«Τα πάντα επιτρέπονται. Ακόμα και η ήττα. Τα πάντα εκτός από το να σταματάς να παλεύεις!» Ο Λουίς Μαρία Μπονίνι είχε λίγες ακόμα ώρες ζωής. Δεν γινόταν να μην περάσει τον Ατλαντικό για να φτάσει κοντά του. Ηθελε να τον δει για τελευταία φορά, έστω για λίγο και δεν θα τον σταματούσε μία απαγόρευση της ομάδας του. Η Λιλ είχε εξ αναβολής αγώνα και καθώς υποβιβάζεται, έπρεπε να έχει τον προπονητή της διαθέσιμο. Ο Μαρσέλο Μπιέλσα όμως δεν μπορούσε να ασχοληθεί με ένα ματς, τι στιγμή που ο επί 21 χρόνια φίλος του ξεψυχούσε. Πήρε το αεροπλάνο, συνάντησε τον βοηθό που είχε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του και επέστρεψε, για να να βρει κλειστή την πρόσβαση στο προπονητικό κέντρο. Την ίδια στιγμή ο Μπονίνι, τον οποίο πρωτοείχε στο πλάι του από το 1992, άφηνε την τελευταία πνοή του εξαιτίας του καρκίνου. Ηταν ο πιο δραματικός τρόπος για να κλείσει κι αυτό το προπονητικό κεφάλαιο του Μπιέλσα. Ηταν δεδομένο ότι δεν θα υπήρχε μακροημέρευση στη σχέση του με τη Λιλ, η οποία ίσως και να βρήκε τη σκληρή, αλλά ιδανική αφορμή για να τον διώξει, χρεώνοντάς του πειθαρχικό παράπτωμα, ώστε να μην πληρώσει την παχυλή αποζημίωση. Κάπου εδώ λοιπόν φαίνεται ότι θα κλείσει και η ευρωπαϊκή περιπέτειά του 62χρονου προπονητή. Ενα τέλος που δείχνει να αποδομεί μία από τις πιο ιδιαίτερες, συναρπαστικές, ποιοτικές και την ίδια στιγμή υπερτιμημένες προσωπικότητες των πάγκων της σύγχρονης εποχής. Ποιος όμως είναι αυτός ο θεόμουρλος φιλόσοφος με την μπαγκέτα στο χέρι; «Με αποκαλούν τρελό. Ένας άντρας με νέες ιδέες είναι τρελός μέχρι να πετύχει. Τότε η τρέλα του φαίνεται σε όλους κάτι πρωτοποριακό!» Ο Μαρσέλο Μπιέλσα είναι ίσως ο πιο γνήσιος «loco» του ποδοσφαίρου. Ενας θεόμουρλος, αλλά όχι με τον τρόπο που οι περισσότεροι του χρεώνουν. Δεν έχει να κάνει με τη φασαριόζικη-αυστηρή προσωπικότητα του, αλλά με τη λόξα του για τη μπάλα, για το παιχνίδι. Για την ακρίβεια κανείς δεν ξέρει πώς και πότε του το κόλλησαν το «loco». Ο επικρατέστερος αστικός μύθος υποστηρίζει ότι συνέβη καθώς ανέλαβε για πρώτη φορά προπονητής στη Β’ ομάδα της Νιούελς Ολντ Μπόις. Ηταν το 1982 όταν πήρε το πτυχίο και του δόθηκε το χρίσμα να προπονήσει τους πιτσιρικάδες. Το πρώτο που έκανε, ήταν να πάρει έναν χάρτη της Αργεντινής και να να χωρίσει την χώρα σε 70 σημεία. Κάθε ένα από δαύτα το διένυσε με το αυτοκίνητο του. Εμπαινε σε κάθε χωριό και ρωτούσε: «Ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης σας;» Πήγαινε στα ξένα σπίτια και υπέγραφε συμβόλαιο με τους καλούς. Δεν είχε σημασία το