Δεν είναι λίγες οι φορές που μισθοφορικοί στρατοί χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες πολέμων στη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας, ενώ ολόκληρες περιοχές έγιναν γνωστές για τη μαχητικότητα των μισθοφόρων στρατιωτών που παρείχαν.

Οι Αιγύπτιοι προσλάμβαναν συχνά μισθοφόρους από τη Νουβία (σ.σ. σημερινό Σουδάν) και τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Στην κλασσική αρχαιότητα στην Ελλάδα και την ελληνιστική εποχή, η Κρήτη έμεινε γνωστή για τους τοξότες της και η Ρόδος για τους σφεδονήτες της, ενώ η Θεσσαλία για τους ιππείς της. Στον μεσαίωνα, οι Σκανδιναβικές χώρες παρείχαν τους γνωστούς Βίγκινκς ή Βαράγγους για την επίλεκτη φρουρά των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Μετά τον Μεσαίωνα, τόσο Ελβετοί όσο και Έλληνες που έφυγαν από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα προτιμήθηκαν για τη στελέχωση μισθοφορικών στρατευμάτων στους πολέμους της Ιταλικής Αναγέννησης.

Από τον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα η πιο γνωστή περιοχή για την παροχή «άγριων» μισθοφόρων είναι το Νεπάλ, και συγκεκριμένα η φυλή των Γκούρκας.

Ποιοι ήταν οι Γκούρκας

Εδώ και σχεδόν 200 χρόνια οι τρομεροί Νεπαλέζοι μαχητές Γκούρκας αποτελούν μέρος του βρετανικού στρατού. Θεωρούνται οι «σπαρτιάτες» της Ασίας.

ΓΚΟΥΡΚΑΣ

Αν και το άρθρο 47 του πρωτοκόλλου 1 της Συνθήκης της Γενεύης που αφορά τους μισθοφόρους θα απέκλειε ενδεχομένως την ύπαρξη αυτού του μισθοφορικού σώματος στον βρετανικό στρατό, έχουν εξαιρεθεί βάσει των παραγράφων e και f του άρθρου 47, όπως και η Λεγεώνα των Ξένων της Γαλλίας.

«Καλύτερα να πεθάνεις παρά να είσαι δειλός» είναι το σύνθημά τους. Όταν εφορμούν στο πεδίο της μάχης έχουν τον δικό του «παιάνα» που έχει ως εξής: «Jai Mahakali, Ayo Gorkhali» που σημαίνει «Δόξα στη μεγάλη Θεά Κάλι, έρχονται οι Γκούρκας».

Κουβαλούν ακόμα μαζί τους στη μάχη το παραδοσιακό τους όπλο, το «Κούκρι». Την κυρτή μάχαιρα μήκους σχεδόν 46 εκατοστών, που κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται πως ίσως να προέρχεται από την αρχαιοελληνική κοπίδα που χρησιμοποιούσε το θεσσαλικό ιππικό του Μέγα Αλέξανδρου φτάνοντας μέχρι τα σύνορα με την Ινδία.

Τα παλιά χρόνια λεγόταν πως αν το «Κούκρι» τραβιόταν από το θηκάρι του σε μάχη, έπρεπε να «γευτεί» αίμα και για αυτό οι χρήστες του έκοβαν ελαφρά το δάχτυλό τους αν δεν είχαν συναντήσει κάποιον εχθρό, προκειμένου να ξαναβάλουν το «Κούκρι» στο θηκάρι του.

ΓΚΟΥΡΚΑΣ

Τώρα οι Γκούρκας λένε πως χρησιμοποιείται κυρίως για μαγείρεμα.

Τις δυνατότητες αυτών των πολεμιστών κατάλαβαν πρώτοι οι Βρετανοί στο αποκορύφωμα της δημιουργίας της αυτοκρατορίας τους τον 19ο αιώνα. Οι Βρετανοί της Βικτωριανής περιόδου αναγνώρισαν τους Γκούρκας ως «πολεμική φυλή», αποδίδοντάς τους ξεχωριστές ικανότητες, τόσο σκληρότητας όσο και ανθεκτικότητας στις κακουχίες.

