Τους κούρδους αντάρτες φαίνεται πως υποστήριζαν οι δήμαρχοι που «καρατομήθηκαν» χθες από κουρδικούς δήμους από τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τη συμμετοχή του σε προσευχή, δήλωσε ότι κάθε δήμος που υποστήριζε τους αντάρτες, πρέπει να πληρώσει το τίμημα.

Η απομάκρυνση των δημάρχων από δήμους σε περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου, κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο, προκάλεσε διαδηλώσεις, ενώ η υποστηριζόμενη από τους Κούρδους αντιπολίτευση, χαρακτήρισε την ενέργεια αυτή «διοικητικό πραξικόπημα».

Σε χθεσινή ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εσωτερικών αναφέρεται ότι διορίστηκαν δήμαρχοι σε δύο πόλεις, 24 επαρχίες και 2 χωριά. Οι δύο πόλεις είναι το Χακιάρι και το Μπάτμαν. Στις θέσεις των δημάρχων διορίστηκαν στελέχη του τουρκικού υπουργείου Εσωτερικών, δηλαδή υπάλληλοι που μέχρι σήμερα κατείχαν θέσεις βοηθού νομάρχη και διοικητή επαρχιών (καϊμακάμης).

Έντονη ήταν η αντίδραση του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το κόμμα αναφέρεται ότι «στόχος υπήρξε η τοπική αυτοδιοίκηση σε κουρδικές πόλεις που έχει εκλεγεί με ποσοστά 65-95%», πράγμα που «θα προκαλέσει την κλιμάκωση των προβλημάτων στις κουρδικές πόλεις».

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της αντίληψης με την οποία στις 15 Ιουλίου βομβαρδίστηκε η εθνοσυνέλευση, δηλαδή η λαϊκή βούληση και της αντίληψης με την οποία παραβιάζεται η λαϊκή βούληση στους δήμους με τις ιαχές, αναλάβαμε τη διοίκηση».

Με το βήμα αυτό της τουρκικής κυβέρνησης επαληθεύονται οι προβλέψεις ότι δεύτερος στόχος της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στην Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου θα είναι οι Κούρδοι. Κι αυτό σε συνθήκες κατάστασης έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί και με την εφαρμογή προεδρικών διαταγμάτων που εκδίδονται στο πλαίσιο της κατάστασης αυτής. Ένα από τα διατάγματα αφορούσε και το διορισμό δημοτικών αρχόντων στους 28 δήμους.

Ωστόσο έχει ήδη αρχίσει στην Τουρκία μία συζήτηση για το κατά πόσο τα διατάγματα με ισχύ νόμου που εκδίδονται είναι σύμφωνα προς τη νομοθεσία περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή ξεπερνούν το πλαίσιο της κατάστασης αυτής, θεσμοθετώντας πράγματα που θα ισχύουν και όταν θα έχει τερματιστεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης.