμος των Αστρων» προβάλλεται σε 35 αίθουσες των ΗΠΑ στις 25 Μαΐου 1977. Κανείς δεν περίμενε αυτό που θα επακολουθούσε: τις ουρές των αφηνιασμένων θαυμαστών, τα memorabilia στις βιτρίνες του πλανήτη, τον Χάρισον Φορντ στο πάνθεον των μεγαστάρ. Μόνο η συμπρωταγωνίστριά του, η Φίσερ, σπεύδει να καταθέσει ανενδοίαστα τα προγνωστικά της: «Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι επρόκειτο για έναν ηθοποιό αντάξιο ενός Μπόγκαρτ ή ενός Τρέισι. Και μόνο κοιτώντας τον καταλαβαίνεις. Σου δίνει την εντύπωση ότι κρατάει πιστόλι ακόμη και όταν είναι άοπλος. Ξέρετε αυτό που λένε ότι “μια ηθοποιός είναι κάτι παραπάνω από γυναίκα” και ότι “ένας ηθοποιός είναι κάτι λιγότερο από άνδρας”; Ε, λοιπόν, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τον Χάρισον Φορντ. Είναι ένα απίστευτα γοητευτικό αρσενικό, με όλη τη σημασία της λέξης».

Με ή χωρίς τις επευφημίες της πριγκίπισσας Λέια, ο Χάρισον Φορντ είναι έτοιμος να αδράξει ρόλους και κασέ. Ακολουθούν το «Οι ήρωες πολεμούν για τους έξυπνους», δίπλα στον Χένρι Γουίνκλερ, η ­ μάλλον ανεπιτυχής ­ «Ομάδα Κρούσεως “10” από το Ναβαρόνε» (1978) και ένας μικρός ρόλος ­ σε μια κρίσιμη όμως στιγμή ­ στο «Αποκάλυψη τώρα». Ο πρώτος του αμιγώς ρομαντικός ρόλος, δίπλα στη Λέσλι Ανν Ντάουν, και με φόντο το φλεγόμενο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Λονδίνο, επιβεβαιώνει ότι το φόρτε του παραμένει η ταινία «action». Ακολουθεί «Το πιο σιγανό πιστόλι του Γουέστ» του Ρόμπερτ Ολντριτς (1979), χωρίς όμως ιδιαίτερες εμπορικές αξιώσεις. Η Πατρίτσια ΜακΚουίνι, ατζέντισσά του την περίοδο αυτή, επισημαίνει τις επίμονες προσπάθειές του να ασπαστεί το όλο πνεύμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας του αλλά και τις απανωτές απογοητεύσεις του: «Αυτό που σίγουρα έμαθε σε αυτά τα πρώτα βήματά του είναι ότι ο ηθοποιός βρίσκεται στο έλεος του εκάστοτε σκηνοθέτη. Εκτοτε έγινε πολύ προσεκτικός στις επιλογές του».

Την εποχή αυτή διαλύεται ο πρώτος γάμος του και λαμβάνει χώρα ο δεύτερος, με τη Μελίσα Μάτισον, μία από τις σεναριογράφους του «Πολέμου των Άστρων». Εν συνεχεία η φιλμογραφία του ­ βασισμένη κατ’ εξοχήν σε υπερπαραγωγές και σίκουελ ­ ανάγεται σε μήλον της έριδος για τις χολιγουντιανές εταιρείες. Ο δεύτερος κατά σειρά Χαν Σόλο στο «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» (1980) τραβάει την προσοχή του Στίβεν Σπίλμπεργκ: «Ο Χάρισον ήταν ένας εξαιρετικά σπάνιος συνδυασμός ενός Ερολ Φλιν στον “Δον Ζουάν” και ενός Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον “Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε”. Μπορεί να εμφανίζεται ρομαντικός και δηλητηριώδης την ίδια στιγμή». Ο Ιντιάνα Τζόουνς (μαζί με τα 115.600.000 δολάρια που συγκέντρωσε στα ταμεία) στον «Κυνηγό της Χαμένης Κιβωτού» (1981) είναι ο απόλυτος ήρωας για μια διψασμένη για περιπέτεια και απαστράπτοντα εφέ δεκαετία του ’80. Στο «Μπλέιντ Ράνερ» καταδιώκει ανδροειδή και παρωδεί τον Μπόγκαρτ σε έναν ­ κατά κοινή ομολογία ­ «καλτ» ρόλο.

 
Ότανδεν τρέχει από στούντιο σε στούντιο (για την «Επιστροφή των Τζεντάι», τα σίκουελ του Ιντιάνα και τον «Μάρτυρα Εγκλήματος»), απολαμβάνει μια εσωστρεφή οικογενειακή ζωή χωρίς πρωτοσέλιδα και εξάρσεις. Αποποιείται μετά μανίας τον τίτλο του σταρ και προτιμά το alter ego του ξυλουργού. Και ακόμη και όταν το Χόλιγουντ τον αποδέχεται πλέον ως έναν από τους πιο προσοδοφόρους αστέρες όλων των εποχών, ακριβώς όπως τον Μπιγκ Κρόσμπι στα μέσα της δεκαετίας του ’40, οι θεατές διστάζουν να τον «πλησιάσουν». Σύμφωνα μάλιστα με το περιοδικό «People», μόνο ένα 20% του κοινού μπορούσε να τον αναγνωρίσει από μια φωτογραφία. Αυτό ισχύει βέβαια μόνο για τις αρχές του ’80. Διότι σήμερα ο Χάρισον Φορντ (μετά τα «Φράντικ», «Ακτή του κουνουπιού», «Αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», «Εργαζόμενο κορίτσι», «Παιχνίδια ολέθρου» ­ «η μόνη ταινία που δεν ήθελα να δουν τα παιδιά μου εξαιτίας της βίας που έχει» ­, «Ο φυγάς») είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Χόλιγουντ. Τι πειράζει αν ο ίδιος δεν έχει δει ποτέ την «Καζαμπλάνκα»; Μήπως ο Χαν Σόλο μυήθηκε ποτέ επισήμως στη Δύναμη; Ένας Ιντιάνα για όλες τις εποχές.

πηγή: το Βήμα