Το μαύρο χιούμορ το ξέρουμε πλέον όλοι μας καλά και συχνά γινόμαστε μάρτυρες της αναζωογονητικής του δράσης.

Δεν είναι εξάλλου καθόλου εύκολο να βγει γέλιο με μακάβριες καταστάσεις ή θέματα που δεν επισύρουν συνήθως το μειδίαμα, κι εκεί ακριβώς εντοπίζεται η ιδιαίτερη λειτουργία του!

Αν θέλουμε να ορίσουμε το μαύρο χιούμορ, θα μιλήσουμε για αντιπαράθεση σκοτεινών και δύσκολων θεμάτων με κωμικά στοιχεία, σκαρώνοντας ένα μείγμα που υπογραμμίζει τη ματαιότητα της ζωής και το εφήμερο της ύπαρξης.

Είμαστε φαίνεται ανυπεράσπιστα θύματα της τύχης και της προσωπικότητάς μας, κι αυτό βάζει σκοπό να τονίσει το μαύρο χιούμορ, κάνοντάς μας να γελάμε εκεί που κανονικά θα έπρεπε να κλαίμε!

Παρά το γεγονός όμως ότι τα πεπραγμένα του μαύρου χιούμορ προσλαμβάνονται σχεδόν διαισθητικά, με τις κοινωνίες να διακωμωδούν τις «μαύρες» συνθήκες της καθημερινότητάς τους από πολύ παλιά, ο όρος είναι πιο καινούριος από όσο είναι διατεθειμένος κανείς να δεχτεί…

Ο όρος είχε τη δική του ιστορία

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1940 όταν ο «πατέρας» του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν ανθολογούσε στο πασίγνωστο πλέον σύγγραμμά του τους 45 συγγραφείς που θεωρούσε ότι κάλυπταν με την ιδιαίτερη πένα τους την επικράτεια του μαύρου χιούμορ. Στη μνημειώδη «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» (Anthologie de l’humour noir) ο γάλλος θεωρητικός επινοεί τον όρο «μαύρο χιούμορ» για να περιγράψει την ιδιοσυγκρασιακή αυτή αίσθηση του τι συνιστά αστείο, αναφέροντας μάλιστα ότι μέχρι τότε ο όρος δεν σήμαινε τίποτα, εκτός κι αν κάποιος φανταζόταν ότι αφορούσε σε αστεία με μαύρους!

Ο Μπρετόν παραθέτει σωρεία ονομάτων που συνοψίζουν το νέο αυτό υπο-είδος της κωμωδίας και της σάτιρας, με τον ίδιο να ισχυρίζεται ότι το γέλιο προκαλείται από οριακές και γκροτέσκες καταστάσεις, ακόμα και από τον ίδιο τον θάνατο. Ο σουρεαλιστής αναγνωρίζει ανάμεσα στους πρωτεργάτες του μαύρου χιούμορ τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό, τον Λιούις Κάρολ, τον Πόε, τον Κάφκα, τον Αντρέ Ζιντ κ.ά.

Παρά το γεγονός όμως ότι ο Μπρετόν κατέθεσε με σαφήνεια την άποψή του για το μαύρο χιούμορ, ο όρος δεν θα χρησιμοποιούταν στη λογοτεχνική κριτική αλλά και τη γενικότερη ανάλυση παρά από τη δεκαετία του 1960 και έκτοτε. Ήταν λοιπόν η δουλειά σύγχρονων συγγραφέων όπως οι Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Ναθάνιελ Γουέστ, Τζόζεφ Χέλερ, Τόμας Πίντσον, Κουρτ Βόνεγκατ κ.ά. που καλούσε σε μια νέα κριτική πραγμάτευση, επιστρατεύοντας το «μαύρο χιούμορ» για να την περιγράψει.

Μνημειώδες εδώ είναι το βιβλίο «Catch-22» του Χέλερ (1961), στο οποίο ο ήρωας μάχεται με τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μεσόγειο, με ξεκαρδιστικούς παραλογισμούς να αποκαλύπτουν την ανοησία των πολεμικών συγκρούσεων. Και βέβαια εμβληματικό για το υπο-είδος του μαύρου χιούμορ παραμένει το «Σφαγείο Νο 5» (1969) του Βόνεγκατ, αλλά και το περίφημο «V» (1963) του Τόμας Πίντσον. Ο αμερικανός θεωρητικός Bruce Jay Friedman επανεφευρίσκει τον όρο «μαύρο χιούμορ» για να κατατάξει λογοτεχνικά την ιδιαίτερη πένα των συγγραφέων που τολμούν να κάνουν πλάκα εκεί που κανονικά δεν πρέπει.

Κι αυτό γιατί η δυναμική που απέκτησε πλέον το μαύρο χιούμορ ήταν καινοφανής, με τους λογοτέχνες να μην αφήνουν τίποτα στο απυρόβλητο και να κάνουν πλάκα με μια σειρά από ταμπού και κοινωνικές συμβάσεις, ανατρέποντας μια για πάντα τον πουριτανισμό και τον καθωσπρεπισμό της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας.

