Η ιστορία έχει πολλές φορές την τάση να «θάβει» διάφορες περιόδους της. Μικρές ή μεγαλύτερες. Ειδικότερα, αν πρόκειται για ιστορίες που πρέπει να μείνουν στο παρελθόν και για πολλούς λόγους πρέπει να ξεχαστούν. Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και η ιστορία του ΜΑΒΗ. Του Μετώπου Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου, το οποίο ήρθε ξανά στην επικαιρότητα μέσα από την υπόθεση του θανάτου του 35χρονου Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες και αυτό γιατί ο νεαρός, μέσω των social media δήλωνε οπαδός της συγκεκριμένης οργάνωσης. Το όνομα ΜΑΒΗ «έρχεται» από την εποχή της κατοχής, κάνει ένα μεγάλο διάλλειμα μέσα στις δεκαετίες που ακολουθούν, επανέρχεται με αιματηρό τρόπο περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ύστερα ξαναπερνά στη λήθη για να επανέλθει στον Τύπο, σήμερα.

Η ίδρυση μια σκληρής εθνικιστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης

Τον Απρίλιο του 1941 οι χιτλερικές ορδές έχουν ήδη σαρώσει το ελληνοαλβανικό μέτωπο και με ταχύτητα έχουν προωθηθεί στην ενδοχώρα και χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση φτάνουν και καταλαμβάνουν την Αθήνα. Πίσω τους έχουν αφήσει το απόλυτο χάος. Στην Βόρεια Ήπειρο ομάδες αλβανών ενόπλων σε συνεργασία με μονάδες του ιταλικού στρατού ή και δρώντας μόνες τους, προχωρούν σε ωμότητες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν σκληροί για τον ντόπιο πληθυσμό που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες επιθέσεις. Είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές πηγές το διάστημα αυτό 1942-44 στην Βόρειο Ήπειρο, κάηκαν 250 χωριά και δολοφονήθηκαν πάνω από 2.500 άμαχοι, από ένοπλες ομάδες Αλβανών ατάκτων, καθώς και τον στρατό κατοχής (ιταλικό και γερμανικό)! Το 1942 είναι μια κρίσιμη χρονιά. Αρχικά από την Αλβανική πλευρά ιδρύονται δυο αντιστασιακές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Η πρώτη είναι το Front Nacional Cilirimitar (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) με επικεφαλής τον Ενβέρ Χότζα που έχει «αριστερό» προσανατολισμό. Από την άλλη υπήρχε το φιλοναζιστικό Bali Competar. Μπορεί αυτές οι δυο οργανώσεις να συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους, ωστόσο, αμφότερες είχαν στην… πολεμική ατζέντα τους το θέμα της Βορείου Ηπείρου. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο ελληνικός πληθυσμός αρχίζει αργά αλλά σταθερά να οργανώνεται. Σε πρώτη φάση συγκροτούνται μικρές ένοπλες ομάδες. Γρήγορα, ωστόσο, έγινε εμφανές πως αυτό δεν είναι αρκετό. Κάπως έτσι φτάσαμε στον Ιούλιο του 1942 όταν εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας συγκεντρώθηκαν στα Τίρανα και σκοπό να ιδρύσουν μια μεγάλη ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση που θα προσπαθούσε να ισορροπήσει κάπως την κατάσταση. Η απόφαση δεν ήταν δύσκολη. Συγκροτούν το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου με σαφή εθνικιστικό προσανατολισμό. Επικεφαλής τίθεται ο Βασίλειος Σαχίνης ενώ σημαίνοντα στελέχη ήταν ο Ηλίας Κώνστας, ο Γιώργος Τάσος, ο Σπύρος Ντάσιος και ο Χειμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης.

