Ενα βήμα πιο κοντά στην τελική συμφωνία με τους ευρωπαίους βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση μετά τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, όπου το κλίμα άλλαξε για την Ελλάδα.

Φαίνεται ότι η ελληνική πλευρά συμφώνησε στο 70% του μνημονίου και στην αντικατάσταση του υπόλοιπου 30%. Πρόκειται για μέτρα που η κυβέρνηση θεωρεί τοξικά και άκρως υφεσιακά.

Η μετάβαση από το μνημόνιο στο νέο ελληνικό πρόγραμμα είναι το ουσιαστικό αντικείμενο των διαβουλεύσεων που θα συνεχιστούν καθώς και του Eurogroup της επόμενης Δευτέρας, σημείωσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής.

Άλλωστε στο Eurogroup κρίνονται οι λεπτομέρειες και όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός προσερχόμαστε με καθαρές θέσεις. Δεν εκβιάζουμε και δεν εκβιαζόμαστε, σημείωσε ο πρωθυπουργός.

«Κάναμε ένα σημαντικό βήμα, η διαπραγμάτευση συνεχίζεται. Οι τεχνικές επιτροπές πιάνουν από αύριο δουλειά. Οι εργασίες τους θα διευκολύνουν το Εurogroup της επόμενης Δευτέρας, υπογράμμισε.

Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει μια επιστροφή στην εποχή των ελλειμμάτων και κάλεσε τους εταίρους να μην αντιμετωπίζουν τις αλλαγές στην Ελλάδα ως απειλή αλλά ως ευκαιρία.

Εκανε λόγο για ένα πρόγραμμα γέφυρα που θα μας οδηγήσει σε μια συμφωνία, σε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», όπως το χαρακτήρισε, με τους εταίρους μετά από ένα εξάμηνο, για την ανάπτυξη και την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής. Θα εμπεριέχει μεταρρυθμίσεις αλλά και μια τεχνική λύση για την απομείωση του χρέους, ώστε η χώρα να έχει δημοσιονομικό περιθώριο για να επιστρέψει στην ανάπτυξη.

Το μνημόνιο, όπως το γνωρίσαμε, όταν πάντοτε ως προαπαιτούμενα υπήρχαν περικοπές, ξεχάστε το, σημείωσε ο πρωθυπουργός. Ούτε η τρόικα, ούτε το μνημόνιο υπάρχουν, πρόσθεσε.

Η έννοια της τρόικα επίσης δεν υπάρχει πια, ακούστηκε και στη Σύνοδο από τον ίδιο τον Ντάισελμπλουμ, σημείωσε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «θα επικοινωνούμε με τους θεσμικούς μας εταίρους. Συμφωνία και επικοινωνία κυρίως με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και φυσικά, και με ΕΚΤ και ΔΝΤ θα είμαστε σε διαρκή επικοινωνία για να βρίσκουμε κοινά αποδεκτές λύσεις».

Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι δεν αισθάνθηκε μόνος και απομονωμένος στη Σύνοδο.

Η ελληνική αντιπροσωπεία συμφώνησε με τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ να παραμείνουν στις Βρυξέλλες ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμώνων και μέλος του EuroWorking Group Γιώργος Χουλιαράκης και ομάδα συμβούλων ώστε μέχρι τη Δευτέρα από κοινού με τον πρόεδρο του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ και στελεχών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να φτιάξουν ένα πρόγραμμα – κείμενο που θα επιτρέψει την τελική συμφωνία που αναμένεται να υπογραφεί στο Eurogroup της Δευτέρας.

Το πρόγραμμα αυτό θα αποτελεί μείγμα 70% των μέτρων και δράσεων του μνημονίου που εκπνέει και έχουν ήδη υλοποιηθεί και κατά 30% από τις διαρθρωτικές αλλαγές και τα μέτρα που προτείνει η ελληνική πλευρά. Μέρος των εσόδων που θα χαθούν θα καλυφθεί από την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου.

«Έχουμε ακούσει ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ακυρώσει κάποια μέτρα γιατί είναι αντικοινωνικά» είπε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής, προσθέτοντας ότι «μπορείς να αντικαταστήσεις μέτρα αρκεί να είναι ισοδύναμης απόδοσης».

Ο κ. Γιούνκερ πρόσθεσε πως η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει ότι αποδέχεται το 70% του προγράμματος στήριξης. «Πρέπει να δούμε με ποιο 70% συμφωνεί και έπειτα να δούμε τι μπορεί να γίνει με το υπόλοιπο 30%» συμπλήρωσε.

Η συζήτηση για την Ελλάδα διήρκεσε λίγο χρόνο τον οποίο αξιοποίησε ο Έλληνας πρωθυπουργός για να παρουσιάσει τις προτάσεις του.

Οκ. Τσίπρας βρήκε στήριξη από αρκετούς ξένους ηγέτες μεταξύ των οποίων οι κ.κ. Ρέντσι και Φάιμαν, πρωθυπουργός της Ιταλίας και καγκελάριος της Αυστρίας αντίστοιχα, ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, αλλά και ο Φρανσουά Ολάντ.

Κατά των ελληνικών θέσεων τάχθηκε με πάθος ο Ισπανός πρωθυπουργός κ. Ραχόι.

Σχολιάζοντας τη στάση της Ισπανίας, ο κ. Τσίπρας τόνισε με έμφαση ότι η Ελλάδα ήταν όντως μοναδική περίπτωση σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής.

Έστρεψε τα πυρά του στη Μαδρίτη, λέγοντας ότι κάποιες χώρες δεν μπορούν να εξωτερικεύουν τις εσωτερικές κομματικές σκοπιμότητες, γιατί με τον τρόπο αυτό θέτουν σε κίνδυνο την ενότητα της Ευρώπης.

«Ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στην Ελλάδα, θα εξακολουθήσουν να έχουν προβλήματα στο εσωτερικό τους. Η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα είναι ευκαιρία να επιστρέψει η ανάπτυξη στην Ευρώπη. Όλοι έχουν συμφέρον να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση» τόνισε.