«Το μέσο είναι το μήνυμα», ισχυριζόταν άλλοτε στον πασίγνωστο αφορισμό του ο κορυφαίος επικοινωνιολόγος ανατρέποντας όσα ήξερε η ανθρωπότητα για τον Τύπο και την επικοινωνιακή πράξη.

Ο στοχαστής που μίλησε πρώτος για τον μαζικό πολιτισμό του «παγκόσμιου χωριού» καθιέρωσε τον όρο media -όπως τον ξέρουμε σήμερα-, ενώ προέβλεψε ακόμα και την εμφάνιση των ριάλιτι σόου!

Τον αποκάλεσαν «αρχιερέα της μαζικής κουλτούρας» και «μεταφυσικό των media», κι αυτό γιατί προφήτευσε την ηγεμονία τους στην κοινωνία και την καταλυτική επίδρασή τους πάνω μας, με τον ίδιο να φαντάζει έτσι ένας από τους πλέον πρωτότυπους και οξυδερκείς μεταπολεμικούς στοχαστές.

Ο καναδός θεωρητικός υποστήριζε ήδη από τη δεκαετία του ’60 ότι «σήμερα ο καθένας μας ζει εκατοντάδες χρόνια μέσα σε μια δεκαετία», την ίδια ώρα που οι απόψεις του για τα ηλεκτρονικά μέσα απολαμβάνουν σήμερα μια νέα ζωή, καθώς το ίντερνετ αποτελεί τον νέο δίαυλο πληροφόρησης και ψυχαγωγίας.

Κι ενώ ο ακαδημαϊκός-celebrity εξυμνούσε την τεχνολογική πρόοδο, σκιαγραφούσε ταυτόχρονα και μια ζοφερή εικόνα του μέλλοντος: «Από τη στιγμή που θα παραδώσουμε τις αισθήσεις και το νευρικό μας σύστημα σε όσους ιδιωτικώς θέλουν να εκμεταλλευτούν και να κερδίσουν ενοικιάζοντας τα μάτια, τα αυτιά και τα νεύρα μας, δεν θα έχουμε κανένα δικαίωμα», έλεγε αποστομωτικά.

Αυτός ήταν ο διαπρεπής ανατόμος της μαζικής επικοινωνίας, ο άνθρωπος που έβαλε στο διεπιστημονικό του στόχαστρο τα μέσα ενημέρωσης μετασχηματίζοντας άρδην τη μοντέρνα σκέψη για το οικουμενικό χωριό μας, τον πλανήτη Γη…

Πρώτα χρόνια

Ο Μάρσαλ Μακ Λούαν γεννιέται στο Έντμοντον του Καναδά στις 21 Ιουλίου 1911 μέσα σε μεσοαστική οικογένεια: ο πατέρας του ήταν κτηματομεσίτης και η μητέρα του δασκάλα. Παρά το γεγονός ότι ως μαθητής ήταν πολύ κακός (και χρειαζόταν η συνδρομή της εκπαιδευτικού μητέρας του για να περνά τις τάξεις), αργότερα θα διέπρεπε στα μαθήματα.

Αφού ολοκλήρωσε λοιπόν τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα στην αγγλική λογοτεχνία και φιλοσοφία, απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα και κατόπιν διδακτορικό στη φιλολογία από το περίφημο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.

Τίποτα δεν προμήνυε βέβαια την εκτόξευση του μετρημένου καθηγητή αγγλικής φιλολογίας στη δόξα, που θα ερχόταν όψιμα στη ζωή του. Εν τω μεταξύ, συνέχισε να διδάσκει φιλολογία σε πλήθος αμερικανικών πανεπιστημίων, ενώ κάποια στιγμή παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, Corinne Keller Lewis, φοιτήτρια τότε δραματικής σχολής.

Μετά την περιήγησή του στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, ο Μακ Λούαν εγκαταστάθηκε τελικά στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, όπου θα ίδρυε αργότερα το περίφημο Κέντρο του για την Κουλτούρα και την Τεχνολογία, έναν κύκλο ακαδημαϊκών και ερευνητών για τη μελέτη των κοινωνικών και ψυχολογικών επιπτώσεων της τεχνολογίας και των media…

Διασημότητα του ακαδημαϊκού κόσμου

Στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο λοιπόν ο άγνωστος 50άρης καθηγητής θα φέρει τρικυμία στα θεωρητικά πράγματα και θα εκτοξευτεί σε καθεστώς «προφήτη» με τα δύο πρώτα του βιβλία: «Ο Γαλαξίας του Γουτεμβέργιου» (1962) και «Για να καταλάβουμε τα μέσα επικοινωνίας» (Understanding The Media – 1964).

Εκεί, αλλά και σε πλήθος κατοπινών συγγραμμάτων, ο Μακ Λούαν διατύπωσε τις επαναστατικές θεωρίες του για την εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας, με την κλασική πλέον θέση του να είναι πως το μέσο -ο τρόπος επικοινωνίας- δεν αποτελεί απλό «μεταφορέα» νοημάτων και μηνυμάτων αλλά αντιθέτως υποκαθορίζει τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο του μηνύματος. Ο πολυθρύλητος αφορισμός του «Το μέσο είναι το μήνυμα» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στα ήδη ταραγμένα ύδατα της επικοινωνιολογίας!

Ταυτοχρόνως, εισάγει στην επικοινωνιακή πράξη όρους όπως «οικουμενικό χωριό», με το οποίο κλονίζει τα θεμέλια του τυπογραφικού πολιτισμού, ανατρέποντας μεθοδολογίες και αναλυτικά πρότυπα αιώνων για να αποδείξει ότι οι παραδοσιακές μορφές μάθησης είναι νεκρές και η παγκοσμιοποίηση των μέσων οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση της συνείδησης.

