Να αναγνωρίσει το Ιράν την ύπαρξη του Ισραήλ, να σταματήσει να υποστηρίζει στρατιωτικά τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ και να συμμετάσχει ενεργά στις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για μια ειρηνική διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης θεωρεί ως λύση στην παρούσα κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ο πρώην πρωθυπουργός της Σλοβακίας και πρόεδρος του Wilfried Martens Centre for European Studies, Μίκουλας Τζουρίντζα.

Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή τη συμμετοχή του στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και την εκδήλωση που συνδιοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής», ο κ. Τζουρίντζα αναφέρεται, επίσης, στον πόλεμο στην Ουκρανία υπογραμμίζοντας πως η διεθνής πίεση στη Ρωσία και η υποστήριξη της Ουκρανίας παραμένει κρίσιμη, ενώ για την επόμενη μέρα -μετά το πέρας του πολέμου- στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία τονίζει πως αντί να κάνει όνειρα ο δυτικός κόσμος θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διάσωση της Ουκρανίας.

Ερωτηθείς για το αν είναι αναγκαίο ένα κοινό ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα, ο πρώην πρωθυπουργός της Σλοβακίας και πρόεδρος του Martens Center απαντά πως χρειαζόμαστε μια Ένωση που μπορεί να προστατεύει τους πολίτες και τα κράτη μέλη της και να υπερασπίζεται τους εταίρους της όταν απειλούνται, γι΄ αυτό πρέπει να γίνει μια πραγματική αμυντική ένωση.

Με τις ευρωκάλπες δε προ των πυλών και απαντώντας στην ερώτηση αν τον ανησυχεί η άνοδος της Ακροδεξιάς, ο κ. Τζουρίντζα εκτιμά πως η κατάσταση δεν είναι δραματική, παρά την άνοδο των κομμάτων της ομάδας Ταυτότητας και Δημοκρατίας. Επισημαίνει πως το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών και το Renew εξακολουθούν να έχουν την πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο και θεωρεί πως μια εποικοδομητική συνεργασία με την ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών είναι εφικτή.

Τέλος, αναφέρεται στη δράση του Κέντρου Martens, του επίσημου think-tank του ΕΛΚ, και στον ρόλο του ως γέφυρα ανάμεσα στους πολίτες κι όσους είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης

Ερ. Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή; Εκτιμάτε πως θα υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση; Και σε ποιον βαθμό;

Απ.: Το Ιράν επιτέθηκε στο Ισραήλ επειδή έχει αποτύχει να το υπονομεύσει όσο θα επιθυμούσε κι επειδή το Ισραήλ αποφάσισε να εξολοθρεύσει τη Χαμάς μετά την τρομερή σφαγή αθώων Ισραηλινών πολιτών στις 7 Οκτωβρίου. Ένας άλλος λόγος είναι ότι προφανώς το Ισραήλ αμύνεται αποτελεσματικά ενάντια στις οργανώσεις που η Χαμάς υποστηρίζει εδώ και καιρό στρατιωτικά και τις οποίες η ΕΕ έχει χαρακτηρίσει ως τρομοκρατικές (Χαμάς και Χεζμπολάχ). Εφόσον η Χαμάς και η Χεζμπολάχ ηττώνται, το Ιράν επενέβη άμεσα ώστε να μην χάσει την «εξουσία» του πάνω στη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Η λύση σε αυτή την κατάσταση και για την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης είναι να αναγνωρίσει το Ιράν την ύπαρξη του Ισραήλ, να σταματήσει το Ιράν να υποστηρίζει στρατιωτικά τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ και να συμμετάσχει επίσης στις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για μια ειρηνική διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.

Ερ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φτάσει σ’ ένα τραγικό ορόσημο. Υπάρχουν ελπίδες για άμεση λήξη του; Τι θα μπορούσε να θεωρείται μία ρεαλιστική λύση;

Απ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι πράγματι μια τραγωδία και οι ελπίδες για ένα άμεσο τέλος είναι αβέβαιες. Το θέμα που περιπλέκει την πρόοδο είναι η έλλειψη στρατηγικής, τόσο από την Ουκρανία όσο και από τους συμμάχους της. Μου φαίνεται πως η στρατηγική της Ουκρανίας, όπως παρουσιάστηκε από την ουκρανική ηγεσία -πρώτα πρέπει να διώξουμε τους κατακτητές πέρα από τα προ του 2014 σύνορα και μετά μπορούμε να ξεκινήσουμε διαπραγμάτευση-, ενέχει πολλές παγίδες και κινδύνους.

Υπό αυτούς τους περιορισμούς, η κορυφαία προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι να βοηθήσει την Ουκρανία ώστε να σταματήσει η Ρωσία να έχει περαιτέρω εδαφικά κέρδη και ν’ αναγκαστεί να σταματήσει τους βομβαρδισμούς. Επομένως, η Ρωσία πρέπει να τεθεί υπό πίεση και να σταματήσει τις επιθετικές της ενέργειες. Τότε θα ήταν δυνατό και καλό να καθίσουν οι εμπλεκόμενες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο η διεθνής πίεση (στη Ρωσία) και η υποστήριξη για την Ουκρανία παραμένει κρίσιμη.

Ερ. Η κρίση αυτή θα λάβει τέλος κάποια μέρα κι όταν συμβεί αυτό κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια ώστε να αποκατασταθεί μια σχέση εμπιστοσύνης κι ένας κανονικός διάλογος μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη και υπό ποιους όρους θα μπορούσε να γίνει αυτή η προσέγγιση;

Απ. Λοιπόν, αυτό είναι αλήθεια: μια μέρα ο πόλεμος τελειώνει, αλλά οι πληγές παραμένουν. Για αιώνες, όχι για δεκαετίες. Υπάρχει μόνο μία επιλογή για την «κανονικοποίηση» των σχέσεων με τη Ρωσία: η Ρωσία σταματά την επιθετικότητα, επιστρέφει (αργά ή γρήγορα) κλεμμένο έδαφος, πληρώνει αποζημιώσεις και μετανιώνει γι’ αυτή την επιθετικότητά της. Επομένως, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο μακρύς και γεμάτος λακκούβες είναι ένας τέτοιος δρόμος… Αντί να κάνει όνειρα, ο δυτικός κόσμος θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διάσωση της Ουκρανίας.

Ερ. Υπάρχει ανάγκη για ένα κοινό ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα κι εάν ναι πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, δεδομένου πως τα κράτη μέλη της ΕΕ φαίνονται να μην μπορούν να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση ακόμη και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής;

Απ.: Όχι μόνο ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και η πολύ ταραχώδης ανάπτυξη στη Μέση Ανατολή, η αυξημένη διεκδικητικότητα της Κίνα, ο ασταθής Βορράς και η ασταθής Δυτική Αφρική, έχουν δείξει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας ώστε να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της σε ξαφνικούς κραδασμούς, να γίνει πιο αξιόπιστη εταίρος για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χρειαζόμαστε μια Ένωση που μπορεί να προστατεύει τους πολίτες και τα κράτη μέλη της, μια Ένωση που να υπερασπίζεται τους εταίρους της όταν απειλούνται από εχθρικά κράτη -και μη κρατικούς παράγοντες- και μια Ένωση ικανή να δράσει, όταν έρθει η ώρα να το πράξει. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνει μια πραγματική αμυντική ένωση. Η πραγματικότητα λέει πως αν η ΕΕ θέλει να καταστεί παγκόσμιος παράγοντας, εάν θέλει ν’ απολαμβάνει σεβασμού κι εξουσίας, πρέπει να είναι όχι μόνο πλούσια αλλά και ισχυρή.

Ερ. Με τις ευρωεκλογές προ των πυλών ανησυχείτε για την άνοδο του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς;

Απ.: Δεν βλέπω την κατάσταση ως δραματική. Από τη μία πλευρά η άνοδος των κομμάτων της Ομάδας Ταυτότητας και Δημοκρατίας (Identity and Democracy) είναι ανησυχητική, από την άλλη πλευρά η ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) έχει μετακινηθεί ελαφρώς προς το κέντρο, ιδιαίτερα χάρη στην πρωθυπουργό Μελόνι. Υπερασπίζονται την ΕΕ (αν και όντας όχι σπάνια επικριτικοί), κατανοούν ότι η Ρωσία είναι ο επιτιθέμενος και η Ουκρανία το θύμα. Τα καλά νέα είναι ότι παρά τις απώλειες, το παραδοσιακό «τρίο» -το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP), οι Σοσιαλιστές & Δημοκράτες (S&D) και το Renew εξακολουθούν ν’ απολαμβάνουν της πλειοψηφίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, παρά το γεγονός ότι μπορεί να συρρικνωθεί. Αλλά πιστεύω πως μια εποικοδομητική συνεργασία με την ομάδα ECR είναι εφικτή.

Ερ. Πιστεύετε ότι υπάρχει ανάγκη για μια νέα προσέγγιση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ πολιτικής και πολιτών; Τι ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τα πολιτικά ιδρύματα στην Ευρώπη προς αυτή την κατεύθυνση;

Απ.: Από τη μία πλευρά δεν νομίζω πως χρειάζεται να επανεφεύρουμε πλήρως τη σχέση μεταξύ πολιτικής και πολιτών. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι επί του παρόντος με μυριάδες προκλήσεις που διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, υπάρχουν κύρια ζητήματα με απήχηση σε όλη την Ευρώπη, όπως π.χ. η ασφάλεια γενικά, η οικονομική και κοινωνική ασφάλεια, ο υψηλός πληθωρισμός. Οι πολίτες ζητούν όχι μόνο λόγια αλλά και απτές αποδείξεις ότι οι πολιτικοί είναι προσγειωμένοι στην πραγματικότητα κι αναζητούν ενεργά λύσεις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ορισμένα πεδία όπως η κλιματική αλλαγή και η τεχνολογική αναταραχή που απαιτούν νέες μορφές συνεργασίας για τις οποίες αγωνίζεται η παραδοσιακή πολιτική.

Με την ιδιότητά μου ως προέδρου του επίσημου think-tank του ΕΛΚ, του Κέντρου Martens, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το Κέντρο προωθεί ενεργά ένα αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών και των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής. Αυτό το επιτυγχάνουμε μέσα από ποικίλες πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων συνεδρίων, ερευνητικών έργων, διαδικτυακών φόρουμ και εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Αυτές οι προσπάθειες στόχο έχουν να ενδυναμώσουν τους πολίτες και να τους ενθαρρύνουν να συμμετάσχουν στη δημοκρατική διαδικασία. Εν κατακλείδι, προωθώντας την εποικοδομητική δημόσια συζήτηση, το Κέντρο Martens λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ του κοινού και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.