που ή το πότε. Κάπως έτσι στις 03:00 τα ξημερώματα εισέβαλε στο πατρικό του 13χρονου τότε Μαουρίτσιο Ποκετίνο και τον πήρε κοντά του. Κάπως έτσι ξετρύπωσε και τον Γκάμπριελ Μπατιστούτα. Δεν σταματούσε λεπτό. Ξημεροβραδιαζόταν να παρακολουθεί νεαρούς και αντιπάλους, να διαβάζει, να γίνεται καλύτερος. Το να μετατραπεί λοιπόν σε «loco» Μπιέλσα, δεν ήταν τυχαίο. Ηταν προορισμός… Και τι προορισμός. Κόντρα στα θέλω και τα πρέπει της οικογένειας του. Ο πατέρας διακεκριμένος δικηγόρος και οπαδός της Ροζάριο, είδε τον μικρό Μαρσέλο όχι μόνο να μην σπουδάζει πολιτικές επιστήμες (σπούδασε φυσική αγωγή) όπως ο συνταγματολόγος αδερφός του και η αντινομάρχης αδερφή του, αλλά να γίνεται ποδοσφαιριστής και οπαδός της μισητής συμπολίτισσας Νιούελς. Ως παίκτης βέβαια ο Μαρσέλο δεν τα πήγε και τόσο καλά. Μέτριος αμυντικός που στα 25 εξαιτίας και ενός τραυματισμού αντιλήφθηκε πως η μεγάλη καριέρα δεν ήταν γι αυτόν. Με το ποδόσφαιρο όμως είχε τρέλα. Τι έκανε λοιπόν γι αυτό; Εγινε προπονητής. Ηταν κάτι που διδάχτηκε κάνοντας το αφεντικό στα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Λες και γεννήθηκε με αυτό το ύφος… αυστηρός κόουτς. Οπως τότε που μία φορά και έναν καιρό σε κάποιο δρόμο στο Ροζάριο, ένας αστυνομικός ενοχλούσε το παιχνίδι που εκείνος διεύθυνε. Με έντονο τρόπο πήγε κοντά του και τον διέταξε να παραμερίσει για να εκτελέσει ένα κόρνερ. Ο αστυνομικός αρνήθηκε, ο Μπιέλσα τον έσπρωξε και συνελήφθη. Στο αστυνομικό τμήμα όπου μεταφέρθηκε, δεν άλλαξε τροπάριο. Αφού τα έβαλε με όλους, στη συνέχεια αρνήθηκε πεισματικά να φύγει, γιατί δεν του έδιναν πίσω την μπάλα του! Οι «Λεπροί», το Χρυσό και το… άγιασμα Με τα πιτσιρίκια της Νιούελς θα κατακτούσε αμέσως τον εθνικό τίτλο, επιτυχία που δύο χρόνια αργότερα αποτέλεσε το διαβατήριο του για τον πάγκο της πρώτης ομάδας. Στις δύο σεζόν του με τους «Λεπρούς» (σ.σ.: παρατσούκλι της Νιούελς) θα έφτανε ισάριθμες φορές στην κορυφή της Αργεντινής. Στα 35 του θα γινόταν ο νεαρότερος νικητής τεχνικός στην ιστορία της χώρας. Λίγο αργότερα θα οδηγούσε την ομάδα του στον χαμένο από τη Σάο Πάουλο τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες. Εκεί όμως που θα μπορούσε να χτίσει μία αυτοκρατορία με την αγαπημένη του Νιούελς, εκεί ξαφνικά υπέβαλε την παραίτησή του. Μετά το πρωτάθλημα του 1992 έδωσε άδεια στους παίκτες του να παραστούν σε ένα γάμο, με την προϋπόθεση να επιστρέψουν στα σπίτια τους μέχρι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, επειδή σε λίγες ημέρες υπήρχε αγώνας Κυπέλλου. Οι παίκτες δεν