Συμβολική χαρακτήρισε την παρουσία του στο 1ο ΕΠΑΛ Αγ. Αναργύρων για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, καθώς θέλησε να επισημάνει την αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Ο υπουργός χειροκροτήθηκε από τους μαθητές όταν ανακοίνωσε ότι του χρόνου θα ξεκινούν τα μαθήματα από τις 09:00. «Για να κοιμόμαστε λίγο παραπάνω» σχολίασε.

Πρόκειται για μία απόφαση, πάντως, που δεν έχει παρθεί επίσημα, παρά μόνο μέχρι στιγμής, επίσημα είχε γίνει γνωστή η πρόθεση του υπουργού.

«Ο βασικός λόγος της παρουσίας μου εδώ είναι για να εκφράσω την έμφαση που δίνουμε και θα δώσουμε στα ΕΠΑΛ ως κυβέρνηση και ως υπουργείο» είπε ο κ. Γαβρόγλου και πρόσθεσε, απευθυνόμενος στους μαθητές: «Έχει σημασία να κερδίσετε την κοινωνία, να πάψει να πιστεύει ότι στα ΕΠΑΛ πάνε τα παιδιά που δεν τα καταφέρνουν στο σχολείο. Αυτό τελείωσε. Στα ΕΠΑΛ πάνε τα παιδιά που επέλεξαν να πάνε στα ΕΠΑΛ».

Ο κ. Γαβρόγλου αναφέρθηκε στις επιτυχίες των αποφοίτων των ΕΠΑΛ στις εισαγωγικές εξετάσεις της Τριτοβάθμιας, αλλά και στα καινούργια προγράμματα σπουδών. Μάλιστα, εξήγησε στους μαθητές τις επιλογές που τούς δίνει το ΕΠΑΛ και σημείωσε ότι από του χρόνου, τον Σεπτέμβριο του 2019, θα έχουν οι μαθητές των ΕΠΑΛ τη δυνατότητα να πηγαίνουν στα διετή προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων χωρίς εξετάσεις και αποφοιτώντας από εκεί θα λαμβάνουν πτυχίο επαγγελματικών προσόντων ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

Επίσης, ο υπουργός στάθηκε στο ζήτημα της βίας στα σχολεία, τονίζοντας ότι «η βία δεν είναι αστείο. Πρέπει να φύγει από τα σχολεία μας. Δεν έχει τόπο σε δημοκρατική κοινωνία». Τέλος, εξήρε τη στάση και το έργο των εκπαιδευτικών κατά τα χρόνια της κρίσης, καθώς, όπως είπε «το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα δεν κατέρρευσε και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους εκπαιδευτικούς».

Όπως ανέφερε: «Το πρόβλημα της σχολικής βίας που έχει πάρει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις και σε άλλες χώρες, δεν θα λυθεί ούτε με ευχολόγια, ούτε και με γραφειοκρατικές διαδικασίες. Είμαστε όλοι και όλες – και λόγω της επικράτησης νέων τεχνολογιών και νέων μορφών επικοινωνίας- εκτεθειμένοι σε βία πολλών μορφών. Χρειάζεται όλοι και όλες να ξαναδούμε την καθημερινότητα μας, το όριο των ανοχών μας, ακόμη και αυτό το αξιακό μας σύστημα. Κι αυτό γιατί συστατικό στοιχείο του εκφοβισμού είναι ένας ιδιόμορφος ρατσισμός. Είναι η μη ανοχή στη διαφορετικότητα.

Η αντιμετώπιση του εκφοβισμού δεν σημαίνει πως πρέπει να βγάλουμε από την καθημερινότητά μας τα αστεία ή τα πειράγματα, την πλάκα. Αστείο όμως δεν είναι η μαγκιά. Δεν είναι η συμμορία. Δεν είναι η βία και η κοροϊδία. Αν μας διασκεδάζει να επιβάλουμε τη δύναμή μας πάνω σε άλλους, σημαίνει ότι απλά δεν εκτιμάμε αρκετά τον εαυτό μας. Είναι απαράδεκτο για μια δημοκρατική κοινωνία, να πιστεύουμε ότι κανονικό είναι μόνον αυτό που εμείς είμαστε ή εμείς πιστεύουμε, αδιαφορώντας για το «κανονικό» του άλλου. Γιατί η κοινωνία μας είναι ακριβώς το σύνολο των διαφορετικοτήτων: στην εμφάνιση, στη σωματική διάπλαση, στο χρώμα του δέρματος, στους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στις πολιτιστικές αξίες και σε πολλά άλλα.

Μπορεί αρκετοί από εσάς να θεωρείτε ότι όλα αυτά είναι ηθικολογίες των μεγάλων που δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν τους νέους. Ακόμη, όμως, και αν είναι έτσι, ας συμφωνήσουμε σε δύο πράγματα:

Το πρώτο είναι η καθεμιά και ο καθένας να σκεφτεί με τον εαυτό του τα παραπάνω. Και ας προσπαθήσει να βρει επιχειρήματα που τα αντικρούουν ή επιχειρήματα που τα ενισχύουν. Και να συζητήσετε μεταξύ σας τα επιχειρήματα αυτά.

Το δεύτερο, είναι να βρούμε τρόπους να συζητάμε σε κάθε σχολείο: οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι μαθήτριες και οι μαθητές. Να συζητάμε, όμως. Όχι απλά να εντοπίζουμε το πρόβλημα, και να πηγαίνουμε σπίτι. Να συζητάμε, και οι μεγάλοι να ακούνε τους νεότερους και οι νεότεροι τους μεγάλους. Να ακούνε. Να μία σημαντική πτυχή του σχολείου. Να μάθουμε να ακούμε όλοι όλους. Να ακούμε δεν σημαίνει αναγκαστικά να συμφωνήσουμε και να δεχτούμε ό,τι λέει ο άλλος. Να ακούμε σημαίνει να καταλάβουμε τι ακριβώς λέει ο άλλος, και, κυρίως, γιατί το λέει. Να προσπαθήσουμε, δηλαδή, να μπούμε στη θέση του άλλου ώστε να καταλάβουμε και εμείς αν όσα πιστεύουμε και κάνουμε, είναι σωστά».