Όταν το 1815 η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών υπέστη βαρύτατες απώλειες κατά την εισβολή στο Νεπάλ, προτίμησε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης που της επέτρεπε να στρατολογεί άντρες από τις τάξεις του πρώην εχθρού της.

Όταν το 1947 η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία, μια συμφωνία ανάμεσα σε Νεπάλ, Ινδία και Βρετανία προέβλεπε ότι 4 Συντάγματα (σ.σ. περίπου 1.200 άντρες έκαστο) αποτελούμενα από Γκούρκας, του ινδικού στρατού θα μεταφέρονταν στον βρετανικό στρατό, δημιουργώντας κάποια στιγμή την Ταξιαρχία των Γκούρκας.

Από τότε οι Γκούρκας πολέμησαν πιστά για τους Βρετανούς σε όλο τον κόσμο, κερδίζοντας ως διάκριση και 13 παράσημα του «Σταυρού της Βικτώρια». Το ανώτατο παράσημο που δίνεται από τη Βρετανία.

ΓΚΟΥΡΚΑΣ

Περισσότεροι από 200.000 Γκούρκας πολέμησαν για τους Βρετανούς σε δύο παγκόσμιους πολέμους και όχι μόνο, τα τελευταία 50 χρόνια. Ανάμεσα στις περιοχές που οι ασυγκράτητοι Νεπαλέζοι υπηρέτησαν το Λονδίνο, ξεχωρίζει κανείς το Χονγκ Κόνγκ, τη Μαλαισία, το Βόρνεο, την Ελλάδα, την Κύπρο, τα Φώκλαντς, το Κοσσυφοπέδιο και πρόσφατα το Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Υπηρετούν σε πολλές θέσεις αλλά κυρίως στο πεζικό, ενώ αριθμοί άξιοι αναφοράς, υπάρχουν και στις τάξεις των μηχανικών, ασυρματιστών και διοικητικής υποστήριξης.

Η προέλευση των Γκούρκας

Το όνομα Γκούρκας προέρχεται από την ημιορεινή πόλη Γκούρκα, από την οποία το βασίλειο του Νεπάλ ξεκίνησε την επέκτασή του.

Οι Γκούρκας έχουν τέσσερις «εθνικές» ομάδες στις γραμμές τους. Τους Γκουρούνγκς και τους Μαγκάρς από το Κεντρικό Νεπάλ και τους Ράις και Λίμπους από το Ανατολικό, όπου ζουν σε πάμφτωχα ορεινά χωριά.

Διατηρούν τα έθιμα και τα πιστεύω τους και η Ταξιαρχία πραγματοποιεί και θρησκευτικές γιορτές, όπως η «Ντασέην» κατά τη διάρκεια της οποίας όσοι είναι στο Νεπάλ σφάζουν κατσίκες και βουβάλια ως θυσία. Από τους 112.000 που έφτασαν να υπηρετούν τους Βρετανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τώρα έχουν απομείνει 3.500. Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, 43.000 Γκούρκας σκοτώθηκαν.

Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως τώρα οι Γκούρκας του βρετανικού στρατού εδρεύουν στο Σόνκλιφ κοντά στο Φολκστον του Κεντ, αλλά ακόμα δεν έχουν γίνει βρετανοί πολίτες καθώς το Λονδίνο αρνείται κατηγορηματικά να τους απονείμει τον τίτλο αυτό που αν μη τι άλλο έχουν κερδίσει με το «Κουκρί» τους.

Η επιλογή τους για την Ταξιαρχία

Οι νέοι στρατιώτες εξακολουθούν να επιλέγονται από τους νεαρούς που ζουν στα βουνά του Νεπάλ, με περίπου 28.000 να δοκιμάζουν την τύχη τους στις διαδικασίες επιλογής με στόχο τις περίπου 200 θέσεις που είναι διαθέσιμες κάθε χρόνο.

