Σάββατο βράδυ. 29 Ιουνίου 2002. Λίγα λεπτά πριν τις 11. Πολλοί βρετανοί και Έλληνες ανώτατοι αξιωματικοί και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών των δυο χωρών βρίσκονται σε μια γαμήλια δεξίωση στο Λαγονήσι. Παντρεύονταν ένας από τους ανώτατους αξιωματικούς της βρετανικής αποστολής της Σκότλαντ Γιαρντ στη χώρα μας. Είναι γνωστό άλλωστε πως μετά την εκτέλεση του ταξίαρχου Στίβεν Σόντερς οι βρετανοί είχαν πάρει «προσωπικά» το ζήτημα της εξάρθρωσης των εγχώριων οργανώσεων αντάρτικου πόλης και είχαν επιβάλει με τον τρόπο τους τόσο την παρουσία κλιμακίου τους στην Ελλάδα όσο και το να πάρουν τα ηνία των ερευνών από τα χέρια των Αμερικανών συναδέλφων τους για τους οποίους έλεγαν τότε πως «πέφτουν από την μία γκάφα στην άλλη και… στέλνουν πίσω την αναζήτηση των ανθρώπων που είναι μέλη στις οργανώσεις».

Στην γαμήλια δεξίωση, λοιπόν, το κλίμα είναι ευχάριστο. Είναι διάχυτη η αισιοδοξία πως «σύντομα κάτι καλό θα συμβεί στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Είναι τέτοια η αισιοδοξία, μάλιστα, που ήδη από το μεσημέρι εκείνης της ημέρας η εφημερίδα το «Βήμα της Κυριακής» (οι κυριακάτικες εφημερίδες εκείνη την εποχή ήταν έτοιμες από το μεσημέρι του Σαββάτου) σχεδόν προανήγγειλε συλλήψεις. Επιπλέον, στα δημοσιογραφικά γραφεία, μέρες πριν υπήρχε η πληροφορία (που από ένα σημείο και έπειτα έγινε βεβαιότητα) πως σύντομα οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.

Αυτό, ήταν και το κεντρικό θέμα συζήτησης, εκείνο το βράδυ στη δεξίωση στο Λαγονήσι. Μέχρι που κάποια στιγμή στην αίθουσα αρχίζει να επικρατεί ένας διάχυτος αναβρασμός. Αρχίζουν και σχηματίζονται μικρότερα πηγαδάκια και τα τηλέφωνα διακριτικά αρχικά και με μεγαλύτερη ένταση στη συνέχεια δεν σταματούν να χτυπούν. Λίγα λεπτά νωρίτερα είχε σημειωθεί μια έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιά και οι πρώτες αναφορές από το σημείο έλεγαν πως τουλάχιστον ένας άνθρωπος είχε τραυματιστεί.

Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο συγκεκριμένες γινόντουσαν οι πληροφορίες και σιγά- σιγά η μέχρι και πριν από λίγη ώρα κατάμεστη αίθουσα αρχίζει ν’ αδειάζει. Ο τότε αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, Φώτης Νασιάκος, κατευθύνεται προς το σημείο της έκρηξης. Τα εκδοτήρια εισιτηρίων της Minoan Flying Dolphins, στην εξωτερική πλευρά του λιμανιού του Πειραιά. Οι πληροφορίες που λαμβάνει τον αναγκάζουν να πάρει στα χέρια του το κινητό του τηλέφωνο και να σχηματίσει τον αριθμό του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ο οποίος βρισκόταν στη Βέροια.

«Υπουργέ, το περιστατικό στο λιμάνι είναι πολύ σοβαρό». Σύμφωνα με αυτά που δημοσιεύθηκαν τότε στις εφημερίδες και πλέον έχουν περάσει στη… σφαίρα του μύθου, αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Νασιάκου στον Χρυσοχοΐδη. Όταν ο υπουργός ρώτησε «πόσο σοβαρό», ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας του απάντησε: «Έχουμε ρολόγια»!

