Ήμασταν και οι δύο 11 χρονών, εσύ ζούσες όλη σου τη ζωή στο νησί και εγώ είχα έρθει να δω τον παππού για καλοκαίρι.

Όταν γνωριστήκαμε, με περιεργαζόσουν επιφυλακτικά, ήμουν βλέπεις ο εγγονός του κυρ Κώστα από την Αθήνα και ο παππούς σου ήταν ο καλύτερος του φίλος.

Μέσα σε τρεις ημέρες όμως γίναμε αχώριστοι. Σου έδειχνα τα παιδικά περιοδικά που είχα μαζί μου, εκείνα που μπορούσε κανείς να βρει μόνο στην Αθήνα, και εσύ μου έμαθες να ψαρεύω και να πιάνω τις γλιστρίδες από τα βράχια, με δύο κινήσεις. Τόσα ψάρια είχες πιάσει εκείνο το καλοκαίρι που έμοιαζες ήρωας στα μάτια μου.

Που μας έχαναν, που μας έβρισκαν Ιούλιο και Αύγουστο, πάντα μαζί να παίζουμε μπάλα, να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα και να οργώνουμε το νησί με τα ποδήλατα. Οι γονείς μας ήταν ξέγνοιαστοι, γύρω από ένα τραπέζι να λένε τα δικά τους και να πίνουν τις FIX τους και εμείς φτάναμε από τη μία άκρη του νησιού μέχρι την άλλη.

Κάθε χρόνο το ραντεβού μας το περίμενα με ανυπομονησία και έφερνα σπίτι κάθε Σεπτέμβρη τις ωραιότερες αναμνήσεις του καλοκαιρινού μου φίλου.

Και ύστερα τα χρόνια πέρασαν, σταμάτησα να έρχομαι κάθε καλοκαίρι στο νησί… Φοιτητής πια πήγαινα με τις παρέες μου να εξερευνήσω άλλα νησιά και να χορτάσω ξέγνοιαστες εμπειρίες. Οι γιορτές και τα γενέθλια είχαν γίνει πια η αφορμή να σηκώνουμε το τηλέφωνο και να λέμε τα νέα μας.

Και πάντα κλείναμε το τηλέφωνο λέγοντας ότι πρέπει να μιλάμε πιο συχνά και πότε δεν το κάναμε. Αλλά σε κάθε μεγάλη στιγμή μας πάντα σκεφτόμασταν ο ένας τον άλλο. Σε κάθε FIX που ανοίγαμε ερχόταν στο μυαλό μας η εικόνα των γονιών μας στο τραπέζι και εμείς στα ποδήλατα.

Μετά από χρόνια, σχεδόν 30 χρονών πια, αποφάσισα να περάσω τον Δεκαπενταύγουστο στον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Είχα την ίδια ανυπομονησία να σε δω όπως τότε που ήμουν 11 χρονών. Και η ανυπομονησία έγινε χαρά και ανακούφιση όταν με το που πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι, με περίμενες εκεί για να με παραλάβεις.

Μόνο που πια δεν ήμασταν 11 χρονών. Ήμασταν δύο άντρες μεν, με την καρδιά δύο παιδιών δε, με τεράστια λαχτάρα να ανταλλάξουμε τα νέα μας με τον αγαπημένο μας παιδικό φίλο.

Στην πλατεία του χωριού, είχε στηθεί γλέντι το ίδιο βράδυ για το πανηγύρι. Με μια παγωμένη FIX στο χέρι μοιραστήκαμε τα όνειρα και τις χαρές μας σαν να μην είχε περάσει στιγμή από εκείνο το καλοκαίρι.

Γέλια, αναμνήσεις, τσουγκρίσματα και ευχές. Και εκείνη τη στιγμή, με μια FIX Hellas στο χέρι με έβαλες να σου υποσχεθώ ότι θα έρθω και την επόμενη χρονιά στο νησί, αυτή τη φορά όχι μόνο για να οργώσουμε τα πανηγύρια του νησιού, αλλά για να σε παντρέψω. Και έτσι επισφραγίστηκε η κουμπαριά μας και έδεσε περισσότερο η φιλία μας.

Και με μια ακόμη μπίρα επισφραγίστηκε η κουμπαριά μας και έδεσε περισσότερο η φιλία μας.

Γιατί όσα χρόνια κι αν περάσουν η αληθινή φιλία δεν χάνεται. Μένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, αποδεικνύοντας ότι ακόμα κι αν αλλάξει η εμφάνιση, η καρδιά μένει πάντα ίδια…

Όπως ακριβώς και η φιλία «σύμβολο» μιας ολόκληρης γενιάς, αυτή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και του Άλκι Κούρκουλου, με τους οποίους μας παρομοίαζαν οι γονείς μας.

Γιατί  οι δυνατές φιλίες…είναι FIX!