Ο νικητής των τουρκικών εκλογών, είτε αυτός είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είτε είναι ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θα έχει να αντιμετωπίσει μια τεράστια πρόκληση, την οποία πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν και ως «μάχη επιβίωσης» ακόμη και για το νεοεκλεγμένο Πρόεδρο. Δεν είναι άλλη από την μεγάλη οικονομική κρίση, που μαστίζει τη χώρα.

Την πρώτη δεκαετία της 20χρονης διακυβέρνησής του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οδήγησε τη χώρα σε μια σημαντική οικονομική άνθηση. Με τη βοήθεια ισχυρών πολιτικών κεφαλαίων που υποστήριζαν το κυβερνών κόμμα του AKP, η οικονομία της Τουρκίας μετατράπηκε σε μια από τις πιο αναδυόμενες στον κόσμο. Όπως αναφέρει το Politico, η ισχυρή ανάπτυξη – με μέσο όρο 7% ετησίως την πενταετία 2002 – 2007 – αποτελούσε κάποτε το πιο περήφανο καύχημα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Όμως στη δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησής του η πορεία ήταν αντίθετη. Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος πήρε τον απόλυτο έλεγχο της οικονομικής πολιτικής, επιμένοντας αλαζονικά στις ανορθόδοξες θεωρίες του, οδήγησε σε έναν τεράστιο και εκτός ελέγχου πληθωρισμό. Οι συζητήσεις για τις τιμές των βασικών προϊόντων βρέθηκαν στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης και βάσει δημοσκοπήσεων εξελίχθηκαν σε ένα από τα βασικά κριτήρια ψήφου για τις εκλογές της 14ης Μαΐου.

«Μαύρα» στοιχεία, «κόκκινοι» δείκτες

Τα στοιχεία – ακόμα και τα επίσημα – καταδεικνύουν τη ζοφερή καθημερινότητα για την πλειονότητα των τούρκων πολιτών. Σύμφωνα με την Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία ο ετήσιος πληθωρισμός της χώρας ήταν Απρίλιο λίγο κάτω από 44%, ωστόσο ανεξάρτητοι οργανισμοί υπολογίζουν πως το πραγματικό μέγεθός του ήταν υπερδιπλάσιο, ξεπερνώντας το 100%. Πριν από δέκα χρόνια, τον Μάιο του 2013, ένα δολάρια αντιστοιχούσε σε λιγότερες από δύο τουρκικές λίρες. Σήμερα η αντιστοιχία είναι σχεδόν 20.

Ο φονικός σεισμός του Φεβρουαρίου, που άφησε πίσω του πάνω από 50.000 νεκρούς και μετέτρεψε σε ερείπια ολόκληρες περιοχής, αλλά και κρίσιμες υποδομές, έδωσε ένα ακόμη χτύπημα στα δημόσια οικονομικά, παρά την οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία: Ο λογαριασμός ανοικοδόμησης εκτιμάται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια.

Μια «χαμένη χρονιά» ανεξαρτήτως νικητή

Οι δύο αντίπαλοι για την Προεδρία της χώρας γνωρίζουν πως μόλις κλείσουν οι κάλπες και ανακοινωθεί το τελικό αποτέλεσμα, η βασική προτεραιότητα του νικητή δεν μπορεί να είναι άλλη από την προσπάθεια να ορθοποδήσει οικονομικά η χώρα. Αναλυτές υπογραμμίζουν πως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα και τουλάχιστον οι πρώτοι έξι μήνες θα είναι πολύ κρίσιμοι. «Θα πρόκειται για μια χαμένη χρονιά», σημειώνουν όσοι γνωρίζουν τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα.

Ο Ερντογάν, κατά την προεκλογική εκστρατεία, έστειλε κάποια μηνύματα για την πρόθεσή του να ακολουθήσει μια νέα οικονομική πολιτική, πιο ορθόδοξη, μετά τις εκλογές. Για αυτό τον σκοπό δήλωσε πως πρόθεσή του είναι να επαναφέρει τον Μεχμέτ Σιμσέκ, πρώην υπουργό Οικονομικών από το 2009 έως το 2015 με διεθνές κύρος και εκ των αγαπημένων των επενδυτών. Ο Ερντογάν έστειλε το μήνυμα όμως ο ίδιος ο Σιμσέκ, σε πρώτη φάση, φαίνεται πως απέρριψε την πρόταση και το ενδεχόμενο επιστροφής του, γεγονός που οδήγησε πολλούς οικονομολόγους να εκφράσουν σοβαρές ανησυχίες για τη «δεξαμενή στελεχών» που μπορεί να αξιοποιήσει ο Ερντογάν για να ανατρέψει την καταστροφική πορεία της οικονομίας.

