Τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της χώρας έδειξαν να επιβεβαιώνουν το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας.

Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, στη φθινοπωρινή τους έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη, προέβλεψαν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 1,8% και περαιτέρω μείωση της ανεργίας για το 2014. Οι επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης προκαλούν συχνά θαυμασμό εκτός των συνόρων, αλλά και ερωτηματικά για τη συνταγή της επιτυχίας. Η γερμανική «κοινωνική οικονομία της αγοράς», όπως ονομάζεται, βασίζεται στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, δίνοντας τη δυνατότητα στο κράτος να παρεμβαίνει διορθωτικά στον κοινωνικό τομέα.

Σε αυτό το μοντέλο, που έχει τις ρίζες του στο 19ο αι. ανήκει, σύμφωνα με τον Βέρνερ Σράιμπερ, πρώην υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ και η αυτόνομη διαπραγμάτευση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Όπως εξηγεί, «αυτό σημαίνει ότι τα συνδικάτα και οι εργοδότες διαπραγματεύονται ελεύθερα τους μισθούς τους, χωρίς κρατική παρέμβαση». Η συνεργασία συνδικάτων και εργοδοτών ελαχιστοποίησε τις απεργιακές κινητοποιήσεις στη Γερμανία. Την ώρα που η ανεργία σε πολλές χώρες φτάνει σε επίπεδα-ρεκόρ, στη Γερμανία γίνεται λόγος για οικονομικό θαύμα. Τα 42 εκ. απασχολούμενων αποτελούν ιστορικό υψηλό για τη χώρα. Θεμέλιο της επιτυχίας θεωρείται μεταξύ άλλων η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας με την Ατζέντα 2010 του πρώην καγκελαρίου Σρέντερ.

«Σημαντικά στοιχεία σε αυτή τη μεταρρύθμιση είναι η δημιουργία ενός τομέα χαμηλών αμοιβών, η απορρύθμιση και ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Αυτό δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας, γεννώντας όμως και πάρα πολλές κακοπληρωμένες δουλειές», επισημαίνει ο Ούλριχ Μπρούκνερ, μιλώντας στη DW. Ο πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ θεωρεί ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση θα επιχειρήσει με μικρές διορθώσεις να άρει τις αρνητικές συνέπειες της Ατζέντας 2010. Επιπλέον, ο γερμανός ειδικός υπογραμμίζει τη ζωτική σημασία των περίπου 100.000 μηχανικών και φυσικών επιστημόνων που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τις 200 ανώτατες σχολές της χώρας, αλλά και τη συμβολή της δυαδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης στην αύξηση της γερμανικής παραγωγικότητας.