Η… μυστηριώδης φράση αυτή του Νασιάκου σήμαινε πως η υπόθεση έχει να κάνει με την κωδική ονομασία που είχαν δώσει οι αστυνομικοί της αντιτρομοκρατικής στα μέλη της «17 Νοέμβρη». Το ότι, ωστόσο, δεν ανακοινώνει ευθέως το τι ακριβώς γίνεται σημαίνει πως έχει ακόμα κάποιες επιφυλάξεις.

Μερικές ώρες αργότερα, ξημερώματα πιά Κυριακής, το ίδιο τηλεφώνημα επαναλαμβάνεται. Ο Νασιάκος από τη μια άκρη της γραμμής και ο Χρυσοχοΐδης από την άλλη. Αυτή τη φορά στη συνομιλία υπάρχει βεβαιότητα. «Υπουργέ, έχουμε τη 17Ν»!

Όλα όσα χρειαζόταν να μάθει ο πολύ έμπειρος Φώτης Νασιάκος τα είχε μάθει. Μέσα στην τσάντα του πολυτραυματία Σάββα Ξηρού υπήρχε ένα παλιό, δύσχρηστο 38αρι περίστροφο στη βάση του οποίου υπάρχει χαραγμένος ο σειριακός αριθμός: 100367. Το όπλο αυτό είχε κλαπεί από τον αστυφύλακα Χρήστο Μάτη ο οποίος έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια ληστείας που έκαναν μέλη της οργάνωσης στο υποκατάστημα της ΕτΕ στα Πετράλωνα τα Χριστούγεννα του 1983. Στη συνέχεια το ίδιο όπλο είχε χρησιμοποιηθεί σε έξι ενέργειες της «17Ν» και έπειτα -επειδή αποτελούσε «σφραγίδα»- είχε μείνει στην… άκρη.

Η βεβαιότητα του Νασιάκου κάνει τον Χρυσοχοΐδη να παρατήσει τα πάντα, να επιβιβαστεί στο σκούρο Audi με τα φιμέ τζάμια που οδηγούσε τότε και να ξεκινήσει για Αθήνα. Ήξερε και ο ίδιος πως οι στιγμές ήταν ιστορικές. Στο δρόμο προς την Αθήνα ο Χρυσοχοΐδης πέφτει σε… μπλόκο της Τροχαίας στη Λαμία γιατί έτρεχε με περισσότερα από 200 χιλιόμετρα την ώρα! Όταν κατεβάζει τα φιμέ τζάμια, οι αστυνομικοί τον αναγνωρίζουν, εκείνος τους εξηγεί πως βρίσκεται σε εξέλιξη μια πολύ κρίσιμη υπόθεση και πρέπει να φτάσει στο γραφείο του το συντομότερο.

Σε λίγες ώρες ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, βρίσκεται στο γραφείο του στο κτίριο της λεωφόρου Κατεχάκη και συγκαλεί μια πρώτη σύσκεψη. Παρόντες, ο αρχηγός της ΕΛΑΣ, Φώτης Νασιάκος, ο επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής Στέλιος Σύρος και ο Λευτέρης Οικονόμου, εκπρόσωπος Τύπου του αρχηγείου της ΕΛΑΣ και ο οποίος ήταν ο άνθρωπος πάνω στον οποίο έπεσε το βάρος της επικοινωνιακής στρατηγικής κατά την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη.

Ο Χρυσοχοΐδης ζητάει προσεκτικά βήματα και άμεσα αποτελέσματα. Η ξεκάθαρη διαταγή που δίνει είναι να αποφευχθεί η πιθανότητα να οδηγηθεί η όλη υπόθεση σε φιάσκο. Δίνει συγκεκριμένες οδηγίες και κατευθύνσεις και ζητάει από το Νασιάκο και τον Οικονόμου να βρίσκονται οι τρεις τους σε διαρκή επικοινωνία για οτιδήποτε προκύψει μέχρι να «κλειδώσει» η υπόθεση. Ο τέταρτος της «παρέας» Στέλιος Σύρος, ο πιο σκληρός απ’ όλους, αναλαμβάνει να «τρέξει» το αμιγώς αστυνομικό κομμάτι.

