Μέσα σε κλίμα έντονης πόλωσης από τα δύο πρώτα κόμματα με τη διαπλοκή να έχει επιστρατευθεί ως κεντρικό προεκλογικό διακύβευμα και με τις δημοσκοπήσεις περισσότερο να έχουν μπερδέψει παρά να έχουν ξεκαθαρίσει το τοπίο οι ψηφοφόροι προσέρχονται σε λιγότερες από 24 ώρες στις κάλπες. Με το γενικότερο πλαίσιο πολιτικής, μέσα στο οποίο θα κληθεί να δράσει η επόμενη κυβέρνηση, να είναι δεδομένο και με τα δύο κόμματα εξουσίας να ερίζουν για τις επιμέρους πολιτικές που θα επιχειρήσουν να αντισταθμίσουν τις σκληρές δεσμεύσεις του μνημονίου, το μείζον της εκλογικής αναμέτρησης έχει μετατοπιστεί από το πρόγραμμα στη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης και η βιωσιμότητά της σε ορίζοντα τουλάχιστον τριετίας ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στη χώρα και να σταματήσουν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το μοναδικό σημείο στο οποίο βρίσκουν κοινό έδαφος όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί είναι ότι η επομένη των εκλογών πρέπει να βρει τη χώρα με κυβέρνηση. Άπαντες, προεξάρχοντος του τέως πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, έχουν ξορκίσει το ενδεχόμενο ακυβερνησίας και νέας προσφυγής στις κάλπες, τονίζοντας ότι μετά την Κυριακή η χώρα θα έχει κυβέρνηση ό,τι και να γίνει.

Συνεργασίες για μια κυβέρνηση συνασπισμού

Το δεδομένο αυτό είναι που άνοιξε και επίσημα τη σεναριολογία για τις μετεκλογικές συνεργασίες προκειμένου να σχηματισθεί μία κυβέρνηση συνασπισμού. Όλα εξαρτώνται πλέον από τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν από τις κάλπες της Κυριακής και από τα ποσοστά τα οποία θα εξασφαλίσουν τα κόμματα, με την αποχή, την εκλογική δεξαμενή των αναποφάσιστων και των απογοητευμένων ψηφοφόρων του Ιανουαρίου να διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις.

Τι σκέφτεται να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ

Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ η αρχική ρητορική για ισχυρή λαϊκή εντολή και αυτοδυναμία με την οποία ξεκίνησε την προεκλογική περίοδο, συντηρείται μεν αλλά σε με εξαιρετικά μειωμένη ένταση, καθώς μέσα στο δεκαπενθήμερο που έχει προηγηθεί έχουν ανοίξει ορθάνοιχτα παράθυρα συνεργασιών. Το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα άλλαξε την προεκλογική στρατηγική του κόμματος μετά τις πρώτες δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι η αυτοδυναμία αποτελεί δυσπρόσιτο στόχο, αφήνοντας αρχικά ανοιχτό το ενδεχόμενο για σχηματισμό κυβέρνησης μονάχα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, με τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρίζει έντιμη και σταθερή την συγκατοίκησή τους. Ωστόσο, η δημοκοπική κάθοδος των ΑΝΕΛ, όπως διαφαίνεται μέσα από τις περισσότερες δημοσκοπήσεις έχει αναγκάσει τον Αλέξη Τσίπρα να αναθεωρήσει εκ νέου τη ρητορική του. Η Κουμουνδούρου πορίζεται πλέον ζητώντας μεν ισχυρή λαϊκή εντολή, αλλά και με κεντρική γραμμή το «απεταξάμην τη ΝΔ», ανοίγοντας διαύλους μετεκλογικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και πιο διακριτικά με το Ποτάμι.