Η διαδικασία επιλογής περιγράφεται ως μια από τις δυσκολότερες του κόσμου. Οι υποψήφιοι, μεταξύ άλλων, καλούνται να τρέξουν ανηφορικά σε ένα λόφο για 40 λεπτά, κουβαλώντας ένα πλεχτό καλάθι γεμάτο με πέτρες βάρους 35 κιλών.

Ο πρίγκιπας Χάρι έζησε σε ένα Τάγμα των Γκούρκας κατά τ διάρκεια της παραμονής του στο Αφγανιστάν επί 10 εβδομάδες. Λέγεται πως υπάρχει μια έλξη ανάμεσα στους Γκούρκας και τους Αφγανούς που θεωρήθηκε πολύ καλό για τους στόχους του βρετανικού στρατού στην περιοχή.

Ο ιστορικός Τόνι Γκούλντι αναφέρει πως οι Γκούρκας διαθέτουν έναν έξοχο συνδυασμό ποιοτικών χαρακτηριστικών από στρατιωτικής άποψης. «Είναι σκληροί, είναι γενναίοι, είναι ανθεκτικοί και είναι δεκτικοί στην πειθαρχία» τονίζει χαρακτηριστικά. «Έχουν επίσης ένα ακόμα προτέρημα που μπορεί κάποιος να πει πως Βρετανικές μονάδες είχαν στο παρελθόν, αλλά πλέον είναι αμφίβολο αν συνεχίζουν να το έχουν και αυτό είναι μια δυνατή οικογενειακή παράδοση. Έτσι συνήθως μέσα σε ένα Τάγμα υπάρχουν πολύ πολύ στενοί οικογενειακοί δεσμοί, με αποτέλεσμα όταν πολεμούν δεν το κάνουν τόσο για τους αξιωματικούς ή τον σκοπό του πολέμου όσο για τους φίλους και την οικογένειά τους» προσθέτει ο ιστορικός.

Ιστορικά, οι Γκούρκας που υπηρετούσαν στον βρετανικό στρατό, αφού συμπλήρωναν 30 χρόνια στη μεγαλύτερη και 15 στη μικρότερη περίπτωση, συνταξιοδοτούνταν και επέστρεφαν στο Νεπάλ. Σήμερα όμως αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα λόγω των περικοπών με αποτέλεσμα πολλοί βετεράνοι να απομένουν στο τέλος με μόνο απόκτημα τις αναμνήσεις τους.

Κάποιοι από τους βετεράνους αυτούς θα μπορούσαν να παραθέσουν και μνήμες που αναφέρονται σε μάχες που έδωσαν οι Γκούρκας στην Ελλάδα.

Όταν οι Γκούρκας πολέμησαν τον ΕΛΑΣ στον Πειραιά

Το «Κούκρι» των Γκούρκας γνώρισαν δυστυχώς και οι Έλληνες κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών του 1944.

Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ διέταξε αποστολή νέων ενισχύσεων στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο στρατάρχης Αλεξάντερ, έχοντας δει στην Αθήνα την κατάσταση, αποφάσισε την αντικατάσταση του στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος θεωρούταν ότι δεν είχε πολεμική εμπειρία καθώς είχε υπηρετήσει σε διοικητικές θέσεις. Ο Αλεξάντερ διέταξε την άμεση αναχώρηση από την Ιταλία του υποστράτηγου Τζων Χόκσγουερθ και του ταξιάρχου Χιου Μάνεριγκ, οι οποίοι πλαισιώθηκαν από το εμπειροπόλεμο επιτελείο του 10ου Σώματος Στρατού και συστάθηκε η Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών, η οποία διεξήγαγε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ως το τέλος της μάχης, άλλα έμεινε στην αφάνεια για να μη πληγεί το κύρος του στρατηγού Σκόμπυ.

Την επόμενη μέρα, οι Βρετανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά. Στο χρονικό εκείνο σημείο της μάχης, ο Πειραιάς ήταν σχεδόν υπό τον πλήρη έλεγχο του ΕΛΑΣ. Στην επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου της Καστέλας χρησιμοποιήθηκε η 5η Ινδική Ταξιαρχία. Οι πλέον επίλεκτες μονάδες της Ταξιαρχίας αυτής ήταν στελεχωμένες με Γκούρκας. Για την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας λόφου της Καστέλας αποφασίστηκε τη 15η Δεκεμβρίου νυχτερινή επίθεση από Γκούρκας, την οποία και έφεραν εις πέρας μέχρι το πρωί.

Οι μονάδες του ΕΛΑΣ προέταξαν σθεναρή αντίσταση, ειδικά στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, αλλά απέναντι στη φρενήρη επίθεση των Γκούρκας δεν ήταν και πολλά που μπορούσαν να κάνουν. Έπειτα από σκληρή μάχη, στην οποία είχαν σημαντικές απώλειες, τελικά οι Γκούρκας κατέλαβαν την Καστέλα. Ο διοικητής του 6ου Συντάγματος Πειραιά του ΕΛΑΣ, θα αναγνωρίσει τη σημασία της απώλειας του καίριου σημείου.

Στον βρετανικό Τύπο της εποχής διαβάζει κανείς πως είχε επισήμως είχε δοθεί η εντολή οι Γκούρκας να μη χρησιμοποιήσουν το «Κούκρι». Αιτία ήταν το ότι οι πολιτικοί δεν ήθελαν να προκληθούν αντιδράσεις από τη χρήση ενός όπλου που δεν θεωρούνταν συμβατό με τον «μοντέρνο» πόλεμο. Ο βρετανός διοικητής των Γκούρκας ωστόσο αναφέρει πως «ηθελημένα τους είχε βάλει να ακονίζουν τα κούκρι ώστε να τους βλέπουν όλοι». Πρόκειται για μια κίνηση τακτικής που εντάσσεται στο πλαίσιο της θεώρησης των Γκούρκας ως shock troops, των οποίων «και μόνο η άφιξη στο πεδίο της μάχης θα είχε άμεση επίπτωση στο ηθικό του αντιπάλου», όπως αρχετυπικά το είχε θέσει ο Mangin το 1910.

Ήταν τέτοια η φήμη που προηγήθηκε των Γκούρκας που οι τοπικές οργανώσεις του ΕΛΑΣ κυκλοφόρησαν αφίσες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν έως και ρατσιστικές.

ΓΚΟΥΡΚΑΣ

Από την μπροσούρα που εκδόθηκε από την Κομμουνιστική Οργάνωση του Πειραιά το 1945 διαβάζουμε: «Οι Ινδοί εξουδετέρωσαν τη διπλοσκοπιά απο πίσω και χτύπησαν με μαχαίρια τρεις μαχητές που λαγοκοιμώνταν. Μετά φύγαν άνανδρα, όπως άνανδρα είχαν φτάσει μέχρι εκεί. Ο ένας από τους σφαγμένους αγωνιστές ήταν ένας μεσόκοπος άνδρας. Πέθανε με σφιγμένο το στόμα κι όταν ο φανός φώτισε το πρόσωπο του έβλεπες ζωγραφισμένη την έγνοια και την πίκρα. Ο άλλος ήταν ένα ανταρτόπουλο. Ήταν δεν ήταν 20 χρονών. Είχε λίγο ανοιχτά τα χείλη και το πιο γλυκό χαμόγελο φώτιζε την απαλή του φυσιογνωμία. Όσοι τον είδαν θάμπωσαν. Πώς ήταν δυνατό κι η μαχαιριά δεν άφησε έστω και μια πτυχή πόνου στο πρόσωπό του;».