Την ίδια εποχή (1964) κυκλοφορεί και το κινηματογραφικό αντίστοιχο του μαύρου χιούμορ, μεταφέροντάς το στη μεγάλη οθόνη και κάνοντάς το κοινό τόπο: μιλάμε φυσικά για το μοναδικό «Dr Strangelove» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (ελληνικός τίτλος: «ΣΟΣ Πεντάγωνο καλεί Μόσχα»), με τον απολαυστικό Πίτερ Σέλερς να μας χαρίζει μια μιλιταριστική κωμωδία καταστάσεων που τελειώνει με παγκόσμια πυρηνική καταστροφή!

Το μαύρο χιούμορ χρησιμοποιήθηκε επίσης για να περιγράψει την καινοτόμα δουλειά των πιονέρων του Θεάτρου του Παραλόγου και κυρίως τις «Καρέκλες» (1952) του Ευγένιου Ιονέσκο. Η λογοτεχνική κριτική αναγνωρίζει σήμερα ως προδρόμους του μαύρου χιούμορ τις κωμωδίες του Αριστοφάνη του 5ου αιώνα π.Χ., τμήματα της δουλειάς του Ραμπελέ (1532), αποσπάσματα από «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ (1726), καθώς και το σατιρικό αριστούργημα του Βολταίρου «Candide» (1759)…

Σύντομο χρονολόγιο του μαύρου χιούμορ

Από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και της Ρώμης, η κωμωδία θεωρήθηκε συχνά το «ρηχό» αδερφάκι της παντοδύναμης τραγωδίας. Κι αυτό γιατί η κωμωδία παραείναι περίπλοκη στη φύση της και οι θεατρικοί συγγραφείς έχουν αναγνωρίσει στους αιώνες το χιούμορ ακόμα και στις σκοτεινότερες παρυφές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αρχαία Ελλάδα – 330 π.Χ.

Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει στην «Ποιητική» του ότι το γέλιο και η ψυχαγωγία που παρέχει η κωμωδία έχουν καθαρτικές για την ψυχή ιδιότητες, παραπλήσιες μάλιστα με αυτές που εδράζονται στην τραγωδία.

Κομέντια ντελ άρτε – 16ος αιώνας

Στη λαϊκή αυτοσχεδιαστική κωμωδία της Ιταλίας το χιούμορ προέκυπτε συχνά από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του ξεμωραμένου ηλικιωμένου να καταστρέψει το ρομάντζο των νεαρών εραστών.

Σεξπιρική κωμωδία – 16ος αιώνας

Στη σεξπιρική γραφή, η κωμωδία και η τραγωδία μπλέκονται συχνά, με τα περισσότερα από τα έργα του φημισμένου θεατρικού συγγραφέα να διατηρούν στοιχεία στα όρια των δύο ειδών. Ο «Άμλετ» εδώ είναι αρχέτυπο…

Γαλλική κωμωδία – 17ος αιώνας



Ο Μολιέρος, ο αδιαφιλονίκητος «πατριάρχης» της γαλλικής κωμωδίας, σατιρίζει συχνά τα κακώς κείμενα των ταξικών κοινωνικών δομών…

Αγγλική κωμωδία – 17ος/18ος αιώνας

Η προχωρημένη για τα ήθη της εποχής βρετανική κωμωδία καταστάσεων θεωρήθηκε συχνά ανήθικη, με την κριτική στάση που τήρησε απέναντι στον ρομαντικό έρωτα και την πρόκριση που έδωσε στην αυτοπροβολή και τα «χαλαρά» κοινωνικά ήθη έναντι της παραδοσιακής ειλικρίνειας και εντιμότητας.

Το Θέατρο του Παραλόγου – 20ός αιώνας

Θεατρικοί συγγραφείς όπως ο Μπέκετ, ο Πίντερ και ο Ιονέσκο είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς του Παραλόγου που βάλθηκαν να αποδείξουν τη ματαιότητα της ύπαρξης, με την αλήθεια να ταλαντεύεται στη νεκρή ζώνη μεταξύ τραγικού και ξεκαρδιστικού.

Σύγχρονη κωμωδία – 20ός/21ος αιώνας

Οι αμερικανοί συγγραφείς πήραν πλέον τα ηνία στη χρήση της τραγικής ειρωνείας και των οριακών αντιθέσεων για την πρόκληση γέλιου. Αναρίθμητα έργα για θέατρο και κινηματογράφο μας κάνουν πλέον να λυνόμαστε στα γέλια με τον παραλογισμό που φαίνεται να ενυπάρχει σε κάθε καταστροφική συνθήκη.

Όπως άλλωστε το έλεγε γλαφυρότερα ο Μπέκετ, «τίποτα δεν είναι πιο αστείο από τη δυστυχία»…

Δείτε εδώ όλα τα αφιερώματα της ενότητας