Κατεπείγουσα έρευνα διατάχθηκε μετά από παρέμβαση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για την υπόθεση του τραυματισμού της 16χρονης μετά από αντιφασιστική συναυλία στο Νέο Ηράκλειο.

Σύμφωνα με την εισαγγελική παραγγελία ζητείται να διακριβωθεί εάν έχουν τελεστεί τα κακουργήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή της πρόκλησης βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.

Η διενέργεια της έρευνας ανατέθηκε στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλεια υπό την εποπτεία εισαγγελέα.

«Κατηγορείται αδίκως η ΕΛ.ΑΣ, καθώς, μέχρι στιγμής, το υλικό που έχουμε στα χέρια μας δε μας δίνει καμία εικόνα που να υπάρχει επίθεση των αστυνομικών ενάντια στο πλήθος», είπε, μιλώντας στο MEGA, η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κωνσταντίνα Δημογλίδου, απαντώντας στις κατηγορίες ότι αστυνομικοί ήταν αυτοί που επιτέθηκαν στην 16χρονη, στέλνοντάς την στο νοσοκομείο.

«Δέχονται νέα επίθεση οι αστυνομικοί την στιγμή που έδωσαν τις πρώτες βοήθειες στο παιδί», συμπλήρωσε, τονίζοντας πως:

«Από τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, φαίνεται να ήταν μέσα στο πλήθος (σ.σ. η 16χρονη). Τα τραύματά της μπορεί να έχουν προκληθεί από την πτώση της στο έδαφος».

Η 16χρονη νοσηλεύεται εκτός κινδύνου, με την ΕΛ.ΑΣ να αναμένει την κατάθεσή της.

«Δεν έχουμε μιλήσει ακόμη μαζί της να ακούσουμε τη δική της εκδοχή». Αναφερόμενη στην εγκληματικότητα των ανηλίκων, η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας έκανε λόγο για έξαρση του φαινομένου και για δράσεις της ΕΛ.ΑΣ προς αυτήν την κατεύθυνση

«Υπάρχει σε εξέλιξη μια επιχειρησιακή δράση της ΓΑΔΑ. Προσπαθούν οι συνάδελφοι των τμημάτων ασφαλείας να χαρτογραφήσουν τις περιοχές όπου συνωστίζονται ανήλικοι και υπάρχουν τα επεισόδια. Προσπαθούμε να αποτρέψουμε τέτοιες παραβατικές ενέργειες».

«Είναι κάποια παιδιά που τα βλέπουμε ξανά και ξανά, συλλαμβάνονται για τα ίδια αδικήματα, όπως μικροκλοπές και σωματικές βλάβες. Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζονται ως δράστες, ενημερώνεται ο εισαγγελέας που μπορεί να διατάξει και τη σύλληψη των γονέων. Οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές ενημερώνουν όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες να ‘παρακολουθούν’ τη ζωή των παιδιών αυτών».