Είναι πλέον μαύρο πρόβατο του ακαδημαϊσμού, ένας προβοκάτορας που έρχεται να ρίξει λάδι στη θεωρητική φωτιά με εμφατικές διακηρύξεις όπως ότι «οι διαφημίσεις είναι η τέχνη του 20ού αιώνα» (ή «η τέχνη των σπηλαίων του 20ού αιώνα»!). Παρά το γεγονός ότι η δουλειά του έγινε δεκτή με επιφυλακτικότητα από το κατεστημένο ακαδημαϊκό σύστημα, αγκαλιάστηκε ολόψυχα από τη νέα θεωρητική τάση της δεκαετίας του ’60, με τα δραστικά κελεύσματα του Μακ Λούαν για επαναξιολόγηση του ανθρώπινου ψυχισμού, έτσι όπως διαμορφώνεται με την επίδραση τεχνολογίας και νέων μέσων επικοινωνίας, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον κόσμο που ξεπηδούσε στη νέα αυτή εποχή.

Καθώς λοιπόν η δημοτικότητα της θεωρητικής του εργασίας αυξανόταν εκθετικά, με τα βιβλία του να μεταφράζονται σε περισσότερες από 20 γλώσσες και το πορτρέτο του να φιγουράρει πλέον παντού, ο ίδιος έγινε καθηγητής-διασημότητα του ποπ πολιτισμού: εκπομπή στο δίκτυο NBC (1967), συνέντευξη στο Playboy, εμφάνιση σε τηλεοπτικές κωμωδίες, ακόμα και μασκαρεμένο ρόλο είχε στο «Annie Hall» (1977) του Γούντι Άλεν!

Με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να διαδίδουν πια τις ιδέες του για τα μέσα(!), ο σταρ της επικοινωνίας συνέχιζε ωστόσο ακάθεκτος το ερευνητικό του έργο στο Centre for Culture and Technology που ίδρυσε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, συνεργαζόμενος πια με τον μεγαλύτερο γιο του, Έρικ Μακ Λούαν, σε μια νέα σύνθεση της σκέψης του. Μαζί άρχισαν να δημοσιεύουν νέες μελέτες σε περιοδικά και δοκίμια, σε ένα corpus έργων που θα έμενε τελικά γνωστό ως οι «4 Νόμοι των Media».

Κατοπινά χρόνια

Σύντομα βέβαια, και παρά την πρωτοφανή επίδραση της θεωρητικής του ματιάς σε τηλεόραση, διαφήμιση και Τύπο, οι ιδέες του θα έφευγαν από το προσκήνιο, με τον ίδιο ωστόσο να συνεχίζει να απολαμβάνει καθεστώς συμβόλου. Ταυτόχρονα, το 1967 υποβάλλεται σε εγχείριση αφαίρεσης όγκου από τον εγκέφαλο, σε «μέγεθος μπάλας του τένις», όπως θα πει χαρακτηριστικά, με τον ίδιο να ανακαλύπτει κατόπιν ότι λόγω της επέμβασης «μπόλικα χρόνια μελέτης είχαν εξαφανιστεί».

Το 1979 υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, που επηρέασε καθοριστικά την ικανότητα ανάγνωσης και ομιλίας, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τα διδακτικά του καθήκοντα. Κι έτσι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1980, ο μεγάλος διανοητής έφυγε από τη ζωή, πεθαίνοντας στον ύπνο του.

Μετά τον θάνατό του, το άλλοτε πανεπιστημιακό celebrity ξεχάστηκε μεμιάς από τη μαζική κουλτούρα που τόσο τον είχε λατρέψει, οι ιδέες του έμελλε ωστόσο να γνωρίσουν μια δεύτερη ζωή, αναβιώνοντας στη δεκαετία του 1990 όταν ο Tim Berners-Lee «ανακαλύπτει» τον Παγκόσμιο Ιστό και ο Marc Andreessen τον κάνει προσιτό στο κοινό μέσω του Netscape Navigator.

Η κουλτούρα του διαδικτύου επανέφερε στο προσκήνιο τις θεωρητικές του ιδέες, καθώς ο «προφήτης» είχε προβλέψει τόσο τον κυβερνητικό πολιτισμό του μέλλοντος όσο και την εξαφάνιση των γραπτών κειμένων, που θα σκότωναν λέει μεμιάς η τηλεόραση αλλά και η τεχνολογία της ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

Αρκετά ειρωνικά, στην ταφόπλακά του είναι χαραγμένο το μήνυμα «Η αλήθεια θα σε απελευθερώσει» (The truth shall set you free), πράγμα απόλυτα ταιριαστό για τον πολυβραβευμένο φιλόσοφο της μαζικής επικοινωνίας που τόσες συζητήσεις και έριδες εγκαινίασε με τον πρωτότυπο λόγο του.

Οι ανατρεπτικές του ιδέες, όπως ότι το αυτοκίνητο είναι η «μηχανική νύφη», το ραδιόφωνο «ένα φυλετικό τύμπανο», η τηλεόραση «ο δειλός γίγαντας» και το έντυπο «ο αρχιτέκτονας του εθνικισμού», συνεχίζουν να προκαλούν ακαδημαϊκές διαμάχες

Εξάλλου, αν πιστέψουμε τον Μακ Λούαν ότι κάθε τεχνολογική εξέλιξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο και κάθε πόλεμος είναι «πόλεμος εικονισμάτων», τότε οι σημερινοί πόλεμοι δεν είναι παρά μάχες άνισων τεχνολογιών. Ο 21ος αιώνας φαίνεται να τον επιβεβαιώνει…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr