Στιγμές τραγωδίας εκτυλίχτηκαν σε Φυλή και Αχαρνές με πολλούς κατοίκους να έχουν χάσει τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους. Οι δημοσιογράφοι του ΣΚΑΪ και του Mega πλησίασαν έναν κάτοικο που είχε καεί το σπίτι του και ο ίδιος ξέσπασε σε κλάματα περιγράφοντας το πώς έφτασαν οι φλόγες στο σημείο. Πίστευε ότι έσωσε την οικία του και πως δεν θα καιγόταν και θα πήγαινε στην Παναγία να ανάψει μια λαμπάδα, αλλά οι άνεμοι άλλαξαν κατεύθυνση και δυστυχώς έγινε στάχτη.

«Έφυγε η φωτιά προς τα επάνω, μετά γύρισε προς τα πίσω και μου έκαψε το σπίτι. Εγώ κοιτούσα από κάτω και το σπίτι μου καιγόταν. Δεν το πίστευα. Ήταν αυθαίρετο και το είχα νομιμοποιήσει. Είχα φέρει μηχανικό κι ό,τι χρειαζόταν και μου έβγαλαν 11.000 ευρώ. Έδινα 100 ευρώ κάθε μήνα για 100 δόσεις. Το πλήρωνα από τη σύνταξη που παίρνω 670 ευρώ. Έχω αγαπητούς φίλους. Μου έχουν πει όλοι να πάω στα σπίτια τους, αλλά θα είμαι φιλοξενούμενος. Δεν έχω κάτι άλλο, αυτό έχω» είπε και συνέχισε:

«Είναι 55 χρόνια αγώνας αυτό το σπίτι. Είμαι 75 χρόνων και περίμενα εγώ αυτή την κατάντια;», αναφωνεί και ξεσπάει σε λυγμούς ο άνδρας.

«Έχω να κοιμηθώ 2 μέρες. Στις 11 η ώρα γύρισε ο άνεμος και ξαφνικά ήταν η φωτιά μέσα στο δρόμο. Έβλεπα στην γωνία του δρόμου να καίγεται το σπίτι μου. Νόμιζα ότι έσωσα το σπίτι μου κι έλεγα ότι θα ανάψω λαμπάδα στην Παναγία».

«Πού θα μείνω εγώ τώρα μου λέτε; Εγώ είμαι 75 χρόνων, όλη η οικογένεια μου κλαίει».

Κάτοικος ανέβηκε στη στέγη σπιτιού για να το σώσει – «Δεν γινόταν αλλιώς»

Στην εκπομπή Live News του Mega μίλησε ο Γιάννης, κάτοικος του Δήμου Φυλής, ο οποίος σκαρφάλωσε στη στέγη της κατοικίας του προκειμένου να το σώσει από την πύρινη λαίλαπα.

«Εχθές (σ.σ. Τρίτη 22/8) ήταν μία τραγική ημέρα, εγώ έφυγα από την Εύβοια γιατί με ειδοποίησαν ότι έχει πάρει φωτιά στη Χασιά το σπίτι ενός φίλου. Η Αστυνομία δεν μας άφηνε να περάσουμε λόγω των καπνών και της χαμηλής ορατότητας, εγώ τους προσπέρασα, ριψοκίνδυνο βέβαια, αλλά αναγκαστήκαμε. Με το που ήρθαμε εδώ, όλος ο δρόμος είχε πάρα πολύ καπνό, βάλαμε μία μάσκα στο πρόσωπο και αρχίσαμε να σβήνουμε φωτιές.

Μετά από λίγο ήρθε και η Πυροσβεστική. Ρίξαμε νερό στη στέγη από κάτω, αλλά δεν γινόταν τίποτα, οι πυροσβέστες δεν ανέβαιναν επάνω και αναγκάστηκα εγώ μαζί με ένα ακόμη παιδί να ανέβουμε, να σπάσουμε τα κεραμίδια και να σώσουμε το σπίτι» περιέγραψε ο ίδιος.

Παραδέχτηκε πως η πράξη του ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, ωστόσο όπως είπε «δεν γινόταν αλλιώς, γιατί εάν αφήναμε το ένα σπίτι να καεί θα καιγόταν και το άλλο. Το ρισκάραμε… είπαμε ό,τι γίνει».

Συνέχισε την περιγραφή του: «Το σπίτι είχε γεμίσει καπνούς, σπάσαμε το σπίτι, αλλά δυστυχώς η φωτιά είχε μπει κάτω από τα κεραμίδια και καιγόταν όλη η σκεπή. Εάν δεν σπάγαμε τα κεραμίδια να ρίξουμε νερό θα χάναμε το σπίτι».

Σημείωσε πως η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η κατάσταση εκτός ελέγχου και αυτό που τους έσωσε ήταν τα βρεγμένα μαντήλια που είχαν δέσει γύρω από το πρόσωπό τους.

«Τρέχαμε όλοι πανικόβλητοι, είχαμε βοήθεια και από άλλους δημότες, ο Δήμος μας βοήθησε φέρνοντας νερό… ευτυχώς το σώσαμε το σπίτι και όλα καλά. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, το καταλάβαμε εκείνη την ώρα, αλλά το βλέπαμε διαφορετικά» κατέληξε ο κάτοικος.