Στα πρόσωπα των κατηγορουμένων Αναστάσιου Μιχάλαρου, Ιωάννη Άγγου και Λέοντα Τσαλίκη αναγνώρισε ο φίλος του Παύλου Φύσσα, Μιχάλης Ξυπόλυτος, τρεις από τους άνδρες που είδε μέσα και έξω από την καφετέρια «Κοράλι» το βράδυ της δολοφονίας του άτυχου μουσικού.

Ο νεαρός ήρθε, με την κατάθεση του, να συμπληρώσει αυτή του Νίκου Μαντά ο οποίος ήταν, επίσης, μέλος της παρέας του Φύσσα που δέχτηκε επίθεση και αναγνώρισε τους δυο κατηγορούμενους. Ο μάρτυρας τον περασμένο Απρίλιο την ημέρα που ξεκίνησε η δίκη δέχτηκε επίθεση από ομάδα αγνώστων λέγοντας χαρακτηριστικά: «Χτυπήθηκα στο κεφάλι. Ο τρόπος που μας επιτέθηκαν εκείνη την ημέρα ήταν ίδιος με αυτόν στην Αμφιάλη».

Η επίθεση και το χαλασμένο περιπολικό

Ο μάρτυρας περιέγραψε λεπτό προς λεπτό πως εκείνο το βράδυ μια ομάδα περίπου 10 ατόμων επιχείρησαν, όπως είπε, να τους εγκλωβίσουν έξω από την καφετέρια. «Φορούσαν κοκάλινα γάντια. Δυο κρατούσαν ξύλα στα χέρια και ήταν κρυμμένοι πίσω από ένα αυτοκίνητο. Νιώσαμε ότι απειλούμαστε», είπε ο μάρτυρας ο οποίος στη συνέχεια κατέθεσε πως η παρέα τους απομακρύνθηκε προς την Τσαλδάρη «γιατί δεν θέλαμε να δημιουργηθεί ένταση».

Ο Μιχάλης Ξυπόλυτος είπε πως ένα ασημί αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του δρόμου και «πίσω του ήταν 6 – 8 μηχανές με δυο άτομα η καθεμία και όλοι φορούσαν κράνη. Μου έδωσαν την εντύπωση πως ήταν όλοι μαζί λειτουργούσαν συντεταγμένα».

Ο μάρτυρας κατέθεσε πως δεν είδε ποιος ήταν στο αυτοκίνητο ( σ.σ. σύμφωνα με την κατηγορία οδηγός ήταν ο Γ. Ρουπακιάς). « Άκουσα την ερώτηση προς τον Παύλο. Τον ρώτησε αν αυτή είναι η Κεφαληνίας και ο Φύσσας απάντησε θετικά. Του είπε ευχαριστώ και έφυγε».

Αμέσως μετά, σύμφωνα με τον μάρτυρα, τα 10 άτομα έγιναν 40 και άρχισαν να τους κυνηγούν. Σύμφωνα με τον μάρτυρα αυτοί που τους κυνηγούσαν κρατούσαν ρόπαλα , γάντια, και κράνη στα χέρια. «Τα ρόπαλα μέσα είχαν και καρφιά ήταν ίδια με την επίθεση στο Πέραμα», είπε.

Ο νεαρός περιέγραψε: «Μας κυνηγούσαν και φώναζαν «ελάτε εδώ κότες θα σας σφάξουμε». Μας απειλούσαν και υπήρχε έντονη φασαρία. Ο Φύσσας φώναξε τρέχουμε – τρέχουμε και αρχίσαμε να τρέχουμε . Εγώ κρύφτηκα με δυο ακόμη παιδιά σε μια πυλωτή. Ο Νίκος (σ.σ. μέλος της παρέας) κάλεσε την αστυνομία. Ακούσαμε διάφορες μηχανές να περνάνε και φώναζαν «βγείτε έξω κότες». Εμείς ήμασταν κρυμμένοι. Όταν ήρθε το περιπολικό μας έβαλαν χειροπέδες και μας έλαβαν σε ένα περιπολικό το οποίο χάλασε και μετά περιμέναμε να έλθει άλλο. Από τον ασύρματο ακούσαμε πως κάποιος μαχαιρώθηκε στην καρδιά».

Ο Ρουπακιάς και το αστυνομικό τμήμα

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Κερατσινίου όπου και παρέμεινε, ο ίδιος και οι φίλοι του, περίπου δέκα λεπτά στο ίδιο δωμάτιο με τον Ρουπακιά χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν τότε πως ήταν ο άνθρωπος που μαχαίρωσε τον Παύλο Φύσσα. «Μέσα στο ΑΤ του Κερατσινίου μας πέρασαν από σωματικό έλεγχο και μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο για να περιμένουμε. Στο δωμάτιο ήταν και άλλος ένας άνδρας που δεν το είχαμε ξαναδεί» κατέθεσε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Καθόταν στην πολυθρόνα και εμείς νομίζαμε πως ήταν αστυνομικός. Του ζητήσαμε άδεια να καθίσουμε και να πάρουμε τηλέφωνο και μας την έδωσε. Εκείνος έστελνε συνεχώς μηνύματα. Έδειχνε ότι γνωρίζει ότι κάτι έχει γίνει αλλά ζητούσε να μάθει από εμάς λεπτομέρειες. Μας ρωτούσε να μάθει αν είμαστε πολιτικοποιημένοι. Όταν μας τηλεφώνησαν και μας είπαν ότι ο Παύλος είχε μαχαιρωθεί επικράτησε ένταση και ζήτησε ο άνδρας ζήτησε να τον πάρουν από το γραφείο. Αργότερα τον κατέβασαν από τον τρίτο όροφο και είδαμε πως αυτός που ομολόγησε δηλαδή ο Ρουπακιάς ήταν ο άνδρας που ήταν μαζί μας στο γραφείο».