Η δράση του ΜΑΒΗ και η σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ

Βασικός στόχος του ΜΑΒΗ ήταν η προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. Οι ένοπλες συγκρούσεις με ομάδες αντάρτικων αλβανικών ομάδων ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Οι μαχητές του ΜΑΒΗ κατάφεραν να κερδίσουν αρκετές από τις μάχες και να δώσουν μια ανάσα στους κατοίκους των περιοχών που κυρίως δραστηριοποιούταν. Του Δέλβινου, της Δρόπολης, της Χειμάρρας, του Βούρκου (η ευρύτερη περιοχή των Αγίων Σαράντα), της Ρίζας και της Ζαγοράς (περιοχή κοντά στην Πρεμετή). Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο έντονη γινόταν η δράση του ΜΑΒΗ και τόσο πιο πολύ κυνηγιόταν από τους Αλβανούς. Το ΜΑΒΗ, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Βασιλείου συγγραφέα και ερευνητή των αρχείων του ελληνικού κράτους και του υπουργείου εξωτερικών, η οργάνωση ήρθε σε επαφή με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα με τον οποίο συνεργάζονταν από ένα σημείο και έπειτα αρκετά στενά σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποστήριξης. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, έφερε το ΜΑΒΗ σε άμεση σύγκρουση με το ΕΑΜ και κυρίως με τον ένοπλο βραχίονά του, τον ΕΛΑΣ. Μετά από αρκετές μάχες ανάμεσα στις δυο πλευρές ο ΕΛΑΣ κατορθώνει να «σπάσει» τις γραμμές συνεννόησης του ΜΑΒΗ με τον ΕΔΕΣ. Συλλαμβάνει, μάλιστα, και τον σύνδεσμο των δυο οργανώσεων και του αποσπά σημαντικές πληροφορίες. Κάπως έτσι τα τμήματα του ΕΔΕΣ αρχίζουν να υποχωρούν προς το νότο και το ΜΑΒΗ χάνει αρκετή από τη δυναμική που είχε. Στις 17 Νοεμβρίου 1943 η οργάνωση δέχεται το πιο σκληρό πλήγμα. Μέλη του Front Nacional Cilirimitar, του Χότζα, συλλαμβάνουν τον Βασίλειο Σαχίνη στο Αργυρόκαστρο. Τον ανακρίνουν, τον βασανίζουν και στο τέλος τον εκτελούν. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου, την ίδια «τύχη» είχε και ο επικεφαλής της οργάνωσης στην Χειμάρρα, Γεώργιος Μπολάνος. Ακολουθεί λίγο αργότερα  η καταστροφή του χωριού Γλὐνα, στην περιοχή Αργυροκάστρου που αποτελούσε βάση της ΜΑΒΗ και κάπως έτσι η οργάνωση από το 1944 και έπειτα, ουσιαστικά -και με εξαίρεση κάποια λίγα χτυπήματα- τίθεται εκτός δράσης. Όταν πλέον οι δυνάμεις του Άξονα εγκαταλείπουν την περιοχή το ΜΑΒΗ δεν έχει την παραμικρή δυναμική και υποτάσσεται στα σχέδια της οργάνωσης του Χότζα που πλέον έχει το απόλυτο κουμάντο.

