Αυτοπροσώπως ενώπιον Δικαστηρίου στο Μόναχο, εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο Τούρκος, Αϊντίν Ντικμέν, εναντίον του οποίου έχουν ασκήσει αγωγή η Εκκλησία Κύπρου και η Κυπριακή Δημοκρατία.

Σημειώνεται, ότι το 1997 στο διαμέρισμα του είχαν βρεθεί από τη Βαυαρική Αστυνομία, περίπου 300 έργα εκκλησιαστικής τέχνης – ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και άλλα κειμήλια – από συλημένους ναούς στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.

Πέρυσι, το Εφετείο του Μονάχου, μετά από γνωμάτευση του Γερμανού βυζαντινολόγου, Γιόχανς Ντέκερς, ότι 173 έργα ήταν κυπριακής προέλευσης, αποφάσισε την παράδοση τους στην Εκκλησία Κύπρου. Ωστόσο σημαντικός αριθμός έργων παραμένουν ακόμα στην Εγκληματολογική Υπηρεσία του Μονάχου, γιατί δεν κατέστη δυνατή από τους ενάγοντες η τεκμηρίωση, με φωτογραφίες ή αρχειακά στοιχεία, της κυπριακής προέλευσης τους.

Στην νέα ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Ντικμέν υποστήριξε ότι τα έργα ανήκουν στον ίδιο, την σύζυγο και την κόρη του και έθεσε ως προϋπόθεση για την επιστροφή τους στην Κύπρο, την οικονομική του αποζημίωση. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις εφημερίδες «Φιλελεύθερος» και «Πολίτης» κάλεσε τα δύο μέρη να επιλύσουν την «διαφορά» τους με εξώδικο διακανονισμό. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αποφασίσει για την τύχη των έργων, τον προσεχή Μάρτιο.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, από την ακροαματική διαδικασία, απουσίαζαν εκπρόσωποι της Εκκλησίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρών ήταν μόνο ο δικηγόρος τους, Ένο Έγκμπερς. Η κ. Τασούλα Χατζητοφή, η οποία είχε καθοριστικό ρόλο το 1997 στην επιχείρησης παγίδευσης και σύλληψης από την Αστυνομία του Μονάχου του Αϊντίν Ντικμέν, δήλωσε στην εφημερίδα «Πολίτης», ότι «είναι καιρός ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο Γενικός Εισαγγελέας και Υπουργός Εξωτερικών να επιληφθούν προσωπικά του θέματος του επαναπατρισμού της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου».

Η Εκκλησία Κύπρου σε ανακοίνωση της αναφέρει, ότι «τα αντικείμενα των οποίων ο επαναπατρισμός εκκρεμεί στην εν λόγω υπόθεση είναι 85 και όχι 177 όπως εσφαλμένα αναφέρθηκε και μεταξύ αυτών δεν υπάρχει κανένα ψηφιδωτό, διότι αυτά έχουν ήδη επαναπατρισθεί στην Κύπρο».

Επίσης, σημειώνεται, ότι «εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Κύπρου και της Γενικής Εισαγγελίας παρίστανται στο Δικαστήριο, οσάκις είναι απαραίτητο κατόπιν συνεννοήσεως με τον δικηγόρο που εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατία στη δίκη».