Η «τριάδα» του υπουργείου Δημόσιας Τάξης έρχεται σε επαφή με τους βρετανούς της Σκότλαντ Γιαρντ οι οποίοι ζητάνε το συντομότερο δυνατό να βγουν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες του Ξηρού προκειμένου να ανακαλυφθούν οι γιάφκες της οργάνωσης. Στις 2 Ιουλίου η φωτογραφία του Ξηρού υπάρχει παντού. Την επόμενη ημέρα μια γυναίκα τηλεφωνεί και λέει στους αστυνομικούς πως ο άνθρωπος στη φωτογραφία που είδε στις ειδήσεις μένει στην οδό Πάτμου 34 στα Πατήσια. Σημαίνει γενικός συναγερμός και ο Χρυσοχοΐδης επικοινωνεί με το Νασιάκο και του ζητάει προσεκτικά βήματα.

Στις 4 Ιουλίου οι αστυνομικοί «ρίχνουν» ένα από τα «κάστρα» της 17Ν. Ο τότε υπαρχηγός της ΕΛΑΣ, Πολύκαρπος Δημητρόπουλος, ενημερώνει τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδης, πως βρίσκεται μέσα σε γιάφκα της οργάνωσης. Ο τότε υπουργός, ωστόσο, τηλεφωνεί στον μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύεται. Τον Φώτη Νασιάκο. Τον ρωτάει αν όντως έτσι είναι και εκείνος το επιβεβαιώνει λέγοντας του «έχουν βρεθεί όπλα, ρουκέτες προκηρύξεις ακόμα και η σημαία της οργάνωσης».

Μετά από λίγες ώρες η «τριάδα» βρίσκεται και πάλι στο γραφείο του υπουργού. Ο κίνδυνος για το φιάσκο έχει περάσει. Η κεντρική γιάφκα «έπεσε». Συλλήψεις γίνονται και έρχονται κι άλλες. Δυο κομμάτια λείπουν από το παζλ. Ο Γιωτόπουλος και ο Κουφοντίνας.

Λέγεται πως Χρυσοχοΐδης, Νασιάκος και Οικονόμου (μαζί τους και ο Στέλιος Σύρος) ήταν για ώρες κλεισμένοι μέσα στο γραφείο του υπουργού την παραμονή της επιχείρησης της αντιτρομοκρατικής στους Λειψούς για τη σύλληψη του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Τα ίδια πρόσωπα, πάλι, έμειναν πολλές ώρες μαζί όταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας παραδόθηκε στη ΓΑΔΑ.

«Όταν η ευωδία των λουλουδιών σε ζαλίζει, μην ψάχνεις τον ανθόκηπο. Αναζήτησε που είναι η κηδεία. Να ξεκινάς πάντα από το χειρότερο δυνατό σενάριο», φέρεται να είχε πει ο Νασιάκος στον Χρυσοχοΐδη. Το δέσιμο μεταξύ τους ήταν τόσο ισχυρό που όσοι γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα έλεγαν ότι οι απόψεις τους από ένα σημείο και έπειτα είχαν ταυτιστεί πλήρως. Καθόλου τυχαίο, άλλωστε, δεν είναι το γεγονός πως μια εποχή που όλοι πανηγύριζαν για την πλήρη εξάρθρωση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα, εκείνοι τόνιζαν πως πρόκειται, ουσιαστικά, για την εξάρθρωση του εκτελεστικού πυρήνα της «17 Νοέμβρη».

Στη συνέχεια ο καθένας από την τριάδα πήρε το δικό του δρόμο, ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια. Πάντα, ωστόσο, ήταν σε επαφή μεταξύ τους. Μέχρι και τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ήταν η στιγμή που οι δρόμοι τους ενώθηκαν και πάλι για να τους τοποθετήσει η ιστορία για μια ακόμα φορά τον έναν δίπλα στον άλλο, όπως και τότε, 17 χρόνια πριν, στο κτίριο της λεωφόρου Κατεχάκη.