υπάκουσαν, ξεπέρασαν κατά τέσσερις ώρες το ωράριο, και ο Μπιέλσα ζήτησε από τη διοίκηση να τους επιβάλλει πρόστιμο. Όταν οι διοικούντες αρνήθηκαν, εκείνος το βρόντηξε κι έφυγε. Εννοείται πως δεν θα ανεχόταν με τίποτα να μην γίνει το δικό του. Εκτοτε, στα χρόνια που ακολούθησαν φρόντισε να γεμίσει το βιογραφικό του όχι μόνο με επιτυχίες και τίτλους, αλλά και με ακόμα περισσότερες ιστορίες που την ίδια στιγμή μεγάλωσαν, αλλά και αποδυνάμωσαν τον μύθο του. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν γραφτεί για χάρη του τέσσερα βιβλία. Ρίχνοντας μία ματιά σε αυτά θα βρεις φράσεις και περιπτώσεις άκρως ενδεικτικές για την κατανόηση αυτού του ξεχωριστού-ιδιαίτερου ανθρώπου και προπονητή. Μία τέτοια είναι και εκείνη που αφηγήθηκε κάποτε ο ίδιος ο Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν και αναφέρεται στο ξεκίνημα του με την Εθνική Αργεντινής το 1998. «Κάτι τον ενοχλούσε σχετικά με την ανασταλτική λειτουργία και μας ζήτησε να γράψουμε σε ένα κομμάτι χαρτί εάν προτιμάμε να παίξουμε με τέσσερις ή με τρεις αμυντικούς. Όταν συγκέντρωσε όλα τα χαρτάκια στα αποδυτήρια, τα διάβασε ένα προς ένα και η πλειοψηφία ζητούσε να παίξουμε με τέσσερις. Αφού έκανε μία παύση και μας κοίταξε όλους, είπε: “Ναι, αυτό δείχνει ξεκάθαρα την προτίμησή σας, αλλά είμαι εδώ για να σας πω ότι θα παίξουμε με τρεις!”» Με την ίσως πιο ταλαντούχα Αλμπισελέστε όλων των εποχών έστησε ένα εξαιρετικό συγκρότημα με σούπερ αποτελέσματα, αλλά την κρίσιμη ώρα, δηλαδή στο Μουντιάλ του 2002, απογοήτευσε, καθώς δεν πέρασε καν από τον όμιλο με Αγγλία, Σουηδία και Νιγηρία. Σε αυτό που ο ίδιος παραδέχεται δικαίως ως την «μεγαλύτερη μου αποτυχία». Τότε που πήγαν τσάμπα οι απίστευτες εργατοώρες μπροστά στην οθόνη. Πριν από το ταξίδι στα γήπεδα της Ασίας είχε απομονωθεί σε ένα ράντσο 250 χιλιόμετρα βόρεια του Μπουένος Άιρες, παρακολουθώντας τους αντιπάλους. Στο χέρι του είχε πάντα πρόχειρα στυλό διαφορετικών χρωμάτων και χιλιάδες σελίδες χαρτιού. Άλλες υπογραμμισμένες, άλλες κενές, άλλες χρωματισμένες με στατιστικά, άλλες με ζωγραφισμένες περιοχές του γηπέδου, το οποίο του αρέσει να το χωρίζει σε οκτώ ζώνες, σημειώνοντας την παραμικρή λεπτομέρεια όσων βλέπει στο βίντεο. Δεν του έφτασε όμως μόνο αυτό. Στο ταξίδι, στις αποσκευές του είχε μαζί 2.000 βιντεοκασέτες της ομάδας του, αλλά και των αντιπάλων που κρίνοντας από το αποτέλεσμα, δεν τον βοήθησαν καθόλου! Ο Μπιέλσα όμως έχει ως αρχή να μην τα παρατάει στην αποτυχία και στην προκειμένη περίπτωση ήταν ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας. Οχι μόνο δεν παραιτήθηκε μετά το Μουντιάλ, αλλά δύο χρόνια αργότερα οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση του Χρυσού στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Με το που φόρεσε το μετάλλιο, έφυγε. Με τους δικούς του όρους. Με το κεφάλι ψηλά. Αφού ξεκουράστηκε για περίπου τρία χρόνια, σειρά πήρε η Εθνική Χιλής. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε σε Μουντιάλ μετά από 12 χρόνια και στην καλύτερη θέση μετά το 1962 (σ.σ.: τότε έφτασε ημιτελικά στη δική της διοργάνωση). Οι Χιλιανοί δεν δίστασαν και τον ανακήρυξαν ως τον κορυφαίο προπονητή στην ιστορία του ποδοσφαίρου τους (σ.σ.: ακόμα έτσι τον έχουν παρά τις κατακτήσεις του Κόπα Αμέρικα από Σαμπάολι, Πίτσι). Τον αποκάλεσαν «Αγιο», αφήνοντας στην άκρη το «loco» και μετέφρασαν για χάρη του ακόμα και το «Πιστεύω εις έναν Θεό», κάνοντας το «Πιστεύω εις ένα Μπιέλσα». Και από εκεί έφυγε όμως με λάθος τρόπο, καθώς δεν τα βρήκε με τη νέα διοίκηση της Ομοσπονδίας που είχε διαφορετικές ιδέες. Στο ευρωπαϊκό κοινό συστήθηκε καλύτερα το 2011. Ελάχιστοι έως κανείς δεν πρέπει να θυμόταν άλλωστε το πέρασμα του για μόλις έξι ματς από την Εσπανιόλ (1998). Στον πάγκο των γηπεδούχων του «Σαν Μαμές» όμως έκανε θαύματα. Τελικός Europa League και τελικός Κόπα ντελ Ρέι στην πρώτη του χρονιά. Τρομερή μπάλα που θάμπωσε όσους την παρακολούθησαν και μαζί και ο αποκλεισμός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η δεύτερη σεζόν όμως δεν ήταν η ίδια. Διαφωνίες με κάποιους παίκτες (σ.σ.: Γιορεντε, Ιραόλα, Σουσαέτα) και μία ξεκάθαρη αγωνιστική πτώση, έφεραν την την Αθλέτικ Μπιλμπάο κάτω από τη μέση της βαθμολογίας και εκείνον εκτός ομάδας το καλοκαίρι του 2013. Η αλήθεια είναι πως δύο εκ των βιογράφων του, έχουν αναφέρει τη δυσκολία που έχει στο να διαχειρίζεται την επόμενη χρονιά μίας επιτυχίας. Οσο ξεχωριστός προπονητής είναι, άλλο τόσο δύστροπα, ηγεμονικά έως αλαζονικά φέρεται μόλις βρεθεί καβάλα στο άλογο και τότε είναι που τα θαλασσώνει και δεν μπορεί να μακροημερεύσει και να στήσει κάτι που θα διαρκέσει για πολλά χρόνια. Το… ποίημα και το ρίσκο Μία πάσα από την αυτοβιογραφική στην πιο ποδοσφαιρική πλευρά του Μαρσέλο Μπιέλσα είναι ικανή να φωτίσει ορισμένες πιο ιδιαίτερες παραμέτρους για την περίπτωσή του. Τι είναι αυτό που αρέσει στις ομάδες του; Τι ζητάει εκείνος; Ποιο ήταν το μυστικό της αγωνιστικής επιτυχίας; Ο Αργεντινός κόουτς ανέκαθεν απαιτούσε πολύ συγκεκριμένα πράγματα από τους παίκτες του και τους ζαλίζει, έως ότου τα αποστηθίσουν. Σε ένα