Όταν οι δομές πάσχουν (οικονομία), οι υπερδομές (ΜΜΕ) συνθλίβονται. Τα ΜΜΕ δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν τη βασική αρχή της πολιτικής οικονομίας, και τα ελληνικά ΜΜΕ δεν θα μπορούσαν αντίστοιχα να περάσουν αλώβητα την κρίση και τις συνέπειες της που μαστίζει σχεδόν δύο χρόνια την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αλλά τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: τα ελληνικά ΜΜΕ στην πλειονότητά τους έχουν δομηθεί πάνω σε μια ανορθολογική, αν όχι σαθρή, βάση. Στην πράξη έχουν χρησιμοποιηθεί ως εργαλεία για άλλες επιχειρηματικές επιδιώξεις και συμφέροντα των ιδιοκτητών τους που στις περισσότερες περιπτώσεις δραστηριοποιούνταν σε άλλους τομείς της οικονομίας και χρηματοδοτούνταν από αυτές.

Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει μακροπρόθεσμη ούτε καν μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την πορεία του πεδίου. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό επικοινωνιακό πεδίο φιλοξενεί ένα πλήθος ΜΜΕ, είτε έντυπων είτε ηλεκτρονικών, σε μια αποδεδειγμένα μικρή σε μέγεθος αγορά, με περιορισμένες δυνατότητες και δυστυχώς περιορισμένες προοπτικές. Ακόμη, όπως καταδεικνύει η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών, τα περισσότερα κανάλια λειτουργούν μέσα από την προοπτική των μικροσυμφερόντων και οι εργαζόμενοι στο χώρο αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης σε καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας.

Έτσι, στην εποχή της συρρίκνωσης της οικονομίας, τα μέσα ενημέρωσης είναι από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Καθώς η διαφήμιση αποτελεί το DNA των περισσότερων σύγχρονων μέσων είναι κατανοητό ότι η σημαντική μείωση της διαφημιστικής δαπάνης (εμπορικής και κρατικής) θα οδηγήσει (ήδη έχει) στη συρρίκνωση των ΜΜΕ. Είναι δε τόσο απότομη η αλλαγή των συνθηκών –οι απαισιόδοξες προβλέψεις για το 2010 αποδείχτηκαν τελικά αισιόδοξες- ώστε οι μόνες ασφαλείς προβλέψεις είναι η μείωση του αριθμού των μέσων επικοινωνίας που λειτουργούν στο πεδίο. Η κατάσταση είναι τόσο ανησυχητική ώστε οι συγχωνεύσεις και εξαγορές να έχουν αρχίσει να θεωρούνται, ιδίως στο χώρο του Τύπου, το αισιόδοξο σενάριο των εξελίξεων.

Δυστυχώς στη χώρα μας τα τελευταία είκοσι χρόνια ουδείς φαίνεται να ασχολήθηκε, παρά τις επισημάνσεις μας, με την παρακμή των παραδοσιακών μέσων, όπως οι εφημερίδες και την ανάδυση των νέων, όπως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στη πτώση των κυκλοφοριών οι εφημερίδες αντέδρασαν με προσφορές κάθε λογής, χωρίς να αναρωτηθούν για το πρόβλημα της ανάγνωσης ιδίως με τις νεότερες γενιές. Στην αύξηση της τηλεθέασης, οι ιθύνοντες αύξησαν τις παραγωγές, τις περισσότερες φορές ευτελείς και τον αριθμό των καναλιών σε μια αγορά που δεν μπορεί να στηρίξει περισσότερα από τρία. Στην περίπτωση των ραδιοφωνικών σταθμών και των περιοδικών η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, καθώς ο αριθμός τους λογικά θα ανταποκρινόταν σε μια αγορά με εξαπλάσιο μέγεθος της ελληνικής.

Αυτή η κατάσταση οφείλεται, αφενός στην έλλειψη στρατηγικής στο επικοινωνιακό πεδίο της χώρας (π.χ., ακόμη δεν έχουν απονεμηθεί οι άδειες), αλλά και αφετέρου, ότι «πολυπράγμονα» ανώτατα στελέχη των ΜΜΕ παρέσυραν τους ιδιοκτήτες και μετόχους τους σε «μεταπρατικές περιπέτειες».

Το’ χω ξαναπεί, οι σύγχρονες συνθήκες επιβάλλουν τη χάραξη μιας οραματικής και ταυτόχρονα συνεκτικής δημόσιας πολιτικής στο επικοινωνιακό πεδίο. Ας αφήσουμε πίσω το «αμαρτωλό» και στην πράξη τραγικό αναλογικό μας παρελθόν και ας εστιαστούμε επιτέλους στο ψηφιακό μας μέλλον. Όμως, χρόνο με το χρόνο καθίσταται εμφανές ότι χρειαζόμαστε και στο χώρο της μαζικής επικοινωνίας, ηγέτες με όραμα για το μέλλον του πεδίου, ανθρώπους που να αγαπούν τα μέσα επικοινωνίας, δημοσιογράφους που να αντιλαμβάνονται τα νέα δεδομένα και λιγότερους «αετονύχηδες».

Ο κ. Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών