Στο ζενίθ ανεβαίνει το πολιτικό θερμόμετρο με το βλέμμα στην οικονομία καθώς ενώ η νεοσύστατη κυβέρνηση μπαίνει στην τροχιά των προγραμματικών δηλώσεων, από τις οποίες θα εξαρτηθεί εν πολλοίς το πρόγραμμα το οποίο επιδιώκει η Αθήνα με έμφαση στην ανάπτυξη και την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης, πληθαίνουν οι φωνές από την Ευρώπη που αρνούνται την πολυπόθητη συμφωνία – γέφυρα.

Τροχοπέδη στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης αποτελεί η επιμονή των ευρωπαίων για παράταση του μνημονίου με αποδοχή των όρων του. Σε χθεσινή του συνέντευξη ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ τόνισε ότι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης αναμένουν να ακούσουν την 11η Φεβρουαρίου τις προτάσεις της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας για το πώς η χώρα θα καταστεί οικονομικά ανεξάρτητη, καθώς ο χρόνος εξαντλείται για την κυβέρνηση της Αθήνας εάν επιθυμεί την παράταση του προγράμματος στήριξης με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις.

Ο Ντάισελμπλουμ δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς ότι η Ελλάδα πρέπει να ζητήσει την παράταση του προγράμματος ως την 16η Φεβρουαρίου για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της οικονομικής στήριξης από την ευρωζώνη.

Αλλά η παράταση του προγράμματος στήριξης, ακόμη και προσωρινά, θα σήμαινε ότι η Αθήνα θα έπρεπε να αποδεχθεί τους όρους του μνημονίου, συνέχισε.

«Θα ακούσουμε την ερχόμενη Τετάρτη από τη νέα ελληνική κυβέρνηση ποιες είναι οι φιλοδοξίες της, πώς θέλει να προχωρήσει σε ό,τι αφορά το τρέχον πρόγραμμα», σημείωσε ο Ντάισελμπλουμ.

Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει μία τέτοια συμφωνία που θα τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου μέχρι τη σύναψη οριστικής συμφωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους και στη συνέχεια θα κατατεθούν οι οριστικές ελληνικές προτάσεις. Ζητούμενο είναι για την Αθήνα ο χρόνος ώστε να παρουσιάσει ένα πλήρες κοστολογημένο πλάνο εξόδου από την κρίση.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η Αθήνα θεωρεί ότι για να φτάσουμε σε επιτυχές αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στη διαπραγμάτευση. Το πρόγραμμα-γέφυρα, σημειώνουν, δεν είναι ένα νέο Μνημόνιο, με όρους, αξιολογήσεις κ.λπ., αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς.

Αν υπάρξει αυτή η αρχική συμφωνία, στη συνέχεια θα κατατεθούν οι οριστικές ελληνικές προτάσεις που θα περιλαμβάνουν ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής, που θα αποτυπώνει τους στόχους της κυβέρνησης για τα δημόσια οικονομικά τα επόμενα 3-4 χρόνια (ύψος πλεονάσματος, διάρθρωση εσόδων – δαπανών κ.λπ.) και πάνω στο οποίο θα στηριχτούν οι προϋπολογισμοί της επόμενης τετραετίας. Επίσης, η κυβέρνηση θα υποβάλει ένα νέο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, το οποίο, εκτός των άλλων, θα περιλαμβάνει και μέτρα που δεν τόλμησαν -και δεν ήθελαν- να εφαρμόσουν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στη φοροδιαφυγή, στη διαφθορά και στις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, που θα εμπεδώνουν μια νέα σχέση κράτους-οικονομίας, κράτους-κοινωνίας.

Κεντρική θέση στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι ο βασικός όρος που θα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα-γέφυρα είναι ότι καμία πλευρά δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν ζητάει τις εναπομείνασες δόσεις του υφιστάμενου προγράμματος-πέραν των 1,9 δισ. που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (προγράμματα SMP και ANFA), θεωρείται απαραίτητο να της δοθεί η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δισ., ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες.

Αιτιολογώντας περαιτέρω τις θέσεις της, η Αθήνα σημειώνει ότι το πρόγραμμα-γέφυρα «δεν είναι μόνο μια απολύτως λογική πρόταση, αφού θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς ότι μέσα σε λίγες ουσιαστικά μέρες θα βρεθεί λύση. Επιπλέον, δεν δημιουργεί κόστος στους εταίρους (δεν επιβαρύνει δηλαδή τους Ευρωπαίους φορολογούμενους).

Η κυβέρνηση, τέλος, επαναλαμβάνει ότι «θα μείνει πιστή στη σαφή λαϊκή εντολή και δεν πρόκειται να δεχτεί επέκταση του καταστροφικού και αδιέξοδου Μνημονίου».