ματς της Βέλες Σάρσφιλντ είχε σταματήσει έναν παίκτη του που πήγαινε στα αποδυτήρια για το ημίχρονο και τον ανέκρινε: «Ποιος συμπαίκτης σου πρέπει να μαρκάρει τον… τάδε, όταν σεντράρει ο δεξιός μπακ που έχει ανέβει;» Οφειλε να το γνωρίζει. Τέτοιες ήταν πάντα οι απαιτήσεις του. Ο κάθε παίκτης πρέπει να έχει αποστηθίσει όχι μόνο το δικό του… ποίημα, αλλά και όλων των συμπαικτών του. Επειδή κάτι τέτοιο είναι φυσικά δύσκολο, ο Μπιέλσα έχει βρει τον τρόπο να καθαρίζει το μυαλό των παικτών του. Μία φορά κάθε 15 ημέρες φέρνει στ’ αποδυτήρια δάσκαλο και τους κάνει γιόγκα! Η βασική φιλοσοφία του, κάτι που αποτυπώθηκε και σε ένα βιβλίο με τίτλο «El metodo Bielsa» (σ.σ.: Η μέθοδος Μπιέλσα) περιλαμβάνει ορισμένες απαράβατες αρχές. Η ίσως σημαντικότερη εξ αυτών είναι αυτή που έχει να κάνει με την πίεση και το ρίσκο: «Το πιο δύσκολο σε ορισμένες περιπτώσεις είναι το να πείσεις τους αμυντικούς και τους μέσους σου να ρισκάρουν. Πρέπει να παίζουν επιθετικά. Το πρώτο πράγμα όμως που φυσιολογικά έρχεται στο μυαλό τους, είναι πως δεν πρέπει να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους, ώστε να μην κινδυνεύσει η ομάδα. Αυτό όμως είναι λάθος. Εάν δεν ανέβουν ψηλά, το παιχνίδι θα παίζεται στη δική μας περιοχή, θα χάνουμε συνέχεια τη μπάλα και κάποια στιγμή νομοτελειακά θα δεχτούμε γκολ!» Με βάση αυτή τη λογική λοιπόν επιλέγει πάντοτε σέντερ μπακ που να ξέρουν μπάλα. Τουλάχιστον ο ένας πρέπει να κάνει παιχνίδι από πίσω. Κάπως έτσι π.χ. έβαλε τον Χάβι Μαρτίνεθ από αμυντικό μέσο να παριστάνει τον κεντρικό αμυντικό, κάτι που είχε τόση επιτυχία, ώστε να το υιοθετήσει με τον ίδιο παίκτη και ο μεγάλος θαυμαστής του Μαρσέλο, ο Πεπ Γκουαρδιόλα στη Μπάγερν. Παιχνίδι από πίσω λοιπόν, γρήγορα άκρα, ώστε να γίνεται το overlap από τους μπακ και η πίεση φουλ στην αντίπαλη περιοχή. Φυσικά όλα αυτά δεν αποτελούν κάποια καινοτομία. Λίγο πολύ όλοι οι προπονητές του κόσμου τα ίδια ζητούν. Το θέμα όμως είναι πως και πόσο δουλεύεις στις επιμέρους λεπτομέρειες, γιατί εκείνες είναι που κάνουν τη διαφορά και ο Δον Μαρσέλο τα είπαμε για το κατά πόσο αφιερώνεται στη δουλειά. Το περίεργο είναι πως από τη μία δηλώνει ακόμα και ο ίδιος κολλημένος με το σύστημα, αλλά στην καριέρα του έχει παρουσιάσει το 4-3-3 (Νιούελς, Αργεντινή, Μπιλμπάο), το 3-3-1-3 (Βέλες Σάρσφιλντ) και το 3-2-2-3 (Χιλή). «Που να με πάρει ο Διάολος!» Κολλημένος γενικότερα βέβαια δηλώνει στα πάντα. Ωστόσο, παραμένει δίκαιος, ξεπερνώντας κατά μία έννοια ακόμα και την δική του ιδιοτροπία. Μεγαλύτερη απόδειξη από μία ιστορία με τον Φερνάντο Ρεδόντο δεν υπάρχει. Οταν ανέλαβε την Αργεντινή, ταξίδεψε στη Μαδρίτη για να τον δει. «Σου λέω στα ίσια πως δεν σε γουστάρω καθόλου. Το σωστό όμως ήταν να έρθω και να σε δω από κοντά, όπως πρέπει να κάνω με όλους!» Λίγο καιρό αργότερα θα τον καλούσε και στην Εθνική. Μέσα απ’ όλα τα παραπάνω λοιπόν το συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για έναν άντρα ευθύ, ιδιότροπο, με μία όμως ευγενική χροιά, που ίσως επισκιάζεται από τον εγωισμό του. Ενας τύπος που του αρέσει να ζει στο… κόκκινο και πάνω απ’ όλα να αναπνέει για το ποδόσφαιρο. Οπως είχε πει ο ίδιος σε μία συνέντευξη του: «Για το παιχνίδι που να με πάρει ο Διάολος!» Γενικότερα είναι ο άνθρωπος που είτε θα τον μισήσεις είτε θα τον λατρέψεις. Ενδιάμεση επιλογή έχει φροντίσει να μην σου αφήσει εκείνος. Στη Μαρσέιγ και τη Λάτσιο ακόμα τον βρίζουν. Στην πρώτη συνέντευξη τύπου με το γαλλικό club τα έβαλε με την διοίκηση, επειδή δεν του πήρε κανέναν από τους 12 που ζήτησε, αλλά έναν Βραζιλιάνο πιτσιρικά τον Ντόρια. Με το καλησπέρα έβρισε θεούς και δαίμονες και άφησε την εκπρόσωπο τύπου πίσω του να κρύβει το πρόσωπό της από ντροπή. Αυτό βέβαια που έκανε το καλοκαίρι του 2016 στη συμφωνία του με τους Λατσιάλι, είναι μυθικό και ακραία αντιεπαγγελματικό. Τα βρήκε σε όλα, υπέγραψε προσύμφωνο, τον περίμεναν και απλά δεν εμφανίστηκε ποτέ, δίχως να τους εξηγήσει το γιατί. Τα 13 βήματα Η εικόνα του πάντως στο γήπεδο είναι παραδόξως πιο ήρεμη. Θα ουρλιάζει κάποια στιγμή σε κάποια λάθος πάσα, αλλά είναι άλλο το χαρακτηριστικό του: το να περπατάει με το κεφάλι σκυμμένο. Είναι η μεγαλύτερη συνήθειά του. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν δεν κοιτάζει τους παίκτες, βαδίζει συνεχώς, μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικα και κοιτάζοντας χαμηλά, σαν να ψάχνει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτει το κάθε ματς. Σε ένα παιχνίδι της Αθλέτικ με τη Βιγιαρεάλ στο «Μαδριγάλ», σε κάθε επίθεση των Λεβαντίνων διένυε την απόσταση από τη μία άκρη της προπονητικής ζώνης στην άλλη με 13 βήματα, έκανε μία περιστροφή και μετά ξανά άλλα 13. Όταν ρωτήθηκε στη συνέντευξη Τύπου για το εάν είναι σύμπτωση το ότι έκανε πάντα 13, ο δημοσιογράφος έλαβε την απάντηση που του άξιζε. Ο Μπιέλσα δεν τον κοίταξε καθόλου, όπως συνηθίζει με όποιον του κάνει μία ερώτηση. Το κεφάλι παρέμεινε σκυμμένο και χαμηλόφωνα αποκρίθηκε ειρωνικά: «Αυτό που είναι σύμπτωση, είναι ότι σε ένα τόσο ωραίο παιχνίδι, κάποιος σπαταλά χρόνο για να μετρήσει τα βήματά μου»… Πηγή: gazzetta.gr