Το νέο δίπολο Κεντροαριστεράς-Κεντροδεξιάς

Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι στόχος του Αλέξη Τσίπρα είναι να δημιουργήσει εκ νέου ένα δίπολο Κεντροαριστεράς – Κεντροδεξιάς περασμένων δεκαετιών, μέσα από την απορρόφηση της εκλογικής βάσης αλλά σε δεύτερο χρόνο και στελεχών του ΠΑΣΟΚ και αποδίδουν σε αυτό το πλάνο την προεκλογική ρητορική του και τον εξοστρακισμό της ΝΔ από κάθε σενάριο μετεκλογικής συνεργασίας. Σε αυτό το σενάριο ο Αλέξης Τσίπρας θα εμφανιστεί μετεκλογικά ως η επικεφαλής μίας ενωμένης φιλοευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, βαδίζοντας για ακόμη μία φορά στα χνάρια του Ανδρέα Παπανδρέου με τον οποίο πολλοί τον έχουν παραλληλίσει. Τούτων δοθέντων, στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα αποκλείουν μετά βδελυγμίας έναν «μεγάλο συνασπισμό» στα πρότυπα της γερμανικής κυβέρνησης, ο οποίος προωθείται και από την πλευρά των πιστωτών, καθώς κάτι τέτοιο θα μετουσίωνε σε πράξη την εξισωτική ρητορική της ΝΔ και θα καθιστούσε ανύπαρκτες τις σαφείς και μεγάλες ιδεολογικές διαφορές των δύο κομμάτων εξουσίας. Με σαφείς αιχμές για την εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ μέσα από την ταύτισή του με τη ΝΔ στις προηγούμενες κυβερνήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας έχει απορρίψει πολλάκις ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τονίζοντας αναφορικά με την πρόταση για την αντιπροεδρία μίας κυβέρνησης με κορμό τη ΝΔ του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ότι «αυτή η θέση νόμιζα ότι ήταν πιασμένη από τον κ. Βενιζέλο». Παράλληλα, το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού απορρίπτεται από την Κουμουνδούρου γιατί ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα καθιστούσε πιθανότατα την Χρυσή Αυγή που διεκδικεί με αξιώσεις την τρίτη θέση, ως αξιωματική αντιπολίτευση στην επόμενη Βουλή. Πάντως, παρά το ότι το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού αποκλείεται από την Κουμουνδούρου και τον Αλέξη Τσίπρα, μπορεί το αποτέλεσμα των εκλογών το βράδυ της Κυριακής να το επαναφέρει ως αναγκαιότητα στο προσκήνιο , σε περίπτωση μεγάλης αποχής και ευρύτατου κατακερματισμού της Βουλής που θα προκύψει. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και εφόσον τα «κουκιά» δεν βγαίνουν για το σχηματισμό ενός «καθαρού» κυβερνητικού σχήματος, ο Αλέξης Τσίπρας έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα είναι πρωθυπουργός, αφήνοντας τη θέση για κάποιο πρόσωπο κοινής αποδοχής από όλα τα κόμματα που θα μετέχουν. Υπενθυμίζεται ότι σε συνέντευξή του στις 26 Αυγούστου στον Alpha είχε ξεκαθαρίσει ότι «δεν πρόκειται εγώ να είμαι πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι», αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο σχηματισμού ενός τέτοιου κυβερνητικού συνασπισμού.

Πώς θα μπουν στην κυβέρνηση Τσίπρα το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι

Σε περίπτωση που έρθει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ και με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, εφόσον μπουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο κόμμα του Πάνου Καμμένου και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη ή αλλιώς να υπερκεράσει τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των υποψηφίων κυβερνητικών του εταίρων. Και αυτό διότι τόσο οι ΑΝΕΛ όσο και το ΠΑΣΟΚ (που κατεβαίνει σε σύμπραξη με τη ΔΗΜΑΡ ως Δημοκρατική Συμπαράταξη)  και το Ποτάμι έχουν ανεβάσει τόσο πολύ τους προεκλογικούς τόνους με εκατέρωθεν βολές που μοιάζει απίθανο να καταφέρουν να συγκατοικήσουν υπό την ίδια σκέπη. Εφόσον ο Αλέξης Τσίπρας επιλέξει την επανάληψη του απελθόντος κυβερνητικού συνασπισμού, εάν επαρκούν οι έδρες που θα πάρουν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ μετά την κατανομή τους βάσει των εκλογικών ποσοστών, θα προκύψει πιθανότατα και με βάση τις μέχρι στιγμής σφυγμομετρήσεις μία κυβέρνηση με ισχνή κοινοβουλευτική δύναμη που δύσκολα θα ξεπερνά τους 155 βουλευτές και θα είναι ευάλωτη σε τυχόν διαρροές στους επικείμενους σκληρούς εφαρμοστικούς νόμους που θα κληθεί να ψηφίσει αλλά και στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων του τρίτου μνημονίου. Σε περίπτωση ωστόσο που οι ΑΝΕΛ μείνουν εκτός Βουλής και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εξασφαλίσει την πολυπόθητη ισχυρή λαϊκή εντολή για αυτοδυναμία, τότε το σενάριο ενός ευρύτερου κεντροαριστερού συνασπισμού με κοινωνικό πρόσημο μοιάζει το πιθανότερο σενάριο. Οι υψηλοί τόνοι και οι εκατέρωθεν βολές με στο προεκλογικό τερέν της διαπλοκής μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ποταμιού καθιστούν αμφίβολη την τυχόν διάνθιση του κυβερνητικού συνασπισμού με τα φιλελεύθερα αντανακλαστικά του κόμματος του Σταύρου Θεοδωράκη, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται κάτι τέτοιο, στην περίπτωση που δεν επαρκούν οι έδρες που θα έχουν εξασφαλίσει ΣΥΡΙΖΑ και Δημοκρατική Συμπαράταξη. Τυχόν υλοποίηση αυτού του σεναρίου θα βρει τη χώρα με μία κυβέρνηση, της οποίας η κοινοβουλευτική δύναμη σύμφωνα με εκτιμήσεις βάσει των δημοσκοπικών ευρημάτων θα κυμαίνεται πιθανότατα μεταξύ 160 και 170 βουλευτών.

Το πλάνο της Νέας Δημοκρατίας

Στην αντίπερα όχθη, στο σενάριο που η Νέα Δημοκρατία κόψει πρώτη το νήμα του τερματισμού το βράδυ της Κυριακής, είναι εκπεφρασμένη η πρόθεσή της για τη διερεύνηση όλων των πιθανών συνεργασιών μετεκλογικά. Μπορεί επικριτές της γαλάζιας παράταξης να την έχουν κατηγορήσει ότι υιοθέτησε τη ρητορική των συνεργασιών γιατί η νίκη στις εκλογές φάνταζε δύσκολη, ωστόσο έχει παραμείνει πιστή σε όλη την προεκλογική περίοδο. Ο επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας, Βαγγέλης Μεϊμαράκης έχει κατηγορήσει τον Αλέξη Τσίπρα με αφορμή την απόρριψη της συνεργασίας με τη ΝΔ για «καθεστωτική συμπεριφορά» και «αλαζονεία», προκρίνοντας την εθνική συνεννόηση, την εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης και την εύρεση ενός μίνιμουμ προγραμματικού πλαισίου σύγκλισης ώστε να υπάρξει ένα ευρύ ευρωπαϊκό κυβερνητικό μέτωπο που θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της χώρας προς τους διεθνείς πιστωτές και να βγάλει το Grexit από το λεξιλόγιο και τη χώρα από την κρίση. Δεδομένου ότι η ουδείς έχει επιχειρήσει να μιλήσει για αυτοδυναμία στη ΝΔ και οι σφυγμομετρήσεις έχουν ουσιαστικά αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το πιθανότερο σενάριο είναι ο σχηματισμός ενός κυβερνητικού συνασπισμού σε επανάληψη της τρικομματικής υπό τον Αντώνη Σαμαρά, με την προσθήκη και του Ποταμιού. Στην περίπτωση πρωτιάς ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης αναμένεται να στραφεί στον Αλέξη Τσίπρα για συνεργασία στο πλαίσιο της διερευνητικής εντολής, ωστόσο θεωρείται δύσκολο να μπει σε μία κυβέρνηση συνασπισμού ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ, εφόσον αυτή θα μπορεί να σχηματισθεί με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι και δεν θα μένει εκτεθειμένη στον κίνδυνο της ακυβερνησίας η χώρα. Στο σενάριο μίας κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ, Δημοκρατικής Συμπαράταξης και Ποταμιού, η κοινοβουλευτική δύναμή της εκτιμάται από δημοσκόπους ότι θα είναι μεγαλύτερη από 170 βουλευτές. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend