Υπάρχουν στιγμές στην παγκόσμια Ιστορία που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους, αποτελώντας πολύτιμο μάθημα για τον σύγχρονο άνθρωπο, καθώς μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για την πραγματικότητα που βιώνει. Μία από αυτές τις στιγμές είναι και η περίοδος που προηγήθηκε του φονικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με επίκεντρο την ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τον Αδόλφο Χίτλερ και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, τους Ναζί.

Μπορεί σήμερα ο 20ός αιώνας και ειδικότερα οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 να φαίνονται εποχές περασμένες και μακρινές, ωστόσο η Ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται σαν ένα αόρατο νήμα να συνδέει το παρελθόν με το παρόν.

Ποιες όμως είναι οι συνδέσεις της ανόδου του ναζισμού και της κατάλυσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με την πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου; Στο ερώτημα έχουν κληθεί να απαντήσουν γενιές ιστορικών και διανοουμένων από όλα τα φάσματα της επιστήμης και της πολιτικής.

Το βιβλίο «Ο Θάνατος της Δημοκρατίας – Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμούΟ Θάνατος της Δημοκρατίας» του Benjamin Carter Hett δεν είναι η πρώτη αλλά ούτε και η τελευταία προσπάθεια να εξηγηθεί το πώς ένας δεκανέας του γερμανικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατάφερε να ενσαρκώσει τη μορφή του «απόλυτου κακού» για τον κόσμο μετά από κάποιες δεκαετίες. Ο ίδιος ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι αναγκαία η επαναφορά του ερωτήματος σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς όσο νέες έρευνες έρχονται στο φως, η απομάκρυνση από τα γεγονότα επιτρέπει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και τέλος κάθε εποχή βλέπει την Ιστορία με άλλη ματιά.

Μύθοι και αλήθειες

Η άνοδος του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία έγινε στις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν μετά τη νίκη στις εκλογές του 1932, ο 85χρονος πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, θεωρώντας ότι μπορεί να ελέγξει τον Χίτλερ, τον διόρισε καγκελάριο. Θα ήταν όμως μονόπλευρο και ίσως αφελές να εντοπιστούν οι διαστάσεις μίας σύνθετης πολιτικής και κοινωνικής διαδικασίας στον εκρηκτικό και γοητευτικό για τις μάζες χαρακτήρα του Αυστριακού και στην αβλεψία του γερασμένου αστού πολιτικού Χίντενμπουργκ.

Ο Θάνατος της Δημοκρατίας άλλωστε δεν επήλθε σε μία στιγμή ούτε αποτέλεσε προσωπική υπόθεση. Στο βιβλίο του Hett περιγράφεται με μαεστρία αλλά και ακρίβεια το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία, από το παραδοσιακό καθεστώς, στην ήττα και την εύθραυστη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπου οι πολίτες είδαν εδάφη να χάνονται από τη Γαλλία και την Πολωνία και υπέστησαν τους ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Το πέρασμα στην απολυταρχία δεν έγινε με μαγικό τρόπο αλλά είχε όλες τις υλικές διαστάσεις ενός πολιτικού γίγνεσθαι και ενσωματωμένα τα χαρακτηριστικά της γερμανικής μεταπολεμικής κοινωνίας και του πολιτικού προσωπικού της.

Άλλωστε οι επιδιώξεις και η ρητορεία του Αδόλφου Χίτλερ δεν ήταν άγνωστα πριν το 1933, καθώς είχε προηγηθεί το «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» (Bürgerbräu-Putsch) στο Μόναχο το 1923 για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όχι πολλά χρόνια πριν – το 1919 – και κάτω από την επίδραση της Σοβιετικής Επανάστασης και υπό το πρίσμα της αντιπαλότητας μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, είχε καταπνιγεί η Εξέγερση των Σπαρτακιστών, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της κομμουνιστικής προοπτικής και μία «ομιχλώδη» κατάσταση στους Σοσιαλιστές.

Η ουτοπία του Χίτλερ

Ο Hett δεν μένει σε μία στεγνή απεικόνιση των συσχετισμών της εποχής, καθώς δίνει και τις ερμηνείες που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Χίτλερ πέρασε από τις οργισμένες ομιλίες σε μπυραρίες και τη φυλάκιση, στην Καγκελαρία.

Η απογοήτευση του κόσμου μετά την ταπεινωτική ήττα, η οικονομική κρίση, η απώλεια εδαφών και ένας κουρασμένος πολιτικός κόσμος επέτρεψαν στο Ναζιστικό Κόμμα, που ξεκίνησε και με σοσιαλιστικά προτάγματα, να επιβάλλει μία τρομοκρατία άνευ προηγουμένου και να καταστείλει τους πολιτικούς του αντιπάλους, μέσα και έξω από το κόμμα.

Ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε το πεδίο που του δόθηκε από τη συντηρητική πολιτική ηγεσία, η οποία θεώρησε ότι θα μπορούσε να τον διαχειριστεί και υποτίμησε τις προθέσεις και τις δυνατότητές του, την κουλτούρα του διχασμού που επικρατούσε στη γερμανική κοινωνία, αλλά και σε μεγάλο βαθμό παρουσίασε μία ουτοπία στους απελπισμένους από το καθεστώς πολίτες, οι οποίοι ήθελαν να πιστέψουν στην αναγέννηση του γερμανικού ιδεώδους. Απομακρύνθηκε όμως τερατωδώς από τον ρεαλισμό και τη λογική, φτιάχνοντας παραδόξως μία ψυχολογία όχλου στους ακολούθους του που έφτασαν να πιστεύουν ακόμη και τα ακραία κατασκευάσματα που ο ηγέτης των Ναζί παρουσίασε για αληθινά.

Και αν ο δρόμος για την κατάληψη της εξουσίας στρώθηκε από πολιτικούς φίλους και εχθρούς αλλά και έναν απογοητευμένο λαό, η αφορμή για την εκστρατεία τρόμου που εξαπέλυσαν οι Ναζί εναντίον αντιπάλων – όπως κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ομοφυλόφιλοι, Εβραίοι – δόθηκε τη νύχτα που κάηκε το Ράιχσταγκ. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 σημειώθηκε ο εμπρησμός του γερμανικού κοινοβουλίου για τον οποίον ενοχοποιήθηκε ο Ολλανδός χτίστης Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποτέλεσμα του εμπρησμού το προεδρικό διάταγμα με το οποίο κατεστάλησαν ατομικές ελευθερίες και ελευθερίες του Τύπου.

Ο συγγραφέας του βιβλίου επιλέγει να χρησιμοποιήσει σε πολλά σημεία μία γλώσσα ζωντανή και παραστατική για να οδηγήσει τους αναγνώστες στους διαδρόμους της γερμανικής πολιτικής την περίοδο της φωτιάς του ναζισμού, χρησιμοποιώντας ένα «μικροσκόπιο» στις αρχές του κάθε κεφαλαίου με το οποίο παρατηρεί από κοντά τους πρωταγωνιστές της περιόδου και περιγράφοντας με δραματική ένταση τις στιγμές που μία μία ενώνονταν για να φτάσουν στον πιο καταστροφικό πόλεμο της ανθρώπινης Ιστορίας. Η επιλογή του συνδυασμού ανάλυσης και αφήγησης, η φρέσκια ματιά και η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν καθιστούν τον «Θάνατο της Δημοκρατίας» ανάγνωσμα που αγγίζει το συναίσθημα και τη συνείδησή μας

Το βιβλίο του Benjamin Carter Hett: «Ο Θάνατος της Δημοκρατίας – Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.