«Το βιβλίο μου για τα ρεμπέτικα μου κόστισε μια πεντάμηνη φυλάκιση και ένα ωραίο διαζύγιο. Η φυλακή και το διαζύγιο, μου χάρισαν την ελευθερία μου». Θα μπορούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, να χαρακτηριστεί ως ο Έλληνας Μπουκόφσκι; Σαφέστατα όχι. Αρχικά ο Πετρόπουλος θα αντιδρούσε με το «Έλληνας». Η χώρα του (ή καλύτερα η χώρα στην οποία γεννήθηκε) τον κυνήγησε και τον έκανε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω και να φύγει, κάτι σαν… απολαυστική αυτοεξορία μακριά από κάθε τι τοξικό. Προτιμούσε να ζει και να δουλεύει σ’ έναν ξένο τόπο, στον δικό του κόσμο των «επιλήψιμων» θεμάτων, των αποβλήτων, του υπόκοσμου, του περιθωρίου, των αντιεξουσιαστών, αυτών που δεν βολεύονται με δότες αλήθειες και «τάξεις».

Επιπλέον, θα τον ενοχλούσε και κάθε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον. Όχι από κάποιου είδους υπεροψία αλλά υπερασπιζόμενος (για μια ακόμα φορά στη ζωή του) την έννοια της διαφορετικότητας με οποία μορφή κι αν αυτή έχει.

Το έργο του είναι ανεκτίμητης αξίας. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε σκληρή και κοφτερή σαν το πιο ακονισμένο στιλέτο. Έγραψε ότι ο Ελ Γκρέκο ήταν Εβραίος, ο Σολωμός ομοφυλόφιλος και ότι ο Εμπειρίκος φωτογράφιζε αιδοία και για κάτι τέτοια κυνηγήθηκε όσο λίγοι, από το επίσημο κράτος, τη δικαιοσύνη, την εκκλησία, τους πανεπιστημιακούς. Πολέμησε το κατεστημένο με πάθος και καταδικάστηκε ως πορνογράφος. Αλλά την «ζημιά» του την έκανε.

Έζησε τη ζωή του έντονα, ελεύθερα και παθιασμένα ως το τέλος. Άλλωστε όπως είχε γράψει και ο ίδιος «την ηδονή την γεύεσαι. Δεν την αποστηθίζεις σαν τα τσιτάτα του Μαρξ».

Το έργο του Ηλία Πετρόπουλου

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 1928. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε από το 1973 στο Παρίσι, όπου σπούδασε τουρκολογία. Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με το βιβλίο του «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», που εκδόθηκε το 1979 από τον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη» και δεν έπαψε να ποτέ να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα και να εκδίδει τα βιβλία του στα ελληνικά.

Άλλα έργα του είναι τα: «Ρεμπέτικα τραγούδια» (1968), «Καλιαρντά» (1971), « Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι» (1979 ), «Το μπουρδέλο» (1980), «Θεσσαλονίκη η μνήμη μιας πόλης» (1982), «Η φουστανέλα» (1993), ένα έργο στο οποίο κατηγορεί το ελληνικό κράτος ότι οικειοποιήθηκε την εθνική φορεσιά της Αλβανίας. Τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα ήταν «Ο κουραδοκόφτης». Ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε εκδώσει και ποιητικές συλλογές, με τελευταία «Ποτέ και τίποτα» (1993).

Τι ακριβώς ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος; Λαογράφος, ποιητής, πεζογράφος, μελετητής των εικαστικών τεχνών, του Καραγκιόζη και της γελοιογραφίας, ενδυματολόγος, μεταφραστής, βιογράφος, γλωσσολόγος, φωτογράφος, εικονογράφος και ερευνητής του ρεμπέτικου. Μα πάνω απ όλα ήταν ένας ανένταχτος άνθρωπος που έγραφε για τον υπόκοσμο, τη φυλακή, την πορνεία και τη σεξουαλικότητα.

Με τον τρόπο γραφής και το ύφος του ο Πετρόπουλος κατάφερε να αφήσει την πύρινη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα και να «γεννήσει» τη δική του σχολή.

Το κυνήγι από το κράτος και το ιδιαίτερο τέλος

Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του, εκ των οποίων τις τρεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και αφορούσαν τα βιβλία του, «Ρεμπέτικα Τραγούδια», «Καλιαρντά» και «Σώμα», για τα οποία καταδικάστηκε ερήμην.

Η τέταρτη που ήταν και σε περίοδο αστικής δημοκρατίας, ήταν τον Απρίλιο του 1980. Ο Πετρόπουλος, καταδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια εξαιτίας του βιβλίου του, «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη». Οι κατηγορίες οι οποίες του αποδόθηκαν ήταν «καθύβριση θρησκεύματος», «άσεμνο δημοσίευμα» και «περιύβριση εκκλησιαστικής, δικαστικής αρχής, Αστυνομίας και υπουργείου Δικαιοσύνης».

Αντισυμβατικό πνεύμα, μονίμως περιπαικτική και αυτοσαρκαστική διάθεση,  βωμολοχία, η αγάπη του για το κοινωνικό περιθώριο, ήταν μερικά μόνο από τα βασικά του γνωρίσματα.

Ο Πετρόπουλος, ωστόσο, έκανε και λάθη. Πολλά από αυτά, τα αναγνώρισε και ο ίδιος χρόνια αργότερα. Για παράδειγμα, σε συνέντευξή που είχε δώσει είχε παραδεχθεί πως στη συλλογή κειμένων με τίτλο «Ο κουραδοκόφτης», πολλά πρόσωπα της πολιτικής ζωής, διανοούμενοι, καλλιτέχνες δημοσιογράφοι και άλλοι είχαν μπει στο στόχαστρό του με μειωτικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, και αυτό ήταν κάτι που ήταν λάθος.

Το ίδιο είχε παραδεχθεί και για την περίπτωση του Άρη Βελουχιώτη, τον οποίο προσπάθησε χωρίς στοιχεία και αποδείξεις να τον αμαυρώσει, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς και υιοθετώντας στοιχεία από βιβλίο ακροδεξιού συγγραφέα, που ο ίδιος χαρακτήριζε «φασιστικό προχειρογράφημα».

Παρ όλα αυτά ο Πετρόπουλος δεν είχε μόνο άσχημα να πει. Είχε και καλά. Όπως τότε που τον ρώτησαν γιατί έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και έφυγε από την Ελλάδα για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι. Είχε πει πως, πλέον, όλα είχαν βαλτώσει και τίποτα δεν είναι όπως τη δική του εποχή. «Τότε ιδιαίτερα από το 1955 ως το 1965, ζήσαμε μια αναγέννηση, πνευματική και καλλιτεχνική. Πού είναι οι διάδοχοι του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκη, του Σαββόπουλου, του Ταχτσή, του Βασιλικού, του Μυταρά, του Φασιανού, του Τσόκλη, για ν’ αναφέρω μερικούς. Δεν έχει σημασία αν μας αρέσουν ή όχι. Σημασία έχει ότι όλοι αυτοί εμφανίστηκαν σαν μια λάβα ενός ηφαιστείου» είχε πει.

Ύστερα από δύο χρόνια μάχης με τον καρκίνο, ο Ηλίας Πετρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο των Παρισίων στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003. Διαχειριστή της διαθήκης του είχε ορίσει τον Βασίλη Βασιλικό τον οποίο επιφόρτισε με ένα εξαιρετικά δύσκολο και βαρύ έργο. «Να κάψεις το κουφάρι μου και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο Τέτοια είναι η διαθήκη μου»!