Η νεκρανάσταση του ΜΑΒΗ σχεδόν μισό αιώνα μετά

Από τα χρόνια εκείνα και έπειτα το ΜΑΒΗ υπήρχε μόνο στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Μια εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση που μέσα από το πέρασμα των χρόνων κατόρθωσε και μεγάλωσε το μύθο της από τις διηγήσεις των παλαιότερων. Μέχρι που αρχικά το 1984 και το 1991 και στη συνέχεια (κατά κύριο λόγο) το 1994 υπήρξε μια νεκρανάσταση που έφερε σε αμηχανία τόσο την ελληνική όσο και την αλβανική κυβέρνηση. Μια ομάδα ατόμων που θέλησαν να εμφανιστούν ως συνεχιστές (δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα πως με οποιονδήποτε τρόπο είχαν την παραμικρή σύνδεση με την τότε οργάνωση) του ΜΑΒΗ προχώρησαν σε μια σειρά από τρομοκρατικά χτυπήματα είτε σε ελληνικό, είτε σε αλβανικό έδαφος. Το σημαντικότερο από αυτά έγινε στις 10 Απριλίου 1994. Τότε στις 02:40 τα ξημερώματα μια ομάδα οκτώ ατόμων, οπλισμένοι και φορώντας στολές παραλλαγής, όμοιες με αυτές που φορούσε ο ελληνικός στρατός τότε, εισβάλει σε αλβανικό στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, που βρισκόταν στο χωριό Επισκοπή, στο Αργυρόκαστρο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ανοίγουν πυρ κατά των Αλβανών στρατιωτών που εκείνη την ώρα κοιμούνται και δολοφονούν τον  Άρσεν Γκίνη από το Φίερι και τον λοχαγό Φατμίρ Σέχου από το Τεπελένι ενώ τραυμάτισαν και άλλους τρεις στρατιώτες. Κρατάνε τους 120 φαντάρους και στη συνέχεια- πριν φύγουν- αφαιρούν και μεγάλο μέρος του οπλισμού και παίρνουν όμηρο για λόγους ασφαλείας έναν ένστολο Αλβανό, τον οποίο απελευθερώνουν λίγη ώρα αργότερα. Το ίδιο βράδυ αναλαμβάνει την ευθύνη το «Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου» (ΜΑΒΗ) με προκήρυξη στην «Ελευθεροτυπία». Την εποχή εκείνη οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες ήταν τεταμένες και δεν ήταν λίγοι αυτοί που μίλησαν για «ξένο δάχτυλο». Οι Αλβανοί έλεγαν πως είναι ελληνικό σχέδιο, ώστε, να ξεκινήσει πόλεμος και «ν’ απελευθερωθεί η Βόρειος Ήπειρος», ενώ στην Ελλάδα η κυβέρνηση -μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου, Ευάγγελου Βενιζέλου- δήλωσε πλήρη άγνοια και απέδωσε το αιματηρό περιστατικό σε προβοκάτσια. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς το ΜΑΒΗ αντιγράφει την… επικοινωνιακή τακτική της 17 Νοέμβρη και στέλνει στην «Ελευθεροτυπία» νέα προκήρυξη, στην οποία δίνονται λεπτομέρειες της τρομοκρατικής ενέργειας καθώς και μια φωτογραφία με τη σημαία της ΜΑΒΗ και των όπλων που αφαιρέθηκαν από το αλβανικό στρατόπεδο. Η κίνηση αυτή θύμισε σε όλους την ανάλογη μεθοδολογία της 17Ν μετά τις ενέργειες σε Συκούριο και Πολεμικό Μουσείο. Τον Μάρτιο του 1995 σε νυχτερινό μπλόκο της ΕΛΑΣ στα ελληνοαλβανικά σύνορα συλλαμβάνονται επτά άτομα που επέβαιναν σε δυο οχήματα. Ανάμεσά τους ένας 34χρονος έφεδρος αξιωματικός που έμενε στη Ν. Σμύρνη και φερόταν ως ο επικεφαλής της ομάδας και ένας πρώην αστυνομικός 36 ετών γνωστός ακροδεξιός ο οποίος επισκεπτόταν πολλές φορές τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στις φυλακές Κορυδαλλού. Εκεί μέσα βρίσκονται 6 Καλάσνικοφ με 878 σφαίρες, 2 πιστόλια Τοκάρεφ με 42 σφαίρες, 1 ασύρματος, μαχαίρια, στρατιωτικές στολές, μάλλινες κουκούλες κ.λπ. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ ταυτοποιεί 8 από τα κατασχεθέντα με τα όπλα της φωτογραφίας που είχε στείλει το ΜΑΒΗ! Ακολουθούν δυο ακόμα συλλήψεις υπόπτων (ο ένας μάλιστα ήταν απόγονος ενός εκ των ιδρυτών του ΜΑΒΗ) και ανακαλύπτονται κρησφύγετα όπλων στην Καισαριανή και την Παλλήνη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής οι επτά προσπάθησαν να κάνουν μια ανάλογη καταδρομική επιχείρηση σε αλβανικό στρατόπεδο, ωστόσο, αυτή τη φορά έγιναν αντιληπτοί από τους Αλβανούς και στην επιστροφή τους σε ελληνικό έδαφος έπεσαν πάνω στο μπλόκο της ΕΛ.ΑΣ. που βρισκόταν σε επιφυλακή αναμένοντας μια νέα προβοκάτσια. Οι συλληφθέντες είπαν πως έκαναν μια εκδρομή στη Β. Ήπειρο, πως είχαν βρει τα όπλα κρυμμένα και πως τα πήραν μαζί τους για να τα παραδώσουν στην ελληνική αστυνομία! Στο αρχικό κατηγορητήριο γινόταν λόγος για τρομοκρατική οργάνωση, ωστόσο, αυτό μετατρέπεται σε… απλό λαθρεμπόριο όπλων και έτσι οι κατηγορούμενοι μένουν λίγους μήνες στη φυλακή και στη συνέχεια αποφυλακίζονται αφού τελικά τους επιβλήθηκαν μικρές ποινές και αυτές με αναστολή.