Όμως ακόμη κι αν η συμμαχία της αντιπολίτευσης υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου επικρατήσει, η κατάσταση δεν θα είναι πιο εύκολη. Ανώτεροι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης δηλώνουν πως σε περίπτωση νίκης γνωρίζουν πως θα παραλάβουν «συντρίμμια» και πως θα χρειαστεί χρόνος για να διορθωθεί η κατάσταση καθώς «δεν υπάρχει μαγικό ραβδί». «Μπορεί να χάσουμε την πρώτη χρονιά, αλλά δεν μπορούμε να χάσουμε το 2024», παραδεχονται.

Ποιος θα αποφασίσει εκτόξευση επιτοκίων;

Ο επικεφαλής του κεμαλικού CHP σίγουρα είναι υποστηρικτής μιας πιο ορθόδοξης οικονομικής πολιτικής. Υπόσχεται να απελευθερώσει την οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές από τους κρατικούς ελέγχους και να επιστρέψει την ανεξαρτησία σε στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία στη συνέχεια θα αυξήσει τα επιτόκια για να μειώσει τον πληθωρισμό. Για να συμβεί όμως αυτό, το ποσοστό των επιτοκίων θα πρέπει να ξεπεράσει το 30%.

Αυτή θα ήταν μια πολύ δύσκολη πολιτική επιλογή καθώς το σημερινό επίπεδο των επιτοκίων βρίσκεται στο 8,5% και η τεράστια αύξησή τους θα προκαλούσε ασφυξία στις επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων είναι και μεγάλες μεταποιητικές βιομηχανίες με ένα μεγάλο φάσμα παραγωγής, από αυτοκίνητα μέχρι ρούχα.

Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία των υπεύθυνων, την επικοινωνιακή δύναμη αλλά και την επιμονή και την υπομονή στις πιέσεις από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Αναλυτές που επικαλείται το Politico, εκτιμούν πως αν η επόμενη κυβέρνηση καταφέρει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, τότε θα μπορούσε να κερδίσει κάποιο χρόνο και περιθώριο ελιγμών, ώστε να προσελκύσει περισσότερες ξένες επενδύσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Ορισμένοι «ποντάρουν» στο γεγονός πως η τουρκική οικονομία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική και ευέλικτη, ενώ κάποιοι υπογραμμίζουν και το «μαύρο χρήμα» που αποτελεί βασικό στοιχείο της. Ωστόσο αυτή τη φορά η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι τρομερά προβληματική και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα πως θα μπορούσε μια ηγεσία να επιλύσει τα ζητήματα στο χρόνο που απαιτείται. Ακόμη και στην περίπτωση που νικητής είναι ο Κιλιτσντάρογλου η νέα ηγεσία δεν αναμένεται πως θα απολαύσει μια μεγάλη «περίοδο χάριτος».

Ο ετεροκλητος συνασπισμός και το σενάριο του ΔΝΤ

Το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει δράσει με ταχύτητα και συνεκτικά, κάτι που επίσης αποτελεί ένα δύσκολο γρίφο για τον ετερόκλητο συνασπισμό που επιδιώκει να ανατρέψει τον Ερντογάν. Η πολιτική σταθερότητα ενδεχομένως να αποδειχθεί το πιο δύσκολο εμπόδιο για τα έξι κόμματα, ιδιαίτερα όταν τα διλλήματα είναι δύσκολα και απαιτούν άμεσες απαντήσεις. Οι τοπικές εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2024 και αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. «Αν χαθεί η ευκαιρία το AKP, το κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να επιστρέψει».

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προετοιμάζονται για αστάθεια σε περίπτωση που οι κάλπες της 14ης Μαΐου δεν δώσουν νικητή και χρειαστεί δεύτερος γύρος στις 28 Μαΐου. Αν η οικονομική πολιτική της νέας ηγεσίας, όποια κι αν είναι αυτή, δεν πείσει, οι πιέσεις αναμένεται να ενταθούν και το σενάριο μιας νέας προσφυγής στο ΔΝΤ ενδεχομένως να αποδειχθεί αναπόφευκτο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική ανεξαρτησία, και εν τέλει για την επιβίωση της ίδιας της κυβέρνησης.