Να διευκρινίσει αν γνώριζε από τις 25 Ιουλίου ότι η Thomas Cook θα χρεοκοπήσει καλεί τον υπουργό Τουρισμού Χάρη Θεοχάρη η βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης και τομεάρχης Τουρισμού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Κατερίνα Νοτοπούλου.

Η κ. Νοτοπούλου επικαλείται δηλώσεις του υπουργού σε Twitter και Facebook που ακολούθησαν της συνάντησης του κ. Θεοχάρη με τον CEO του Oμίλου Thomas Cook, Peter Fankhauser.

Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση της κ. Νοτοπούλου:

«Γνώριζε τελικά ο κ.Θεοχάρης από τις 25 Ιουλίου για την κατάσταση στην Thomas Cook»;

Αμέσως μετά την  επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο Υπουργείο Τουρισμού, στις 25 Ιουλίου ο υπουργός Τουρισμού κ. Χάρης Θεοχάρης συναντήθηκε με τον CEO του Oμίλου Thomas Cook, Peter Fankhauser.Μάλιστα σε ανάρτησή του στον επίσημο λογαριασμό του Υπουργείου Τουρισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (twitter και  facebook), που αναπαρήγαγε επίσης από τους προσωπικούς του λογαριασμούς , ο κ. Θεοχάρης σχολίασε  ότι “ο κ. Fankhauser περιέγραψε λεπτομερώς την κατάσταση της εταιρείας και μας διαβεβαίωσε ότι η Thomas Cook θα παραμείνει μια από τις κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως στον τομέα του τουρισμού. “Η ανάρτηση αυτή του Υπουργού αναπαράχθηκε σήμερα σε σχετικό ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών, στο οποίο επίσης φιλοξενούνται δηλώσεις του αερολιμενάρχη του αεροδρομίου του Ηρακλείου ο οποίος μιλώντας στο Κρήτη Tv δήλωσε ότι η Thomas Cook, είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο χρεωκοπίας και είχαν γίνει προσυνεννοήσεις με τους αρμόδιους φορείς, ήδη από τα τέλη Ιουλίου.

Eρωτάται ο κ. Υπουργός και τον καλούμε να διευκρινίσει:

1. Είχε ενημερωθεί από την διοίκηση της Thomas Cook και άρα γνώριζε στις 25 Ιουλίου λεπτομερώς για την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ταξιδιωτικός όμιλος;

2. Εφόσον γνώριζε – όπως ο ίδιος παραδέχεται- , σε ποιες ενέργειες προχώρησε ο κ. Θεοχάρης με την ευθύνη της θέσης του ως Υπουργού Τουρισμού για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού τουρισμού, που  σήμερα,  δύο μόλις μήνες μετά, υφίσταται ένα πρωτόγνωρο πλήγμα, με αλυσιδωτές  ανυπολόγιστες συνέπειες στην οικονομία, στις θέσεις εργασίας, και στη  βιωσιμότητα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων;».