Το δημοσκοπικό προβάδισμα του Γιώργου Καμίνη στον δήμο Αθηναίων, οφείλεται σε «διασπαστικές τάσεις» που «δημιουργεί στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους» η υποψηφιότητα του Νικήτα Κακλαμάνη για τη θέση του δημάρχου στις επικείμενες εκλογές, σύμφωνα με τον Χρήστο Τεντομά.

Ο αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αθηναίων, υποψήφιος με την παράταξη του Άρη Σπηλιωτόπουλου, Χρήστος Τεντόμας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», χαρακτήρισε την άνοδο Καμίνη «πρόσκαιρη», τονίζοντας: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» και προσθέτει πως ο συνδυασμός του Άρη Σπηλιωτόπουλου παρουσιάζει «σταθερά ανοδική πορεία, ειδικά τις δύο τελευταίες εβδομάδες».

Αναγνωρίζει την εμπειρία του Ν. Κακλαμάνη στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά του «χρεώνει» «δύο βασικά λάθη»: «δεν ερμήνευσε με τον ορθό τρόπο το μήνυμα της ήττας του στις προηγούμενες εκλογές και αποφάσισε να διεξάγει τον προεκλογικό του αγώνα χωρίς τόλμη με τη σιγουριά της βουλευτικής του έδρας».

«Επί της ουσίας, θεωρώ ότι με την απόφασή του να θέσει υποψηφιότητα για τον δήμο της Αθήνας, το μόνο που αναζητεί, είναι η πολιτική ρεβάνς της ήττας των προηγούμενων εκλογών» υποστηρίζει ο κ. Τεντόμας.

Σε ό,τι αφορά το διακύβευμα των επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών, σημειώνει: «Το διακύβευμα για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και ειδικά για τις μεγάλες πόλεις είναι ξεκάθαρα πολιτικό. Όχι όμως με τη συμβατική έννοια που είχαμε συνηθίσει ως τώρα, δηλαδή, την πράσινη, μπλε ή κόκκινη κουκκίδα δίπλα στο όνομα του υποψηφίου την ημέρα των εκλογών, αλλά με μια έννοια πιο ουσιαστική. Τα τελευταία χρόνια, το κράτος με την όποια μορφή του, λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας ή ακόμα και λόγω συγκεκριμένων επιλογών δεν μπορεί να διαδραματίσει τον παραδοσιακό του κοινωνικό και πολλές φορές αναπτυξιακό του ρόλο. Αυτό όμως δημιουργεί ένα κενό, το οποίο και λόγω θεσμικών δυνατοτήτων αλλά και λόγω γνώσης των προβλημάτων των τοπικών κοινωνιών μπορεί να το παίξει ο εκάστοτε δήμαρχος. Επισημαίνω, ότι ειδικά για τους δήμους, η μείωση των κρατικών ενισχύσεων θα αναπληρωθεί τα επόμενα χρόνια από τη δυνατότητα άντλησης πόρων από ευρωπαϊκά προγράμματα».